Η φροϋδική ψυχανάλυση κυριάρχησε τον 20ο αιώνα, παρότι σήμερα γνωρίζει μια κάμψη (η γνωστική-συμπεριφορική θεωρία έχει σήμερα π.χ. πολύ μεγαλύτερη διάδοση). Ωστόσο, οι μόνοι που ξέχασαν εντελώς τον Φρόυντ είναι μάλλον οι ίδιοι οι ψυχολόγοι – οι υπόλοιποι υπηρέτες των ανθρωπιστικών επιστήμων εμπνέονται ακόμη από τον φροϋδισμό και με αυτόν συνδιαλέγονται ακόμη στα γραπτά τους. Πρόκειται για μια παραδοξότητα.
Όπως και να είναι, έχει νόημα ακόμη να ρωτήσουμε: «είχε δίκιο ο Φρόυντ;». Τι έχει να πει η πατερική θεολογία για τη σκέψη του; Ως γνωστόν, ο Φρόυντ έβλεπε ως κυρίαρχο στοιχείο στον άνθρωπο την σεξουαλικότητα, με τέτοιον τρόπο μάλιστα που τον διαχωρίζει πλήρως από όλα τα υπόλοιπα ζώα. Και υπάρχει μια λέξη, κυρίαρχη στο έργο του, η οποία προνομιοποιεί αυτό το στοιχείο στον άνθρωπο, μια λέξη που σημαίνει και σημαίνεται από την σεξουαλικότητα, την δείχνει αλλά μαζί και την ξεπερνά, την ορίζει αλλά μαζί και την κάνει εντελώς διάχυτη, ανέγγιχτη από το πνεύμα αλλά και απίστευτα κοντά σε αυτό. Ειναι η «libido», λίμπιντο, μια λέξη που κακώς μεταφράζεται σε «επιθυμία», γιατί στην πραγματικότητα έχει στον βιεννέζο ψυχαναλυτή μια εντελώς ιδιαίτερη έννοια. Μπορεί στην αρχή να ορίζουμε την λίμπιντο ως «σεξουαλική κίνηση του ατόμου, επιθυμία για σεξουαλική δραστηριότητα», ωστόσο δεν συμπίπτει καθόλου με αυτή καθαυτήν τη σεξουαλική δραστηριότητα. Ειναι μια «ερωτική ορμή ή τάση, πόθος που σχετίζεται με το γενετήσιο ένστικτο», όπου εδώ ο όρος «ορμή» έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Ο Φρόυντ δεν εννοεί μια καθαρά σωματική ορμή, όπως π.χ. η ανάγκη να αναζητήσει κανείς τροφή και η συνακόλουθη ηδονή που παρέχει ένα εύγεστο έδεσμα. Εδώ ο όρος «ορμή» υπονοεί μια απίστευτα δυνατή πνευματική κίνηση του όλου ανθρώπου, που στρέφεται προς ένα άλλο πρόσωπο και το διεκδικεί – το μεταβάλλει τελικά σε σεξουαλικό αντικείμενο. Και υπάρχει μια ένταση μεταξύ του «σεξουαλικού» και του ερωτικού- το ένα παραπέμπει στο άλλο, τρέφεται από το άλλο, αλλά και υπονομεύει το άλλο. Αν το σεξουαλικό ειναι κυρίως στοιχείο του σώματος, το ερωτικό ειναι στοιχείο του πνεύματος, για τούτο και μεταξύ τους επισυμβαίνουν ατελείωτες μάχες. Η ίδια πάντως η έννοια της ορμής ειναι πιο δυνατή από την απόλαυση, για τούτο και παρατηρούμε ότι δραστηριότητες και ενέργειες που πριν τον Φρόυντ δεν είχαν απολύτως καμιά σύνδεση με την σεξουαλικότητα, κατόπιν θεωρήθηκαν «ερωτικές». Για παράδειγμα, ο θηλασμός θεωρείται πια μια πολύ πρώιμη μορφή σεξουαλικότητας και η μητέρα το πρώτο ερωτικό αντικείμενο, ενώ παρομοίως σεξουαλικές δραστηριότητες θεωρούνται ο πρώιμος αυτοερωτισμός και ναρκισσισμός του νηπίου (που φθάνει σε μια τιθάσευση μέσω του ελέγχου της ούρησης και της αφόδευσης). Κατόπιν, και ενώ το νήπιο ανακαλύπτει τον ερεθισμό της γενετήσιας περιοχής, έρχεται το άγχος του ευνουχισμού που κυριαρχεί στον ψυχισμό του.
Τι είναι λοιπόν τελικά η λίμπιντο, αν συμπεριλαμβάνει τον θηλασμό, και τι ειναι ο θηλασμός, αν η μητέρα γίνεται το πρώτο ερωτικό αντικείμενο; Πρόκειται για μια καθαρά σωματική κατηγορία, όπως θα περίμενε κανείς αν ο Φρόυντ όριζε ως λίμπιντο μόνο την σαρκική ένωση; Η μήπως πρόκειται για μια ηδονή του «πνεύματος», αν στρέφεται προς τον άλλον με μια τρομερή ορμή και τον διεκδικεί ως «αντικείμενο», ως ολότητα, καθώς το βρέφος θέλει τα πάντα δικά του; Και ποιο μπορεί να ειναι αυτό το «πνεύμα», εφόσον το βρέφος δεν έχει αναπτύξει καθόλου την συνείδησή του, δεν έχει ακόμη λογικότητα; Και τι ειναι αυτό που, δίχως ένα συγκροτημένο πνεύμα και μια διαμορφωμένη συνείδηση, μπορεί να έχει «ορμή»; Δεν θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τη λέξη «ορμή» ως ένστικτο, όπως συμβαίνει στα ζώα, γιατί, αν το πράτταμε αυτό, θα στερούσαμε από την λίμπιντο το δυναμισμό της. Μεταξύ των πολλών ενστίκτων υπάρχει στα ζώα και αυτό της αναπαραγωγής, αλλά δεν έχει αναπτυχθεί εκεί καμιά λιβιδινική επιθυμία, ούτε υπάρχει «ορμή», με την έννοια που υφίσταται στον άνθρωπο.
Η λίμπιντο έχει ευμετάβλητο, εύπλαστο και «ιξώδη» χαρακτήρα. Δεν είναι φτιαγμένη στην πραγματικότητα για το κανονικό- εφόσον για τον Φρόυντ δεν υπάρχει στ’ αλήθεια κάτι που να ονομάζεται «αγάπη». Ο Φρόυντ δεν πίστευε σ’ αυτήν. Και η λίμπιντο, λόγω του ιξώδους χαρακτήρα της, είναι φτιαγμένη για το πέραν του κανονικού: συνεπάγεται μετατοπίσεις, μετασχηματισμούς, προσκολλήσεις, είναι κάτι που γι’ αυτό διαφοροποιείται από την έννοια της αυτοσυντήρησης αλλά και τις ορμές του Εγώ. Υπάρχει ευθύς εξαρχής με την γέννηση του ανθρώπου, τον περιπαίζει και τον περιγελά. Από τον αυτοερωτισμό μεταπηδά στον θηλασμό, από τον θηλασμό ως σωματική απόλαυση μεταπηδά στην μητέρα ως πρόσωπο και ανοίγει μια παράξενη διυποκειμενικότητα, γίνεται ξανά ερωτικός ναρκισσισμός, το ίδιο το σώμα καταντά ερωτικό αντικείμενο, μεταπηδά στον πρωκτό και κατευνάζεται στο στάδιο του αυτοελέγχου της ούρησης και της αφόδευσης, ενώ κατόπιν, ο φόβος του ευνουχισμού κολάζει το φαλλικό στάδιο.
Το βέβαιο είναι με όλα αυτά ότι δίνεται ιδιαίτερη σημασία στον όρο «ηδονή», ή μαλλον σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ηδονής, που δεν ξέρει κανείς καλά καλά πώς να την ονομάσει (καθώς ουσία της είναι να μεταπηδά και να συγκρατείται επιστρέφοντας πάλι και πάλι), ενώ το ίδιο ασαφής είναι και ο όρος «σεξουαλικότητα», καθώς ελέγχεται από την ιξώδη λίμπιντο και φθάνει τελικά να μεταμορφωθεί σε μια επίσης ρευστή και διάχυτη δραστηριότητα, μέρος της οποίας είναι και η επιθετικότητα. Η επιθετικότητα, αυτή η άλλη μορφή, η βία εντός της σεξουαλικότητας, υπάρχει εξαρχής, για να μπορεί να μεταμορφώνει το ίδιο το σώμα μας σε αντικείμενο, έπειτα το σώμα του άλλου, για να παραμερίζει πιθανούς ανταγωνιστές, για να κάνει τέλος κρυφές συμφωνίες και μυστικές συνθήκες.
Η λίμπιντο είναι φτιαγμένη για να κρύβεται, επαναλαμβάνουμε. Αν το γενετήσιο ένστικτο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί -και τι ακριβώς σημαίνει γενετήσια ικανοποίηση στο νήπιο ειναι ένα ζητούμενο- μπορεί να βρει διέξοδο για να εκφραστεί. Είναι πιο σημαντική από την ίδια την σεξουαλικότητα η δυνατότητα ακριβώς που έχει να διοχετεύεται όπου βρει- και βρίσκει στις νοητικές διεξόδους. Δεν πρόκειται για κάτι τόσο παράδοξο, αν σκεφθούμε ότι η ίδια η λίμπιντο έχει κάτι το μυστηριωδώς «πνευματικό». Ιδού λοιπόν που διοχετεύεται στα όνειρα- και ευτυχώς που υπάρχουν τα όνειρα, πάντα φυσικά στην υπηρεσία της λίμπιντο. Στην «Ερμηνευτική των Ονείρων» ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι όταν οι προσδοκίες της λίμπιντο δεν βρίσκουν ικανοποίηση μέσω της γενετήσιας λειτουργίας, τότε ανακουφίζεται κανείς με μια φανταστική εκπλήρωση επιθυμιών, με τα όνειρα- που είναι , ναι, νοητική διέξοδος. Τα όνειρα ειναι μεταμφιεσμένη έκφραση εκπλήρωσης επιθυμιών. Είναι παράξενο που αυτό που δεν μπορεί να κάνει το συνειδητό, το λογικό - το οποίο και θεωρούμε συνήθως ως το κατεξοχήν στοιχείο θεμελίωσης της ανθρώπινης ευταξίας και αρμονικής κανονικότητας-, το κάνει το ασυνείδητο διά των ονείρων. Τα όνειρα δεν μιλούν κατευθείαν για την πληγή, εφευρίσκουν μία ιστορία. Το παράξενο με τα όνειρα, και εν γένει το ασυνείδητο, είναι ότι ξέρουν ακριβώς ποιες είναι οι απωθημένες και καταπιεσμένες επιθυμίες μας, αυτές που μας κάνουν να νιώθουμε δυστυχισμένοι και γεννούν την νεύρωση, και κατόπιν φέρνουν την ίαση- γιατί τα όνειρα φροντίζουν, προκειμένου να έχουμε καλό κατά τα δυνατόν ύπνο, να μας παρουσιάζουν τις απωθημένες επιθυμίες ως ικανοποιηθείσες.
Μέσα από τα όνειρα, αλλά όχι μόνο από αυτά, φθάνουμε να μάθουμε καλύτερα τι σημαίνει «απώθηση», τι θα πει «ασυνείδητο». Το λοιπόν, μπορούμε να έχουμε τάσεις και αισθήματα και επιθυμίες που αποτελούν κίνητρα για τις πράξεις μας και που ωστόσο δεν έχουμε την επίγνωσή τους. Κάνουμε λάθος αν νομίζουμε ότι το λογικό μας εποπτεύει και ενορά το εσωτερικό μας στην ολότητά του - μέσα μας ως επί το πλείστον υπάρχει το άγνωστο. Οι απωθημένες επιθυμίες ονομάζονται ασυνείδητες, όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε να έχουμε επίγνωση αυτών, αλλά επιπλέον γιατί ένας πολύ ισχυρός «έλεγχος» μας προστατεύει από το να αποκτήσουμε την επίγνωση αυτή. Τα σπουδαιότερα κίνητρα που απωθούμε πολλές επιθυμίες σχετίζονται κυρίως με το φόβο μη διαταραχθούν οι σχέσεις με τους γονείς μας ή φίλους μας. Αν φθάναμε να γνωρίζαμε αυτές τις επιθυμίες, θα νιώθαμε ένοχοι ή θα φοβόμαστε μήπως τιμωρηθούμε. Γι’ αυτό και βγαίνουν μασκαρεμένες στα όνειρα - αλλα και φυσικά στις νευρώσεις. Το σημαντικό με όλα αυτά είναι, όπως έχει παρατηρηθεί ήδη από τον Βιτγκενστάιν, ότι το ασυνείδητο λειτουργεί τελικά σαν το τέλειο λογικό - απλώς υπάρχει μια μετάθεση της λογικότητας στον Φρόυντ από το συνειδητό στο ασυνείδητο. Ο ίδιος ο χώρος του ασυνειδήτου, ως του σύμπαντος των απωθημένων επιθυμιών, δηλαδή της απαγορευθείσας και μη ικανοποιηθείσας μυστηριώδους λίμπιντο, έξαφνα γίνεται ο γνωστός χώρος των ανθρωπίνων παθών: εχθρεύομαι κάποιον, και γι’ αυτό τον βλέπω να πεθαίνει, είμαι φιλόδοξος και βλέπω τον εαυτό μου διάσημο, είμαι μνησίκακος και παίρνω εκδίκηση ονειρευμένος ένα στραβοπάτημα του άλλου. Όλη αυτή η γνωστή ηθική, ο ηθικός κόσμος της Δύσης, τα σαιξπηρικά πάθη που μιλούν φανερά, στον Φρόυντ υπάρχουν αληθινά αλλά μόνο στο ασυνείδητο. Ως πού φθάνει η ηθικότητα του ασυνειδήτου; Απλώς με το να αναγνωρίζει τα πάθη. Ωστόσο, όπως είπε ο Βιτγκενστάιν, αν τελικά το ασυνείδητο ειναι λογική, ποιος ο λογος να μην αναγνωρίσουμε ευθύς εξαρχής την σημασία της λογικής και της συνειδητότητας; Γιατί να φθάσει η λογική να σημαίνει κάτι κακό;
************
Πριν και από την λίμπιντο, υπάρχει στον φροϋδισμό η αρχή της ηδονής. Θα έλεγε κανείς ότι το νήπιο είναι μια μηχανή προορισμένη να γεννά ηδονή, ενώ η ηδονή χρειάζεται το νήπιο για να κατισχύσει ως πανσθενουργός δύναμη στον κόσμο. Δεν θα έπρεπε άραγε να καταστεί το νήπιο ικανό να βιώσει τον πόνο, να ζήσει στην συμ-πάθεια; Όχι. Εξορισμού, το μόνο που κυνηγά το νεογνό είναι η ηδονή, γι’ αυτό και η διυποκειμενικότητά του είναι, αν μη τι άλλο , παράδοξη. Κανονικά, θα έπρεπε να υπήρχε μια πρόωρη ικανότητα να ενορά κανείς το πρόσωπο του άλλου, να έχει μια νοερή στροφή προς αυτό, μια σχεδόν υπαρξιστικού τύπου εκ-στατικότητα. Αλλά παραδόξως, τέτοια εκ-στατικότητα δεν υφίσταται. Και είναι παράδοξο που δίχως αυτήν μπορεί το βρέφος να αντλεί ηδονή - πάνω που πιστέψαμε ότι η λίμπιντο μας υποσχόταν πολλά, θα ήταν μια, ας πούμε την λέξη, «χαρά» της συνάντησης του άλλου, η ευδαιμονία της πρώτης αυγής μαζί με ένα «εσυ», η αρχή της ηδονής έρχεται να μας προσγειώσει ανώμαλα. Και τι είναι αυτή η ηδονή; Πρόκειται για απλή σωματική ηδονή; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο, γιατί τότε η πλημμύρα της σωματικής ηδονής, από τα αγκαλιάσματα, τα φιλιά και τα χάδια της μητέρας προς το μωρό της, απλά θα κατέπνιγαν στην πλησμονή τους την προσωπικότητα που πάει να δημιουργηθεί. Πρόκειται άραγε για μια πνευματική ηδονή; Μα ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί το πνεύμα του νεογνού, για να ειναι πνευματική αυτή η ηδονή. Εξάλλου, η «ηδονή» δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει και τα ζώα: δεν λέμε ότι ο σκύλος αντλεί ηδονή από την τροφή του ή κάτι άλλο παρόμοιο σαν αυτό. Αντλεί ευχαρίστηση.
Από νωρίς μέσα στον φροϋδισμό φαίνεται σαν αυτή η λέξη, «ηδονή», να κρύβει μέσα της την χαρά του απαγορευμένου. Ειναι δύσκολο να ιχνηλατήσουμε την πορεία της απαγόρευσης στη Δύση, φαίνεται όμως ότι ηδονή είναι να παραβαίνεις τον νόμο. Ο Φρόυντ ήταν ένας εβραίος, μεγαλωμένος μέσα στην χριστιανοσύνη της Δύσης. Η δυτική αυτή χριστιανοσύνη είχε ήδη απαγορεύσει τις αισθητές «ηδονές» και ο Μεσαίωνας κύλησε μέσα σε ένα κλίμα ασκητικής αυστηροσύνης και απάρνησης της σάρκας εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας. Από την άλλη, ως (ασύνειδα) Ιουδαίος, ο Φρόυντ ήξερε την δύναμη του νόμου: δημιουργεί, όπως λέγει και ο Απόστολος Παύλος, την επιθυμία. Και η έσχατη ηδονή για την νεωτερικότητα, που δεν κατάλαβε και πολλά από τον κόσμο της «άκτιστης χάριτος» της παλαμικής θεολογίας, είναι να παραβαίνεις τον νόμο. Ο διάβολος ψιθύρισε στο αυτί του Αδάμ και της Εύας ότι αν φάνε τον απαγορευμένο καρπό, θα γίνουν «ωσεί θεοί». Και αυτοί υπέκυψαν. Και ο Φρόυντ υποκύπτει ξανά. Με την αρχή της ηδονής απλά προσπαθεί να πολεμήσει την θρησκευτικότητα.
Υπάρχει η ηδονή, υπάρχει όμως και η δυνατότητα συγκράτησής της, γιατί αν η ηδονή ικανοποιηθεί, τότε πράγματι θα γίνει κανείς, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, «θεός ή θηρίο». Όντας παντοδύναμος, έχοντας δοκιμάσει και πάρει όλη την ηδονή που του ανήκει - και πόση ειναι αυτή;- ο μικρός αυτός θεός θα ξεφουσκώσει μέσα στον ίδιο τον ναρκισσισμό του. Για τούτο, τρομαγμένος ο Φρόυντ, που δεν ήθελε αυτό το βούλιαγμα στην α-νοησία της ονειροπόλησης, εφηύρε την ανθρωποποίηση ως αυτοσυγκράτηση. Το νήπιο θέλει να κοιμηθεί με την μητέρα του, ωστόσο υπάρχει ο τρομαχτικός πατέρας, που απειλεί με ευνουχισμό το παιδί. Αλλά ευτυχώς, αυτή η σύγκρουση δεν ειναι ανελέητη. Μπορεί κανείς, ταυτιζόμενος με τον πατέρα, να επιλύσει επιτυχώς το οιδιπόδειο. Τότε και θα νιώθει ντροπή το νήπιο πια να περιφέρεται γυμνό μπροστά στους οικογενειακούς φίλους και δεν θα κάνει βήμα χωρίς την πιτζάμα του. Η ηθική ευσυνειδησία γεννιέται, η οποία και το εμποδίζει πια να εκδηλώνει τις σεξουαλικές επιθυμίες του. Το παιδί μαθαίνει πως οι επιθυμίες αυτές δεν μπορούν να εκδηλώνονται πάντα ανοιχτά ούτε να πραγματοποιούνται όλες τις φορές. Αλλά όλα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν στα όνειρα, ή, αν δεν λυθούν επιτυχώς, στην νεύρωση. Και πάλι το ασυνείδητο δουλεύει καλά και επιλύει την σύγκρουση, αν και τα συναισθήματα φθόνου ή ζήλειας για τον πατέρα, οπωσδήποτε τιθασευμένα, αναταράζουν καμιά φορά τον ύπνο των ενηλίκων.
Και μέσα σε όλα αυτά έρχεται ο πολιτισμός. Ο Φρόυντ χρησιμοποιεί την λέξη «μετουσίωση» για να εκφράσει το ότι οι παρορμήσεις βιολογικής προέλευσης- δυστυχώς δεν δώσαμε έμφαση στο αντίπαλο δέος της αρχής της ηδονής, την ορμή για επιθετικότητα, που είναι απίστευτα σθεναρή- εκφράζονται με έναν τρόπο που είναι κοινωνικά αποδεκτός. Είναι μια διεργασία ανώτερης τάξης, μέσω της οποίας τίθενται τα όρια ανάμεσα στο Εγώ ή στο Υπερεγώ και το Εκείνο. Είναι ασφαλώς πολύ παράξενο που αυτές οι παντοδύναμες ενορμήσεις, η λίμπιντο και η επιθετικότητα, διοχετεύονται σε κανάλια που ειναι προσωπικά και κοινωνικά αποδεκτά, που καταλήγουν σε συμπεριφορές οι οποίες και ευεργετούν το κοινωνικό σύνολο. Το απαγορευμένο «μετουσιώνεται» σε κάτι που είναι κοινωνικά ή πολιτισμικά αποδεκτό - φθάνει να οδηγήσει και στην σύλληψη των μεγάλων έργων τέχνης. Το απωθημένο μίσος, ναι, γίνεται αιτία δημιουργίας αριστουργηματικών πινάκων, που απολαμβάνει να βλέπει το μάτι, ο Μπετόβεν μετουσιώνει την επιδειξιομανία του δίνοντας μεγαλειώδεις παραστάσεις κλασικής μουσικής, και ο κακόβουλος, όλο μίσος δικηγόρος για τον αντίδικο, στην πραγματικότητα δολοφονεί τον φανταστικό εχθρό του. Πώς γίνεται αυτή η ιξώδης αρχή της λίμπιντο και η συνακόλουθη βία του νεογνού, που ζηλεύει και φθονεί τα πάντα, να καταλήγει στη μουσική του ιδιοφυούς σύνθετη πριν το χειροκρότημα; Υπάρχει ένα κρυφό, διαφορετικής μορφής πνεύμα, μέσα στο «πνεύμα» της μετουσίωσης; Ο κόσμος του πνεύματος, των μεγαλειωδών συλλήψεων και των μεγάλων αριστουργημάτων, πώς μπορεί να συνυπάρχει δίπλα στη μεταμφιεσμένη δίψα για ηδονή και βία; Γι’ αυτό το κρυφό, δεύτερο πνεύμα, το κατεξοχήν πνεύμα, ο Φρόυντ δεν έχει να απαντήσει τίποτε. Ειναι ο κόσμος της «λογικής». Άραγε της τυπικής λογικής; Της ικανότητας να παρακολουθώ από την αρχή ως το τέλος ένα επιχείρημα; Τι είναι τελικά η λογική, την οποία στο κάτω κάτω ξεπερνά σε λογικότητα το ασυνείδητο; Εκείνο μπορεί και επισκοπεί τα πάντα. Με τον Φρόυντ τα φανερά έγιναν κρυφά και τα κρυφά προσπαθούν να μείνουν και αυτά κρυμμένα. Αλλα, όπως λέγει και το Ευαγγέλιο, «δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που να μην γίνει φανερό». Όλα θα έλθουν στο φως της ημέρας.
Εν ολίγοις, εν αρχή ην η σεξουαλικότητα. Η μήπως η λίμπιντο και η βία; Η μήπως ο πολιτισμός, ο οποίος και δυστυχώς σε κάτι διαφεύγει από την μετουσίωση; Τι τελικά ειναι ο άνθρωπος; Όλα αυτά τα ερωτήματα μένουν ακόμη μετέωρα.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η οικογένεια του αρλεκίνου", 1905) είναι έργο του Πάμπλο Πικάσο.
Ο αγ. Μάξιμος αναφέρει πιο πληρέστερα τι γίνεται με αυτά τα θέματα.
Κυριε Ιωαννου πολυ ωραιο το αρθρο σας. Δεν διαβασα το δευτερο μερος και ισως θα επρεπε πριν γραψω. Παρολαυτα αν δεν κανω λαθος το ασυνειδητο κατα Φρουντ ειναι αλογο. Θα μπορουσαμε να το παρομοιωσουμε πολυ ωραια ισως με το Αυτο του Φρουντ, που θελει και τον σκυλο χορτατο και την πιτα γεματη. Το οτι θεωρειτε λογικη το να διαχειριστει τις επιθυμιες τ (λογικες ή αλογες) μεσω του ονειρου δεν αναιρει το παραλογο του. Επι της ουσιας (αν κανω λαθος συγχωρεστε με) το ασυνειδητο συνεργαζετε με το Εγω στα ονειρα, αφου σκοπος του ονειρου ειναι να ικανοποιηθει το Εγω. Ισως να δανειζετε, ας πουμε, την λογικη λειτουργια του.