Εγκεντρισμός στην Παράδοση με χρωστήρα την Μνήμη (Χρήστος Γαρουφαλής)

0
901

Ηλίας Αλεξανδρής

Η «έσωθεν υπαγόρευση»

Ο Νίκος Εγγονόπουλος σε σχετική τοποθέτησή του για τη λειτουργία και τη σκοποθεσία των έργων τέχνης τόνισε:  «Σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς. Γιατί το πραγματικό έργο τέχνης, πρέπει να περιέχει, και περιέχει, μια αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή, αναντίρρητη, συγκεκριμένη, συνεχώς εν εγρηγόρσει» (βλ. εφ. «Ελευθεροτυπία» 28-11-1981). Εκ παραλλήλου ο ίδιος ο Γαρουφαλής σε συνέντευξή του (περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», τ. 76, Ιαν.-Μάρ. 2010) ανεπιφύλακτα δέχεται ότι: «Η μόνη φωνή στην οποία οφείλει να υπακούει ένας καλλιτέχνης είναι η “έσωθεν υπαγόρευση” κι όχι οι έρευνες αγοράς».

Έχω την αίσθηση ότι η ομιλούσα και δρώσα τεχνουργός φλέβα του Αγρινιώτη ζωγράφου Χρήστου Γαρουφαλή, από την πρώτη της κίνηση – ροή (1989) – και το εν αρμονία κύλισμά της στις αρτηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας – μέχρι σήμερα, αυτό ακριβώς υπηρετεί: Την ενσυνείδητη ώθηση της «έσωθεν υπαγόρευσης» να ταχθεί «εν σιωπή» και «εν εγρηγόρσει» στην αισθητοποίηση ουσιωδών αξιακών παραμέτρων της ανθρώπινης περιπέτειας, που αίρουν, τελικά, το δράμα της μοναξιάς. Πάνω σ’ αυτή τη δικλείδα φιλοτεχνίας τοποθετείται η παρέμβαση του συνθέτη Δημ. Παπαποστόλου που επισημαίνει για τον Γαρουφαλή: «Κρυφά γυρεύει τις φωνές της αισιοδοξίας μέσα στη “σκοτεινή”καθαρότητα της ζωγραφικής του, όπου το “φαίνεσθαι” οδεύει εναγώνια προς το “είναι”». Και συγκεκριμένα, με τους εξής τρόπους:

α) Μέσ’ απ’ την ίδια τη σωματοποιημένη διάσταση της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς αποτυπώνει προσωπογραφικές εμπνεύσεις, που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα του ανθρώπινου προσώπου, την υπέρβαση της ασυμβατότητας του προσωπείου, τον εξοβελισμό δηλ. της συγκεκαλυμμένης υποκρισίας. Γι’ αυτό, ο ίδιος ο ζωγράφος εξηγεί: «Ζωγραφίζοντας ένα πορτραίτο προσπαθώ να αναδείξω την προσωπικότητα του προσώπου.

Να αποκαλύψω, όσο είναι δυνατόν, την ωραιότητα που κρύβεται από την όποια εξωτερική εικόνα, επικοινωνώντας με το θεϊκό του μέρος. Η εξωτερική ομοιότητα δεν είναι το βασικό κίνητρο, την αλήθεια ψάχνω πίσω από το προσωπείο». (Βλ. περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», όπ.π.). Ή αν πρόκειται για τμήμα ή μέρη του προσώπου, όπως λ.χ. τα μάτια, ο δημιουργός πρωτίστως ενδιαφέρεται αυτά να στοιχειοθετούν «καθρέφτες ψυχών», ως απόσταγμα ψυχικών δονήσεων πιότερο, παρά πτυχώσεις εξωτερικής εκφραστικότητας που συντηρούν την επιφανειακή εντύπωση.

Προς αυτή την κατεύθυνση η έκθεση των έργων του με τα ανθρώπινα βλέμματα, που επικεντρώνουν στο πιστό καθρέφτισμα των οφθαλμών και την αέναη εκφραστικότητά τους, μας αισθητοποιούν αφαιρετικά άλλοτε το αμήχανο βλέμμα, άλλοτε το διεισδυτικό, άλλοτε το μυστηριώδες, άλλοτε το ένοχο ή το αθώο, άλλοτε το παραπονεμένο κ.ο.κ. Γράφει ο ιστορικός της τέχνης Μαν. Βλάχος προλογίζoντας τον τόμο της αντίστοιχης έκθεσης:«Ο Γαρουφαλής επιχειρεί να συλλάβει τον άνθρωπο όχι από το σύνολο της μορφής αλλά από το μέρος του προσώπου… Μάτια νέων ανδρών και γυναικών, αυτά που έχουν αποτυπωθεί στον καμβά ή το χαρτί, μυστηριώδη ή φωτεινά, μαρτυρούν σύντομη ζωή αλλά γεμάτη αισθήματα, τρυφερά ή βίαια, προσδοκίες και ομιχλώδη οράματα, απόπειρες φυγής ή πτώσεις».  Ωσαύτως, ο ζωγράφος (περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», όπ.π.) υποστήριξε σχετικά: «Το βλέμμα αποτελεί ζωγραφική πρόκληση γιατί αποκαλύπτει… Ήταν μια προσπάθεια… να μετατρέψω τα μάτια από εκφραστικό όργανο του ανθρωπίνου σώματος σε “βλέμματα” που θα λειτουργούν σαν καθρέφτες ψυχών… Με πρόσχημα λοιπόν αυτά τα έργα, επιχείρησα μια ζωγραφική συνομιλία” με του καθενός σας το βλέμμα».

Είναι καταγεγραμμένο, εξάλλου, ότι η τέχνη δεν συνιστά βιολογικό όπλο εφήμερης διάστασης. Εξαίρει το άσπιλο «πρόσωπον» του ανθρώπου στις ποικίλες εκφάνσεις του βίου του, αλλά, ταυτόχρονα, καταδεικνύει και το ανερυθρίαστο «προσωπείον» του και όσα συμπαρομαρτούντα συνιστούν «ύβριν», έκπτωση, παρέκκλιση δηλ. από την ουσία της ύπαρξης. Προς αυτή ακριβώς την «προβληματική» κινείται ο εμπνευσμένος χρωστήρας του Χρήστου Γαρουφαλή. Η γνωστή ρήση «Όχι “Ars gratia artis” (= η τέχνη για την τέχνη), αλλά “Ars gratia hominis” (= η τέχνη για τον άνθρωπο)» λαμβάνει με τον Γαρουφαλή αφετηριακή υπόμνηση καλλιτεχνικής συνέπειας.

β) Με τη μετατόπιση της ενεργής «μνήμης» από το λειτουργικό αισθητικό κριτήριο του «άλλοτε», στην αφυπνισμένη ενθρόνισή της στα τυποποιημένα κι ευτελή καθέκαστα του «τώρα»· με σκοπό να τα ανατρέψει και να τα μετουσιώσει διακριτικά σε προτάσεις νοηματοδότησης του σύγχρονου βίου. Αφού αυτός ο τεταραγμένος βίος κατά κόρον εδράζεται αφενός στη δυσμορφία, την κακογουστιά, τη δουλική μίμηση ψευτοπροτύπων-ειδώλων, τη μηχανιστική αναπαραγωγή του μέτριου, τη ναρκοθέτηση της αλήθειας. Και αφετέρου στην υποδαύλιση των ορμέμφυτων, τον περίγελο του συναισθήματος, τη σύνθλιψη της ευσυνειδησίας και την στοχευμένη δια της ομοιομορφίας ισοπέδωση της διαφορετικότητας. Κι επιπρόσθετα, βέβαια, στη νάρκωση των αισθήσεων δια της μηχανής διαφημιστικής προπαγάνδας, που εκτρέπει τις επιλογές στον υλοζωισμό και τη μονομανία της καταναλωτικής υστερίας… Γι’ αυτό το λόγο ο Γαρουφαλής στην ίδια συνέντευξή του θα ξεκαθαρίσει: «Σήμερα, δυστυχώς, οι πιο πολλοί αδιαφορούμε για οτιδήποτε πέραν του απαραίτητου, ενώ συχνά κι όταν έχουμε το απαραίτητο, αδιαφορούμε για οτιδήποτε πέραν του ωφελίμου». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο Χρ. Γαρουφαλής ακόμη και απλά σκεύη καθημερινής χρήσης και μικροαντικείμενα όχι τόσο προβεβλημένα για το ρόλο τους, τα συμβολοποιεί κατά τρόπο ασκητικά προσεγμένο, ασκώντας καρδιακή επιμελητεία στον χρωστήρα του. Δεν καταπιάνεται μ’ αυτά, απλώς για ν’ αυτοπροβληθεί ως διαφορετικός στο στερέωμα της τέχνης. Πόρρω απέχει από τον Γαρουφαλή αυτή η αλαζονική πρόθεση. Δίκαια ο ιστορικός της τέχνης Νίκος Αλεξίου είχε παρατηρήσει: «Κι όμως η ζωγραφική του Γαρουφαλή, με όλα αυτά τα κοινά εικονιζόμενα, αιχμαλωτίζει. Μ’ αυτά τα σπιτικά αντικείμενα κατόρθωσε να φέρει στη ζωγραφική του την ποίηση και τ΄ όνειρο. Είχε την έμπνευση να τους προσδώσει χρόνο και παρελθόν. Τα περιβάλλει μ’ ένα νόστο του μακρινού και του περασμένου. Τα εμποτίζει σε πατίνα νοσταλγίας και, παρόλο που είναι στατικά, τα κάνει απόμακρα και φευγαλέα».

Άρα, θηρεύοντας, εν πλήρει συνέσει, τα καίρια της ύπαρξης – και στα έμψυχα και στα άψυχα – αποδεικνύει ότι σέβεται ακόμη κι αυτό που άλλοι – δήθεν φιλότεχνοι – θα προσπεράσουν ως τιποτένιο, ασήμαντο και ανάξιο λόγου. Ανάγει εμφαντικά το υλικό αντικείμενο σε «σήμα» οντολογικής προέκτασης. Ακριβώς αυτό το πρόταγμα συνιστά το εικαστικό του στίγμα. Τούτο εκτιμώντας η ποιήτρια και ιστορικός της τέχνης Ελένη Βακαλό είχε υπογραμμίσει: «…Η συγκέντρωση του Γαρουφαλή στο αντικείμενο – σύμβολο εξ ορισμού που περιέχει και διεγείρει τους όρους, είναι νομίζω μια πνευματική άσκηση που υπερβαίνει το ρεαλισμό και αποδίδει μια κατάσταση πνεύματος, μάλλον υπερρεαλιστική…». Οπότε η άντληση εξεχόντων θεμάτων από την ατομική και συλλογική μνημονική εμπειρία των συμπατριωτών του, τον εισάγει «αυθωρεί και παραχρήμα» στο μυσταγωγικό πλουραλισμό της ελληνικής παράδοσης και στο αποθησαύρισμα του λαϊκού μας πολιτισμού. Έχει υπόψη του ο Γαρουφαλής τον έμπονο προβληματισμό του Φ. Κόντογλου: «Σήμερα δε θέλουμε την παράδοσή μας σε τίποτε, για να μη μας πάρουνε για καθυστερημένους. Θέλουμε την Ελλάδα δίχως τίποτα ελληνικό. Αλλά τότε γιατί τη θέλουμε; Σάμπως ξέρουμε τι μας γίνεται;». Έτσι, απ’ τη μια ανασύρονται η ελληνική γη με το ζωηφόρο αμπέλι της, το τσαμπί με το σταφύλι, το μυρίπνοο θυμίαμα, το αναμμένο κερί, το ευλογημένο λιόκλαδο, το καλαμωτό καλάθι, το τσίγκινο τάσι, τα πασχαλινά αυγά, το ξύλινο σκαμνάκι, το σίδερο με το κάρβουνο. Απ’ την άλλη, το περιστέρι και το ακροκέραμο, τα παραδοσιακά κεραμίδια, το γλυκό του κουταλιού, το εύγευστο λουκούμι, το δροσερό «υποβρύχιο», το ποτήρι με το κρυστάλλινο νερό, το μπρίκι στη χόβολη και το φλιτζάνι με τον αφράτο ελληνικό καφέ, ο καφεκόπτης με το χερούλι, , το παλιό αναγνωστικό με το μολύβι, το πήλινο τασάκι κ.ά. Όλ’ αυτά τα δείγματα πιστοποιούν ότι ο Χρ. Γαρουφαλής  τροφοδοτεί τα έργα του με εύχυμους καρπούς της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας και τολμά την πρόποση ευθαρσώς, προς απόκτηση «γευσιγνωσίας» κι από μας τους άγευστους δέκτες των αξιών. Εργάζεται φιλότιμα, ανταποκρινόμενος στην κλήση των λόγων του Ν. Καζαντζάκη: «Να ζεις όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα την ταυτότητα τούτη»! Ανασύρει μέσ’ απ’ τους έγχρονους κρουνούς του ζείδωρου πνεύματος της παράδοσης την απλότητα της «κατά φύσιν» ζωής, του όντως τρόπου της υπάρξεως, που δεν χρειάζεται να πείσει για το αυτονόητο… Δεν πραγματοποιεί τυποποιημένη «επιστροφή στις ρίζες», που ισοδυναμεί μ’ ένα ανώφελο και στείρο πισωγύρισμα. Ούτε προσκολλάται τυφλά στο χθες, ούτε το εξιδανικεύει. Αλλ’ ούτε, παράλληλα, αντιλαμβάνεται τα κυήματα της λαϊκής μας κληρονομιάς σαν ψυχρά μουσειακά εκθέματα που ανταμώνουν το βλέμμα ανυποψίαστων επισκεπτών. Τα εκλαμβάνει ευφυώς ως «πράματα σπουδάματα», που ενέχουν το πρωτόπλασμα για φιλοσόφηση των ουσιωδών του βίου μας. Από τις ατομικές μας συνήθειες μέχρι τη διαμόρφωση των κοινωνικών μας διαμοιβών. «Έτσι, μεταξύ ρεαλιστικού και πνευματικού, οι εικόνες του λινο τασάκι κ.ά. Όλ’ αυτά τα δείγματα πιστοποιούν ότι ο Χρ. Γαρουφαλής τροφοδοτεί τα έργα του με εύχυμους καρπούς της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας και τολμά την πρόποση ευθαρσώς, προς απόκτηση «γευσιγνωσίας» κι από μας τους άγευστους δέκτες των αξιών. Εργάζεται φιλότιμα, ανταποκρινόμενος στην κλήση των λόγων του Ν. Καζαντζάκη: «Να ζεις όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα την ταυτότητα τούτη»! Ανασύρει μέσ’ απ’ τους έγχρονους κρουνούς του ζείδωρου πνεύματος της παράδοσης την απλότητα της «κατά φύσιν» ζωής, του όντως τρόπου της υπάρξεως, που δεν χρειάζεται να πείσει για το αυτονόητο… Δεν πραγματοποιεί τυποποιημένη «επιστροφή στις ρίζες», που ισοδυναμεί μ’ ένα ανώφελο και στείρο πισωγύρισμα. Ούτε προσκολλάται τυφλά στο χθες, ούτε το εξιδανικεύει. Αλλ’ ούτε, παράλληλα, αντιλαμβάνεται τα κυήματα της λαϊκής μας κληρονομιάς σαν ψυχρά μουσειακά εκθέματα που ανταμώνουν το βλέμμα ανυποψίαστων επισκεπτών. Τα εκλαμβάνει ευφυώς ως «πράματα σπουδάματα», που ενέχουν το πρωτόπλασμα για φιλοσόφηση των ουσιωδών του βίου μας. Από τις ατομικές μας συνήθειες μέχρι τη διαμόρφωση των κοινωνικών μας διαμοιβών. «Έτσι, μεταξύ ρεαλιστικού και πνευματικού, οι εικόνες του κερδίζουν σε πραγματική υπόσταση και πνευματικότητα, μπορούν ευθύβολα να παραπέμπουν στη ζωή και την πνευματική τους διάσταση. Το μισόφωτο, τέλος, μέσα από το οποίο αναδύεται το θέμα, συνυφασμένο με τη ζωγραφική του Γαρουφαλή, έρχεται κατευθείαν από την παράδοση.

Πυκνό ή διάφανο πηγάζει από το καντήλι, τη φλόγα του κεριού ή την παλιά επιτραπέζια λάμπα, ανακαλώντας το μισοσκόταδο της μικρής εκκλησίας και το δείπνο στο αγροτικό σπίτι. Μυστηριακό, αλλά χωρίς το σάλο του δράματος, υποβάλλει τη συγκέντρωση, την εσωτερίκευση και τη σιωπή…». (Μαν. Βλάχος, ιστορικός της τέχνης). Υπό αυτό το σκεπτικό, κατανοούμε το συμπέρασμα της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: «Η άρνηση της παράδοσης μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλειψη ισορροπίας του χρόνου, όσον αφορά το βαθύτερο εγώ».

γ) Με την ταπεινή υπόδειξη ότι η όντως ποιότητα ζωής, η ψυχική ισορροπία στην καθημερινότητά μας και η ποθητή ευτυχία ανιχνεύονται στα απλά πράγματα που μας περιστοιχίζουν και που ενίοτε ακυρώνουμε τον αισθητικό και τον ευρύτερα λειτουργικό τους ρόλο λόγω της πεζότητας της ζωής μας. Ας μας βάλει σε σκέψεις ξανά ο Καζαντζάκης, που αποφάνθηκε ρητώς:

«Η ευτυχία είναι κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.»! Έτσι π.χ. το γλυκό του κουταλιού και το λουκούμι παραπέμπουν στο εγκάρδιο φίλεμα και την υποδοχή του επισκέπτη με όρους «γλυκιάς» φιλοξενίας. Το κερί και το θυμίαμα δεικνύουν μυστηριακώς έναν ευχαριστιακό τρόπο ζωής, που έχει να κάνει με την έμφυτη τάση του αδύναμου βροτού να επιζητεί το θείο έλεος. Τα πασχαλινά αυγά ξαναζωντανεύουν ενώπιόν μας την αναστάσιμη αλληλοπεριχώρηση των προσώπων στο ελληνικό σπίτι. Επί το διεισδυτικότερον, τ’ αυγά, ως σύμβολο ζωής, φέρνουν εγγύτερα στ’ αυτιά μας το πασχάλιο ψαλμικό «της ευσήμου ημέρας της εγέρσεως»: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν…». Το ακροκέραμο και τα κεραμίδια αποτελούν θύμησες του αρχιτεκτονικού κάλλους, που κοσμούσε κάποτε την οριζόντια δόμηση

ενός σπιτιού – θαλπωρής κι αισθητικού πλούτου για τους ενοίκους του. Το παλιό σίδερο του κάρβουνου επαναφέρει στη μνήμη μας τα ενεργά αποθέματα νοικοκυροσύνης και ευταξίας, που θεωρούνταν «εκ των ων ουκ άνευ» φανερώματα της οικογενειακής συνοχής και ευρυθμίας.

Παρομοίως, το σταφύλι της αμπέλου επανατροφοδοτεί τη σκέψη μας με το σύμβολο της εν ευφορία ζωτικότητας, της μετρημένης κατανάλωσης ως συνοδευτικού του γεύματος ή του δείπνου στο υγιεινό διαιτολόγο. Αλλά και της μετατροπής του σε «οίνο κατανύξεως», ψυχικής αποφόρτισης, ηρεμίας και κατευνασμού των ψυχοφθόρων αγχογόνων ρυθμών της καθημερινής βιοπάλης. Παραπέμπει, όμως, η οινοποσία και στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που συνιστά το κορυφαίο δρώμενο του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Συνακόλουθα, δένει συνειρμικά και με την καινοφανή ρήση του Ναζωραίου: «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα»! Αλλά και μ’ αυτό που δια του βυζαντινού μέλους προφέρεται παρεμφερώς το εσπέρας της Μεγάλης Τετάρτης: «Μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε· εγώ γαρ ειμί, της ζωής η άμπελος»! Ως προς το θέμα της αμπέλου, η σεβαστή ηθοποιός μας Άννα Συνοδινού θα καταθέσει για τον Χρ. Γαρουφαλή: «…Με την άμπελο ο καλλιτέχνης συνεχίζει την σχέση του με τα Σύμβολα. Σε προηγούμενες ενότητες είδαμε την περιστερά, τα κεραμίδια κάποιας παλιάς στέγης, θυρόφυλλα της προγονικής οικίας, σφαλιστά ή ερειπωμένα να αναζητούν την ιστόρησή τους. Τώρα ζωντανεύει και μνήμες του ελληνότροφου γεύματος με σταφύλι μαύρο, άσπρο, κόκκινο, όλων των γεύσεων…». Ειρήσθω εν παρόδω ότι το 2005 κυκλοφόρησε από τα ΕΛ.ΤΑ. η αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων «Άμπελος – Οίνος», που τίμησε τον Γαρουφαλή με αποκλειστική επιλογή έργων του με θεματικό άξονα το σταφύλι.  Συν τοις άλλοις, η παρουσία του περιστεριού συμβολοποιεί την αγνότητα των προθέσεων, την καθαρότητα των λογισμών, την προσπάθεια αποφυγής «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», όπως την επαγγέλλεται η πατερική θεολογία. Αλλά και την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος που «ωσεί περιστερά» επενέργησε κατά τα Θεοφάνεια. Η Ντόρα Ηλιοπούλου – Ρογκάν (Δρ. ιστορικός της τέχνης – τεχνοκριτικός) θα σημειώσει: «Ένα περιστέρι, μια νεκρή φύση, ένα ευτελές αντικείμενο, μια μορφή, υποβάλλουν μέσα στη λιτότητα των μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί και κυρίως μέσα από την αμεσότητα που τις χαρακτηρίζει. 

Αμεσότητα που μιλά και απευθύνεται κατευθείαν στον ψυχισμό μας. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που κατέχει πολύ καλά τα μυστικά ενός καλού μετιέ και κυρίως μιας απόλυτης προσήλωσης στο εκάστοτε ερέθισμά του…».

Απόταξη του περιττού και καθιέρωση

Ας θυμίσουμε εδώ ότι ο Κ. Παλαμάς στον ύμνο του προς τον Παρθενώνα στη «Φλογέρα του βασιλιά» παρουσιάζει την Τέχνη σαν ποτάμι (καταφύγιο) που Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά, που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του, νά ’ρχεται στο ποτάμι της Ομορφιάς να λούζεται…

Κι όλα τα μέχρι τούδε έργα του Χρ. Γαρουφαλή – που «επιβάλλονται με την ποιητική μορφή τους» (Χρύσ. Χρήστου, ακαδημαϊκός) – πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθούν πνευματικό καταφύγιο κι απαντοχή μέσα στους καιρούς «α-φιλίας», «α-σιτίας», «α-μουσίας» και «αμνησίας» που διανύουμε. Υπό αυτή την οπτική μπορούμε ν’ αποκρυπτογραφήσουμε τις φράσεις του Γ. Σεφέρη: «Ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου». Προς τούτο, ο Γαρουφαλής επιζητεί σ’ όλα του τα πονήματα το ν’ αποτάσσεται κάθε ανούσιο και περιττό, εσωτερικοποιώντας επιμόνως την ουσιώδη πλευρά της ζωής, έστω κι αν κάποτε την «ψαχουλεύει» με ιεροπρέπεια σε μικροαντικείμενα – μνημονικά αλλοτινής γνησιότητας. Οριοθετώντας αυτή του την επιλογή, η ιστορικός της τέχνης Αθηνά Σχινά θα είναι κατηγορηματική: «Μέσα από τα ίχνη της σκιάς, των χοϊκών χρωμάτων και της θαλπωρής, ο Χρήστος Γαρουφαλής προσκαλεί τον θεατή στην παραμυθία μιας αλλοτινής ηθικής και των συναφών αξιών της, που παρά τις αντίξοες συνθήκες, επιμένουν ακόμα να υπάρχουν, για όσους τις επιζητούν…»

Έχοντας παρουσιάσει μέχρι τώρα 10 ατομικές εκθέσεις κι έχοντας συμμετάσχει σε περίπου 50 ομαδικές σε Ελλάδα, Κύπρο, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Η.Π.Α., εξακτίνωσε αυτή την αυθεντική διαδρομή και στα 4 σημεία του ορίζοντα. Η υποδοχή της κριτικής υπήρξε εντοπίως και διεθνώς θερμότατη, κατατάσσοντάς τον ανυπερθέτως στην ομάδα των νεο-παραστατικών ζωγράφων! Από δε το 2003 υπηρετεί αόκνως στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο, ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εικαστικό Εργαστήρι του Δήμου.

Ας αφήσουμε, εν κατακλείδι, το σοφό δάσκαλο –και εν φιλολόγοις κορυφαίο–Κώστα Τριανταφυλλίδη, ν’ αποτιμήσει ευστόχως το εικαστικό επίτευγμα του Χρ. Γαρουφαλή: «…Αλλά και τούτο είναι κατάκτηση του καλλιτέχνη και δείγμα της εικαστικής του ωριμότητας: οι φόρμες του τείνουν προς τα μέσα. Μια συνεχής αφαίρεση του περιττού καθιστούν τη ζωγραφική του επίμονη αναζήτηση του καίριου και του ουσιώδους (παράλληλα προς την υιοθέτηση των μικρών επιφανειών και τη «μικρογραφική» διαπραγμάτευση των θεμάτων)…».

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto-Πολιτική Πολιτισμός τχ. 35, σελ. 39-42.

πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ