Δoύλος – Μισθωτός – Φίλος

(Σημειώσεις ελληνορθόδοξης ανθρωπολογίας)

9
681

Οι άνθρωποι όταν «κάνουν το καλό» κατευθύνονται από διάφορα ψυχικά «κίνητρα». Ανάλογα με τα «κίνητρά» τους η ελληνορθόδοξη παράδοση τους διακρίνει σε τύπους ή «τάξεις».

Στην πρώτη τάξη τοποθετεί αυτόν που κάνει το καλό από φόβο. Στην δεύτερη εκείνον που κάνει το καλό επειδή θα αμειφθεί. Στην τρίτη τάξη βάζει εκείνον που κάνει το καλό από αγάπη. Δούλος, Μισθωτός, Φίλος είναι τα ονόματά τους.

Ας εξετάσουμε το ερώτημα: τι είδους κοινωνία αντιστοιχεί στον καθένα από τους τρεις αυτούς τύπους; Το ερώτημα είναι νόμιμο διότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, «ζώον πολιτικόν», το δε νόημα του «καλού» επίσης κοινωνικό.

Πρόταση: Ο Δούλος φτιάχνει κολεκτιβιστική-δουλοκτητική κοινωνία, ο Μισθωτός ατομοκεντρική κοινωνία περιορισμένης ελευθερίας και ο Φίλος μια κοινωνία προσωποκεντρική με καθολική την ελευθερία.

1. – Ο Δούλος

«Κάνω το καλό» σημαίνει εδώ: κάνω ό,τι συμβάλλει στην αναπαραγωγή και ανάπτυξη του κολεκτιβιστικού κοινωνικού συστήματος στο οποίο ανήκω.

Η κολεκτιβιστική θέσμιση έχει τη δομή πυραμίδας. Στην κορυφή ο Δεσπότης, παρακάτω οι μικρότεροι δεσπότες. Αυτοί είναι δούλοι προς τα πάνω και δεσπότες προς τα κάτω. Στη βάση έχουμε τον όχλο των πολύ μικρών δούλων-υπηκόων. Στο σπίτι τους όμως αυτοί οι μικροί δούλοι ήταν κανονικοί δεσπότες, με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Τον κολεκτιβιστικό τύπο τον ορίζει ο φόβος. Ο φόβος συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη βία. Δεδομένου όμως ότι ο Δούλος είναι ιανόμορφος, -προς τα πάνω δούλος και προς τα κάτω δεσπότης,- ο φόβος έχει δύο όψεις: την αυτοσυντηρητική και την αυθυπερβατική. Τρόμος απέναντι στον Δεσπότη, ο οποίος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω του. Σεβασμός, λατρεία και αφοσίωση στο πρόσωπό του. Αυτοθυσία για τα σύμβολα της Δεσποτείας του.

Μη όντας ιδιοκτήτης του εαυτού του ο Δούλος δεν έχει εξωτερική ελευθερία. Καθώς όμως είναι προς τα κάτω δεσπότης έχει την «ελευθερία» του τυράννου: να κάνει «ό,τι θέλει» στους υποτελείς του. Η θέλησή του πρέπει βέβαια να υπακούει στη θέληση του μονάρχη. Έχει όμως περιθώρια αυθαιρεσίας. Γι’ αυτό οι κρατικές δεσποτείες απειλούνται μονίμως από τη διάσπαση σε ιδιωτικές/φεουδαλικές δεσποτείες.

Στους εξελιγμένους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς η περιστολή της απειλητικής αυθαιρεσίας του δούλου παράγει την επέκταση της κανονιστικής-νομικής περιπτωσιολογίας μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της συμπεριφοράς (παράδειγμα: το εβραϊκό τυπικό και η παραδοσιακή κινεζική εθιμοτυπία).

1.1 Το κολεκτιβιστικό αυθυπερβατικό Εγώ.

Ο ιππότης κι ο σαμουράϊ είναι έτοιμοι να πεθάνουν για τον Αφέντη τους. Ο εθνικοσοσιαλιστής οπαδός για τον Χίτλερ. Και ο κομμουνιστής για τον Στάλιν. Η τελευταία πνοή του σκληροτράχηλου μπολσεβίκου επαναστάτη των δικών της Μόσχας, όταν ντουφεκίζεται κατ’ εντολήν του Στάλιν, είναι «ζήτω ο Στάλιν»!

Έχουν «ταυτοποιητικό Εγώ». Είναι το άθραυστο γρανάζι στη γιγάντια κολεκτιβιστική ανθρωπομηχανή. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν αντιπροσωπεύουν τη μοντέρνα κολεκτιβιστική μετάλλαξη του νεωτερικού «ανθρωποθεού». Ενσαρκώνουν τον συλλογικό Υπεράνθρωπο, η λατρεία του οποίου παρήγαγε το «ταυτοποιητικό Εγώ» των αυθυπερβατικών αυτών θηρίων κατά τον 20ο αιώνα.

Παραδόξως η αυθυπερβατική σχέση του SS με τον Φύρερ, ή του κομμουνιστή απαράτσικ με τον Πατερούλη των Λαών και τον Μεγάλο Τιμονιέρη, ονομάστηκε «προσωπολατρία», λες και η ανθρωποειδής φιγούρα στην κορυφή της μαζικής κρεατομηχανής μπορεί να είναι Πρόσωπο.

Βεβαίως το μοντέρνο κολεκτιβιστικό παράδειγμα, μέσω του οποίου καταποντίστηκε η ευρωπαϊκή κοσμοκρατορία, υπήρξε η βραχύβια εκτρωματική υποστροφή ενός ατομοκεντρικού πολιτισμού. Δεν είναι ο κανονικός κολεκτιβισμός, ασιατικού τύπου, που διαρκεί χιλιάδες χρόνια.

1.2 Βία και αυθεντία.

Αν η κολεκτιβιστική πυραμίδα έχει την απίστευτη σταθερότητα που μας δείχνει η παγκόσμια ιστορία, είναι γιατί στηρίζεται σε δυο παράλληλες αλλά συμπληρωματικές δυνάμεις: τη βία και την αυθεντία.

Ή κολεκτιβιστική νομιμότητα επιβάλλεται στην αρχή με πολύ σκληρή τρομοκρατία. Για τους «νομικιστές» της αρχαίας Κίνας είναι αυτονόητο ότι αν θέλεις να τηρούνται οι νόμοι χωρίς καταναγκασμό, πρέπει η αρχική επιβολή τους να γίνει με τη μέγιστη δυνατή τρομοκρατία. Μας το λέει ρητά Το βιβλίο του ηγεμόνα Σιαγκ (Μετάφραση Χρ. Καφτεράνη. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.)

Μας το λέει επίσης η Παλιά Διαθήκη: Ο Μωϋσής κατεβαίνοντας από το όρος Σινά και βλέποντας ότι ο λαός του είχε κιόλας οπισθοδρομήσει στη λατρεία του χρυσού μόσχου, με τις ευλογίες μάλιστα του αρχιερέα αδελφού του Ααρών, τσάκισε από το θυμό του τις θεόγραφες πλάκες του Νόμου. Αντί όμως να τσακίσει και τις δεύτερες πλάκες, που κάθισε και έγραψε ο ίδιος, προτίμησε να τσακίσει το απείθαρχο φρόνημα των υπηκόων του, με μια τρομοκρατία που μόνο στο χιτλερικό και στο σταλινικό υπόδειγμα θα συναντήσουμε το ανάλογό της. Αλλά ας δώσουμε τον λόγο στη Βίβλο:

Ο Μωϋσής είδε ότι ο λαός είχε αφεθεί ελεύθερος και έκανε ό,τι ήθελε […] και φώναξε: «Όποιος είναι με τον Κύριο ας έρθει μαζί μου.» Συγκεντρώθηκαν λοιπόν κοντά του όλοι οι απόγονοι του Λευί. Ο Μωϋσής τους είπε: «Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, προστάζει να ζωστεί ο καθένας σας το σπαθί του, και να διασχίσετε το στρατόπεδο από τη μία είσοδο ως την άλλη και να σκοτώσετε ο καθένας τον αδελφό του, το φίλο του και το συγγενή του. Οι Λευίτες εκτέλεσαν τη διαταγή του Μωϋσή και θανατώθηκαν από τον λαό εκείνη τη μέρα τρεις χιλιάδες άντρες. Τότε ο Μωϋσής τους είπε: «Σήμερα τελέσατε την πράξη της καθιέρωσής σας στον Κύριο, αφού δεν διστάσατε να σκοτώσετε ο καθένας το γιο του και τον αδελφό του και ο Κύριος σας ευλόγησε» (Έξοδος, 27-29, σελ. 111. Η μετάφραση είναι της Βιβλικής Εταιρίας.)

Η αυθεντία είναι κάτι το ριζικά διαφορετικό. Ονομάζουμε έτσι την ιδιότητα, η οποία καθιστά την εντολή εφαρμόσιμη, δίχως να χρειάζεται απειλή βίας, αλλά και δίχως να χρειάζεται επιχειρήματα. Εφαρμόζω λ.χ. τις εντολές του γιατρού όχι γιατί τον φοβάμαι, ούτε γιατί αντιλαμβάνομαι τη διαγνωστική του δεινότητα, αλλά επειδή είναι «ειδήμων», εκπρόσωπος της «Ιατρικής».

Πίσω από την αυθεντία βρίσκεται το «θεϊκό» πρότυπο και οι «τρεις τελεστές της ταυτότητας» ως σχέσης με το πρότυπο: η πίστη, η μίμηση και η παράδοση.

Η κολεκτιβιστική αυθεντία πηγάζει από την κυρίαρχη θεοεικόνα και νομιμοποιεί την κολεκτιβιστική θέσμιση της αντιπαλότητας (όλοι εναντίον του αποκλίνοντος ενός), τη βάση της κολεκτιβιστικής ισχύος. Το θεϊκό πρότυπο βρίσκεται πάνω από την πυραμίδα. Η αυθεντία του κατεβαίνει στην πυραμίδα διερχόμενη πάντοτε δια του Μονάρχη. Κι αυτό διότι ο Μονάρχης είτε είναι ο ίδιος θεός είτε έχει μια προνομιακή σχέση με τον θεό: είναι παιδί του ή εκλεκτός του. Στην κολεκτιβιστική πυραμίδα η κρατική εξουσία είναι ενωμένη αδιάσπαστα με τη θρησκευτική εξουσία. Είναι ιερή. Η ενιαία πυραμιδική δόμηση της θρησκευτικής και της κρατικής θέσμισης είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κολεκτιβιστικών πολιτισμών.

Στην καθαρή του μορφή το μοντέλο ενσαρκώνεται από την κρατική δεσποτεία. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το καθεστώς της ιδιωτικής δεσποτείας (φεουδαρχίας). Ισχύει επίσης στη σύγχρονη συμπύκνωση όλων αυτών στον δεσποζόμενο χώρο της οικονομίας (τον χώρο της εξαρτημένης εργασίας). Η Επιχείρηση είναι μια κολεκτιβιστική πυραμίδα.

1.3 Η αναπαραγωγή του κολεκτιβισμού.

Η αναπαραγωγή της κολεκτιβιστικής πυραμίδας εξαρτάται από την αυθεντία της, επικουρούμενη από την κρατική συνδρομή.

Βέβαια μερικές φορές δεν χρειάζεται καν η παρεμβολή της κρατικής εξουσίας. Χάρη στην αυθεντία του Νόμου η εβραϊκή κολεκτιβιστική ταυτότητα αναπαράγεται επί αιώνες, χωρίς τη συνδρομή κρατικής βίας. Στην ινδική κοινωνία η δομή των καστών, η αυθεντικότερη ρατσιστική πυραμίδα στον κόσμο, αναπαράγεται αβίαστα, ακόμη και σήμερα, παρά τις αντίθετες προσπάθειες του ινδικού κράτους και της κυρίαρχης νεωτερικής παιδείας του.

Η αυθεντία της κολεκτιβιστικής νομιμότητας πηγάζει από την ικανότητά της να αποτρέπει την κατολίσθηση στην «κατάσταση μηδέν» και να εξουδετερώνει τις ατομοκεντρικές τάσεις. Το επιτυγχάνει με τη βοήθεια τριών μηχανισμών: του κρατικού, του θρησκευτικού και του μυστικιστικού. Οι δύο πρώτοι διασφαλίζουν την πυραμίδα από τον κίνδυνο της εσωτερικής κατάρρευσης. Ο τρίτος ασκεί προληπτική δράση πάνω στις εξατομικευτικές ροπές.

α) Ο κρατικός μηχανισμός συνεισφέρει διαχειριστική τεχνογνωσία: δημόσια έργα, άμυνα εναντίον των εξωτερικών λεηλατικών πιέσεων και τα μέσα καταναγκασμού για την τήρηση της νομιμότητας.

β) Ο θρησκευτικός μηχανισμός συνεισφέρει τις προληπτικές «κοινωνικο-θεραπευτικές» δυνατότητές του: Την τελετουργική εμπέδωση / εσωτερίκευση των θεμελιωδών απαγορεύσεων, μέσω της μαζικής λατρείας. Και την περιοδική εορταστική εκτόνωση των συσσωρευόμενων συγκρουσιακών φορτίων.

γ) Οι μυστικιστικοί μηχανισμοί είναι για τους λίγους που φτάνουν στο κατώφλι της εξατομίκευσης. Εγκλωβίζουν τις εξατομικευτικές τάσεις και τις παροχετεύουν σε εξωκοινωνική κατεύθυνση, όπου και δεν ενοχλούν το δεσποτικό περιβάλλον. Εκεί το άτομο υποβάλλεται σε μεταφυσική ευθανασία.

2.- Ο Μισθωτός

Ατομοκεντρικός είναι ο πολιτισμός, στον οποίο το ατομικό υποκείμενο είναι Πολίτης και όχι Υπήκοος. «Κάνω το καλό» σημαίνει εδώ: κάνω ό,τι συμβάλλει στην αναπαραγωγή και ανάπτυξη εκείνης της συλλογικότητας, εντός της οποίας είμαι ελεύθερος να κάνω «ό,τι θέλω».

Το «ό,τι θέλω» επιτυγχάνεται, φυσικά, μέσω του λαμβανόμενου «μισθού». Στην ελληνική περίπτωση ο «μισθός» είναι η απόλαυση της εν ισοτιμία κεκτημένης δημόσιας καταξίωσης. Στη νεωτερική περίπτωση είναι η απόλαυση της ιδιωτικής ευτυχίας.

Ενώ το ελληνικό Άτομο «ευτυχεί» όταν μετέχει ισότιμα στην πολιτική σκηνή των αδιαμεσολάβητων διαπροσωπικών σχέσεων, το νεωτερικό Άτομο «ευτυχεί» στον ιδιωτικό χώρο του. Την πολιτική συμμετοχή τη βλέπει σαν αγγαρεία. Μεταβιβάζει σε «αντιπροσώπους» τις πολιτικές ευθύνες του και διαμεσολαβεί με απρόσωπα συστήματα ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, προκειμένου να αφεθεί απερίσπαστο στην απόλαυση της ιδιωτικότητάς του.

Η ομαλή αναπαραγωγή του ατομοκεντρικού συλλογικού βασίζεται κι εδώ στην αυθεντία, η οποία απορρέει επίσης από το πρωτείο της ατομικής ελευθερίας.

2.1 Ο ελληνικός τύπος Ατόμου.

Την αξιακή προτεραιότητα της ατομικής ελευθερίας την διασφαλίζει εδώ η υποταγή στην αρχή της Δικαιοσύνης, του «λόγου του παντός».

Στο συλλογικό επίπεδο η δικαιοσύνη νοείται, πολιτικώς, ως ισότιμη διανομή της κεκτημένης συλλογικής αυτονομίας / ισχύος, -της κεκτημένης, έναντι α) των άλλων πολεοκρατικών οντοτήτων και β) έναντι της περιβάλλουσας κρατικής δεσποτείας. Η ελευθερία νοείται ανθρωπολογικώς ως αντίστιξη στην ύπαρξη των Δούλων: εξωτερικών (βαρβάρων) και εσωτερικών (ανδραπόδων).

Αν η συλλογική αυτονομία / ισχύς δεν μοιράζεται στα άτομα, τότε έχουμε κολεκτιβιστική πυραμίδα και όχι ατομοκεντρική κοινωνία, κατά την ελληνική αυτοκατανόηση. Η μόνη «αυτονομία» που συμπίπτει με την εξατομίκευση είναι εδώ η μετοχή στη συλλογική αυτονομία. Η εξατομίκευση της κεκτημένης συλλογικής αυτονομίας ταυτίζεται α) με την «ισομοιρία» της οικονομικής ισχύος και β) με το μετέχειν κρίσεως και αρχής, πράγμα που είναι και ο αριστοτελικός ορισμός του Πολίτη. Ισοτιμία κοινωνική και πολιτική δεν σημαίνει «δικαίωμα», αλλά εδώ και τώρα πραγματώσιμη ατομική ελευθερία. Ο κολεκτιβισμός, ο κόσμος των «βαρβάρων», συμπίπτει έτσι στην ελληνική συνείδηση με τον αυτονομημένο έναντι των ατόμων συλλογικό Νόμο.

Στο ατομικό/υπαρκτικό επίπεδο η δικαιοσύνη αναμένεται να προκύψει ως γεωμετρικό άθροισμα τριών βασικών αρετών: Φρόνησης, Σωφροσύνης και Ανδρείας, οι οποίες «τελειοποιούν» (αρετή = τελειοποίηση) τα τρία μόρια της ψυχής, το Λογιστικό, το Επιθυμητικό, το Θυμοειδές. «Κάνω το καλό» σημαίνει εδώ: αυτοβούλως θυσιάζω τα πάθη μου στο βωμό της εσωτερικής αρμονίας/δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη είναι το κέντρο βάρους, ο άξονας περιστροφής, της ψυχής του καλού κ’ αγαθού ανδρός.

Το ταυτοποιητικό Εγώ του ελληνικού Ατόμου είναι, λοιπόν, «δικαιοκεντρικό» και η επίτευξή του είναι ο στόχος της ελληνικής παιδείας.

2.2 Ο νεωτερικός τύπος Ατόμου.

Το πρωτείο της ατομικής ελευθερίας διασφαλίζεται εδώ με την υποταγή στη αρχή της Προόδου. Συλλογική της όψη: η συστημική απροσωπία. Υπαρκτική της όψη: η ιδιωτική ελευθερία.

Στο συλλογικό επίπεδο το πρότυπο (η θεοεικόνα) είναι εδώ το συστημικό αυτοείδωλο: ο «φυσικός» άνθρωπος, ο εφοδιασμένος με τη δυνητική παντοδυναμία της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, βάσει των οποίων «θα λύσει όλα τα προβλήματα» που στέκουν εμπόδιο στην απόλυτη ιδιωτική ελευθερία (τεχνολογικός μεσσιανισμός). Η πίστη στον συστημικό ανθρωποθεό εξοστρακίζει τον κολεκτιβιστικό θεό από την κοινωνική θέσμιση.

Ο κολεκτιβιστικός θεός ταυτίζεται εδώ με τον Θεό γενικά και η ανάγκη Θεού, ανάγεται σε παιδική αρρώστια της ανθρωπότητας. Αποφαίνεται ο μεταμοντέρνος καθηγητής: «Υπάρχουν ανθρώπινες αντιλήψεις, ανθρώπινες μαρτυρίες, ανθρώπινα πειράματα. Υπάρχει η λογική που συνδέει αυτές τις αντιλήψεις και το συναίσθημα που τις ζωντανεύει. Όλα ετούτα εξελίσσονται εν τη απουσία οποιασδήποτε μεταφυσικής, ή οποιασδήποτε οντολογίας.»

Γενικά η εξέλιξη της εξατομίκευσης αποδομεί κάθε θρησκεία, επειδή η θρησκεία ιεροποιεί τη θυσιαστική αποπομπή του ενοχοποιημένου ατόμου-θύματος (όλοι εναντίον του αποκλίνοντος ενός), ενώ εδώ η ελευθερία του ενός (του Ατόμου) είναι αξιακό πρόταγμα. Από την ανάλογη διαδικασία οστρακισμού της θρησκείας πέρασε και ο ελληνικός ατομοκεντρικός πολιτισμός. Η ανάπτυξη της πόλεως (του πολιτικού βίου) συμπίπτει με την οριστική συνταξιοδότηση του «πατρός ανδρών τε θεών τε». Ο Δίας παρακολουθεί από τον Όλυμπο την πολιτική ζωή, απολαμβάνει τις σποραδικές τιμές, αλλά δεν ανακατεύεται στα Κοινά. Στις λαϊκές αναπαραστάσεις γίνεται ο κωμικός «εσχατόγηρος Ζεύς στο σπίτι της Αλκμήνης». Ο Δήμος αποφασίζει μόνος του για τις υποθέσεις του. Ο σεβασμός έχει μετατεθεί βαθμιαία από τους αρχαϊκούς πολιούχους θεούς στους ήρωες. Παράδειγμα ο ρόλος του Ηρακλή στην ελληνική πολιτισμογονία. Η θρησκευτική εξέλιξη καταλήγει στην αναζήτηση του «θείου ανδρός» κατά την ελληνιστική εποχή. (Βλ. Σπ. Κυριαζόπουλου, Η πολιτική θρησκεία των Ελλήνων. Γρηγόρης.)

«Κάνω το καλό» σημαίνει στον νεωτερικό κόσμο: αυτοβούλως θυσιάζω τα πάθη μου στο βωμό του «προμηθεϊκού» συστημικού λόγου. Το νεωτερικό ταυτοποιητικό Εγώ είναι «προμηθεϊκό», σύμφωνα με τη νεωτερική-μεφιστοφελική παρεννόηση του αρχαίου μύθου. Ο Προμηθέας αψηφά την εξουσία του Δία, του δεσποτικού άρχοντα του κόσμου, για να χαρίσει στην ανθρωπότητα την επιστήμη και την τεχνολογία, μέσω της οποίας θα μπορέσει να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις και να απελευθερωθεί από κάθε δεσποτεία – θεϊκή, φυσική, ή ανθρώπινη. Ξέρουμε, βέβαια, ότι πίσω από το όραμα του τεχνολογικού μεσσιανισμού βρισκόταν ένας διψασμένος για δύναμη εκκοσμικευμένος γνωστικισμός. Η χαρακτηριστικότερη έκφρασή του στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο ήταν ο ιακωβινισμός, ο αστικός και ο κομμουνιστικός. Η ελίτ αυτή, της «φωτισμένης πρωτοπορείας», ήταν μετάλλαξη της «εσωτερικής» / γνωστικής ελίτ, των μεσαιωνικών Στοών.

Η εσωτερική-υπαρξιακή όψη της «συστημικής αυτοθέωσης» είναι η θεοποίηση του έρωτα / πάθους, η αναζήτηση της υπαρξιακής θέωσης (της λεγόμενης «ευτυχίας») μέσω του ερωτικού πάθους. Πρόκειται για μια εκδοχή του ανδρογυνικού μύθου,  η εκκοσμίκευση του οποίου κατάγεται από τη νορδική μυστικιστική εκδοχή του έρωτα / πάθους, την γνωστή μας από διάσημα μυθικά στερεότυπα, όπως «Τριστάνος και η Ιζόλδη» ή «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Αν η καρδιά του νεωτερικού ταυτοποιητικού Εγώ χτυπάει στην ιδιωτική ελευθερία, είναι γιατί εκεί ο έρωτας / πάθος υπόσχεται την ιδιωτική εκστατική θέωση. (Βλ. Ντενί Ντε Ρουζμόν, Ο έρως και η Δύση. Μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, Ίνδικτος.)

Για τον ελληνικό πολιτισμό η ανδρογυνική αυτάρκεια (ο μύθος του Αριστοφάνη στο πλατωνικό Συμπόσιο) είναι υβριστική. Η ύβρις εκλείπει με την ανάπτυξη της αυθυπερβατικότητας του ζεύγους. Στο ελληνικό πρότυπο το ζεύγος καταξιώνεται από την κοινωνιοστραφή αυθυπέρβασή του. Είναι ο σωκρατικός «τόκος εν καλώ». Στην πράξη: καλά παιδιά, «χρήσιμα στην κοινωνία», δημιουργικά (δημιουργία = έργο για τον Δήμο)για την Πόλι, την Εκκλησία.

Η ευτυχία είναι εδώ εσχατολογικό γεγονός, συνδεδεμένο με το Πρόσωπο και όχι με το ζεύγος. Ενώ εγώ ο φαλλοκράτης οδεύω προς την κόλαση, η γυναίκα μου μάλλον θα πάει στον παράδεισο. Η συζυγία είναι κοινότητα κοσμικού ζυγού. Ζόρι και κάματος. Ασκητική αυθυπέρβαση. Το θηρίο που απειλεί να καταβροχθίσει την κόρη και πρέπει να σκοτώσει ο Αγιώργης, είναι υπαρκτό. Ταυτίζεται με τα πάθη γενικά και όχι μόνο με το σεξουαλικό πάθος και τον γάμο, όπως πίστευαν οι Καθαροί, οι Βογόμιλοι κλπ. γνωστικοί του Μεσαίωνα. Στη γνωστική μεσαιωνική εκδοχή του ανδρογύνου, η ύβρις εξιλεωνόταν με την αυθυπέρβαση έναντι της φυσικής σεξουαλικότητας, η οποία ενοχοποιούνταν και θυσιαζόταν. Στο ιδανικό ζευγάρι ο φυσικός έρωτας είχε απαλειφθεί τελείως και αντικατασταθεί από τον αποστειρωμένο μυστικιστικό έρωτα. Απ’ δω κατάγεται ο ιπποτικός έρως και η νεωτερική ρομαντική εκκοσμίκευσή του.

Ο ευφρόσυνος εγκιβωτισμός της ελευθερίας στον ιδιωτικό χώρο και η «συστημοποίηση» των κοινωνικών σχέσεων, προίκισαν το νεωτερικό Άτομο με ακαταγώνιστη ισχύ, χάρη στην οποία μπόρεσε να υποτάξει τον κολεκτιβισμό σε παγκόσμια κλίμακα και να τον ζέψει στο άρμα της εξατομίκευσης.

2.3 Η αναπαραγωγή του ατομοκεντρισμού.

Η ανάπτυξη της ατομικότητας προωθείται από δύο κινητήρες.

Ο πρώτος κινητήρας είναι η απόρριψη του προγενέστερου κολεκτιβιστικού δεσποτισμού, της διττής θρησκευτικής και δεσποτικής του θεμελίωσης.

Ο δεύτερος κινητήρας είναι ένας εξατομικευτικός μύθος, με φορέα μια συγκεκριμένη Παράδοση. Στη νεωτερική περίπτωση είναι ο «προμηθεϊκός» τεχνοσυστημικός μεσσιανικός μύθος. Φορέας του: η παράδοση του Διαφωτισμού. Στην ελληνική περίπτωση ήταν ο ηρωικός μύθος και παράδοσή του η ομηρική παιδεία.

Ο αλγόριθμος της αναπαραγωγής του ατομοκεντρικού συστήματος αναπτύσσεται σε δύο κύκλους.

Ο πρώτος κύκλος διαρκεί ώσπου να εξαντληθεί η αντίθεση στον καταγωγικό κολεκτιβιστικό δεσποτισμό. Στη φάση αυτή, την κατεξοχήν ανοδική, καταστρέφονται οι κολεκτιβιστικοί συλλογικοί δεσμοί και αντικαθίστανται από τους ατομοκεντρικούς. Το κύριο πρόβλημα είναι στη φάση αυτή η χειραγώγηση των τάσεων κολεκτιβιστικής-δεσποτικής υποστροφής. Τέτοιες ήταν στη νεωτερική περίπτωση ο μπολσεβικισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός και στην αρχαιοελληνική οι μεταδημοκρατικές τυραννίες. Και στις δύο περιπτώσεις οι υποστροφές (στη φάση του πρώτου κύκλου) απορροφήθηκαν πολύ δύσκολα και με μεγάλο κόστος για τον εξατομικευτικό μύθο (τον δεύτερο κινητήρα της εξατομίκευσης). Ο δεύτερος κύκλος διαρκεί ώσπου να ολοκληρωθεί η εξατομίκευση και να εξαντληθεί ο δεύτερος κινητήρας της.

Στη διάρκειά του πρώτου και του δεύτερου κύκλου η αρχαία εξατομίκευση μεταβαίνει από την ηρωική στην κλασική εποχή της και η νεωτερική από τον Διαφωτισμό, στον Ρομαντισμό και τον Μοντερνισμό. Όταν εξαντληθεί ο δεύτερος κινητήρας της εξατομίκευσης αρχίζει η εσωτερική αποσύνθεση της ατομικότητας, η κατολίσθηση στην «κατάσταση μηδέν». Το κοινωνικό τοπίο χαρακτηρίζεται, στη νεωτερική περίπτωση, από το πέρασμα στη μαζική καταναλωτική δημοκρατία και την αύξουσα «έκλειψη του υποκειμένου», ενώ το προσκήνιο το καταλαμβάνουν προβλήματα όπως η ένταση των ανισοτήτων, το οικολογικό πρόβλημα και η γενικευμένη ανομία. Στην ελληνική περίπτωση το κοινωνικό τοπίο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη κρίση του πολεοκρατικού κεκτημένου, την εισαγωγή αυτοκρατορικών δομών περσικού τύπου και την εμφάνιση διάφορων μορφών απόδρασης της ελίτ σε ιδιωτικούς Κήπους (επικουρισμός, στωικισμός, νεοπλατωνισμός).

Στην φάση του μηδενισμού η αναπαραγωγή της κοινωνικής συνοχής εναποτίθεται στα «αναχώματα»: τα εκσυγχρονιστικά και φουνταμεναλιστικά στη νεωτερική περίπτωση, το τραγικό θέατρο και τη φιλοσοφία στην ελληνική. Όσο τα «αναχώματα» είναι ανθεκτικά η στάθμη των μηδενιστικών αποβλήτων ανεβαίνει. Αλλά και η πίεση επίσης. Η όποια αποτελεσματικότητα των «αναχωμάτων» ανεβάζει τη στάθμη της μηδενιστικής πλημμυρίδας. Τα συμπτώματα του μηδενισμού γενικεύονται: στιγμιαία ταυτότητα, πολυφρένεια, ψηφιδωτή προσωπικότητα, γνωσιολογικός και ηθικός σχετικισμός, ηδονισμός-καταναλωτισμός, ρήξη ισορροπίας απόλαυσης-απόδοσης, ανοχή-αδιαφορία, «ναι σε όλα μέσα στο τίποτα».

3.- Ο Φίλος

Τίθεται το ερώτημα: Από τη μαζική αποσύνθεση της ατομικότητας μπορεί να προκύψει μετάβαση σε έναν προσωποκεντρικό πολιτισμό, όπως δείχνει το ελληνικό υπόδειγμα;

3.1 Η υπέρβαση του μηδενισμού.

Τα δεδομένα μας είναι τα εξής: α) Ότι έτσι κι αλλιώς ο μηδενισμός είναι καταγωγική και τελική συνθήκη κάθε πολιτισμού. β) Ότι ο  σύγχρονος μηδενισμός είναι η προσιδιάζουσα στη Νεωτερικότητα μορφή πολιτισμικού τέλους, καθώς ισοδυναμεί με την αποσύνθεση του ανθρωπολογικού της τύπου. γ) Σύμφωνα με το ελληνικό ιστορικό προηγούμενο διέξοδος θα υπήρχε είτε προς την κατεύθυνση ενός μετανεωτερικού κολεκτιβισμού, είτε προς την κατεύθυνση ενός μετανεωτερικού Προσώπου.

Η κολεκτιβιστική διέξοδος (υποστροφή) έχει ήδη διερευνηθεί με βάση τα δύο  ήδη αφομοιωμένα από το Σύστημα παραδείγματα μοντέρνου κολεκτιβισμού: το εθνικοσοσιαλιστικό και το κομμουνιστικ). Εννοώ τη διερεύνησή της εκ μέρους της μυθιστορηματικής σκέψης. (Π.χ. το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Άλντους Χάξλεϋ.) Από επιστημονική ή φιλοσοφική άποψη δεν ξέρω να υπάρχει κάτι άξιο λόγου. Ως προς τη δεύτερη κατεύθυνση είναι βέβαιο ότι δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Μολονότι υπάρχει ιστορικό προηγούμενο.

Βεβαίως η μοναδικότητα του ιστορικού προηγούμενου και ο διαμετρικά αντίθετος προσανατολισμός της ελευθερίας στην ελληνική και τη νεωτερική εκδοχή Ατόμου (καθολική vs ιδιωτικής και μόνο ελευθερίας), καθιστούν επισφαλείς τις εξ εκείνου αρυόμενες μελλοντολογικές εικασίες. Είναι όμως το μόνο διαθέσιμο γνωσιολογικό αρχιμήδειο στήριγμα.

3.2 Πέρα από το Άτομο.

Ο Φίλος «κάνει το καλό» ελεύθερα και από αγάπη. «Ελεύθερα» σημαίνει ότι είναι Άτομο. «Από αγάπη» σημαίνει ότι πηγαίνει πέρα από το Άτομο.

Ο Φίλος υπερβαίνει τη διαλεκτική ατομικού / συλλογικού. Λύνει την αντίθεση αποκλείοντας την άνιση και κυριαρχική μεταξύ τους σχέση. Το πρότυπο της ανώτερης αυτής συλλογικότητας είναι η Αγία Τριάδα, όπου κατά τη συνενέργεια των τριών Προσώπων δεν υπεισέρχεται αντιπαλότητα, όπου οι Τρεις είναι Ένας.

Ενδοκοσμική ενσάρκωση της τριαδικής συλλογικότητας είναι η Εκκλησία των «αγίων». Όπου «άγιος» είναι πρωτίστως αυτός που «δίνει τόπο στην οργή». Αυτός που δεν ανταποδίδει το κακό. Αυτός που κίνητρό του έχει την αγάπη και με το παράδειγμά του διδάσκει τη δικαιοσύνη. «Κεφαλή» της Εκκλησίας, του μυστηριώδους αυτού «συλλόγου των αγίων», είναι ο ίδιος ο εσταυρωμένος Θεάνθρωπος, ο «πρωτότοκος αδελφός» των από καταβολής κόσμου θυμάτων μας.

Ο ιστορικός Ιησούς από τη Ναζαρέτ και συνάμα Υιός και Λόγος του Θεού-Πατέρα, είναι η θεοεικόνα της τρίτης βαθμίδας, το ανθρωπολογικό της πρότυπο. Η ως προς αυτό «θέωση» (ομοίωση) είναι εδώ ο τελικός σκοπός του ανθρώπου, το τέρμα του σταδίου που αρχίζει  με την «εν Χριστώ αναγέννηση». Η συνταγή είναι γνωστή: αγάπα τον Θεό με όλο σου το είναι και τον άλλο σαν τον εαυτό σου.

3.3 Το Πρόσωπο ως μετάλλαξη του ελληνικού Ατόμου.

Η εισαγωγή της Αγάπης στην προσωπικότητα μεταβάλλει σε περιφερειακές τις τέσσερις «ελληνικές» αρετές και τις διαφοροποιεί, προσθέτοντάς τους από δυο «δορυφόρους».

Η Δικαιοσύνη ενεργεί, τότε, μέσω της Διάκρισης και της Ευσπλαχνίας. Η Ανδρεία μέσω της Υπομονής και της Σταθερότητας. Η Φρόνηση μέσω της φυσικής και θεοπτικής Θεωρίας. Και η Σωφροσύνη μέσω της Αγνότητας και της Παρθενίας, ανεπηρέαστα / αμερόληπτα. Οι τρεις πρωταρχικές αρετές, η Σωφροσύνη, η Ανδρεία και η Φρόνηση, αντιπροσωπεύουν τον «αέρα», τη «θάλασσα» και τον «ουρανό» της ψυχής. Μεγάλη σημασία έχει η ανάδειξη της Δικαιοσύνης ως «γης»-βάσης της προσωπικότητας. Στο σχήμα αυτό (Φιλοκαλία τ. Δ’, Τρίτη Εκατοντάδα, §49, των Κεφαλαίων του Νικήτα Στηθάτου, μαθητή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.Έκδ. Αστήρ.) έχουμε τον ελληνικό ορισμό του Προσώπου, ως Αγίου. Η προσωπικότητα έχει αποβάλλει εδώ το πτωτικό (κολεκτιβιστικό ή ατομοκεντρικό) ταυτοποιητικό Εγώ και έχει αποκτήσει το ταυτοποιητικό Εγώ της «Μεταμορφώσεως», που λάμπει στο «άκτιστο φώς».

Με άλλα λόγια: αν συντονίσει ο άνθρωπος την «πτωτική» αγαπητική του ενέργεια με την άνωθεν κατερχόμενη «άκτιστη» αγαπητική ενέργεια, μπορεί να ενσαρκώσει τον «υπερχωροχρονικό» τριαδικό τρόπο υπάρξεως στο πτωτικό εδώ και τώρα του Βίου και της Ιστορίας.

Σημείωση: Οντολογικά όλοι είναι Πρόσωπα. Ακόμα και το έμβρυο, εξ ου και η κατ’ αρχήν άρνηση των αμβλώσεων. Και το αυτιστικό παιδάκι είναι Πρόσωπο, παρότι δεν αναπτύσσει σχέσεις. Από τη σκοπιά όμως του γίγνεσθαι το κέντρο βάρους της σημασίας πέφτει στην «ενσάρκωση». Ενδιαφέρει όχι το «δυνάμει», αλλά το «ενεργεία»: σε ποιο βαθμό είμαι και στην πράξη Πρόσωπο. Το να είμαι Πρόσωπο είναι κάτι «φυσικό» και «έμφυτο», όπως η γλωσσική ικανότητα. Το να εκδηλωθεί όμως στο πεδίο των σχέσεων είναι απαραίτητο να «πυροδοτηθεί» από την επαφή με την κατάλληλη παράδοση. Αν όχι σε καθορισμένη ηλικιακή φάση, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα, τουλάχιστον κάτω από μια ειδική συνδρομή υπαρξιακών περιστάσεων.

Η τριαδική κοινωνία είναι εσχατολογική. Η καθολική εφαρμογή της είναι ανέφικτη. Όχι όμως και η μερική / τοπική / προσωρινή εφαρμογή της. Γι’ αυτή την εδώ και τώρα παραδειγματική ενσάρκωση της τριαδικής κοινωνίας, είναι που συζητάμε. Αυτοπροσδιορίζεται ως το «άλας της γης» και «φως του κόσμου». Δηλαδή ως το «ειδικό όργανο», που «εμφυτεύθηκε» στη δεύτερη βαθμίδα της ανθρωπολογικής εξέλιξης, προκειμένου να εκλύει την αναγκαία εκεί «αντισηπτική» και «φωτιστική» ενέργεια. Φυσικά αν το άλας «μωρανθεί» και το φως «σκοτισθεί», «πετιούνται έξω» και «ποδοπατιούνται υπό των ανθρώπων».

Η αδυναμία των κολεκτιβιστικών πολιτισμών να αφομοιώσουν τον χριστιανισμό, σε αντίθεση με τη δεκτικότητα του ατομοκεντρικού πολιτισμού, μας βάζει σε σκέψεις. Μήπως ο χριστιανισμός συνδέεται ειδικά με τα προβλήματα της δεύτερης ανθρωπολογικής βαθμίδας; (Για τον προβληματισμό πάνω στην οργανική ανοσία των κολεκτιβιστικών συστημάτων έναντι του χριστιανικού «ιού» προσφέρεται ιδιαίτερα το μυθιστόρημα του Ιάπωνα Σουσακό Έντο, Σιωπή. Εκδ. Καστανιώτης.)

πηγή: Aντίφωνο

9 Σχόλια

  1. Μπράβο, μπράβο και πάλι μπράβο, κ. Ζιάκα,

    ένα κείμενο πράγματι φιλοσοφικό (καθαρές διακρίσεις εννοιών) με πάμπολλες διαστάσεις (ιστορικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές), που ανοίγει με το εν κατακλείδι ερώτημα τον ουσιώδη προβληματισμό που μας αφορά.

    Ο κ. Ζιάκας αντί να παρασύρεται σε παραδοσιολατρικούς συναισθηματισμούς, επιδιώκει να δείξει το ουσιώδες στον ανθρωπολογικό τύπο της παραδόσεως, και να ανοίξει το δρόμο για γόνιμη ιστορικά επίκαιρη τοποθέτηση.

    το κείμενο αυτό αξίζει πολύ σχολιασμό. Θα επανέλθω

  2. Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω μια επιστολή που έστειλα προ καιρού στην Καθημερινή, κάνοντας μια ανάλογη διάκριση, αλλά για διαφορετικό θέμα (συγγνώμη για την παρέκβαση).

    [b]http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_15/09/2012_495571[/b]
    Κάπου γράφει ο Μ. Βασίλειος (νομίζω) ότι οι Χριστιανοί διακρίνονται σε δούλους, μισθωτούς και παιδιά του Θεού. Οι πρώτοι φοβούνται τον Θεό ως τιμωρό, οι δεύτεροι τον υπηρετούν ελπίζοντας σε ανταλλάγματα, οι τρίτοι τον αγαπούν ως Πατέρα.
    Ας μεταφέρουμε τη σκέψη του στη στάση μας απέναντι στην ελληνική πολιτεία και τους νόμους της. Κάποιοι ίσως εφαρμόζουμε τους νόμους μόνο και μόνο διότι φοβούμαστε την τιμωρία. Άλλοι από μας μπορεί να περιμένουμε από την τήρηση των νόμων κάποια ‘ανταποδοτικότητα’, παροχές, ενδεχομένως επαίνους και αναγνώριση. Πιθανώτατα υπάρχουν κι εκείνοι που τηρούν τους νόμους απλώς διότι είναι νόμοι, διότι τους θέσπισε η πολιτεία στην οποία ανήκουμε όλοι μας.
    Συγκρίνοντας τις τρεις, υπάρχει σωστή και λανθασμένη στάση; Ας περιορισθούμε εδώ στην πολιτική διάσταση. Καταρχήν δεν νομίζω ότι όλοι κρατούμε την ίδια στάση απέναντι σε όλους τους νόμους: κάποιοι νόμοι είναι πιο ‘αναγκαστικοί’ από άλλους, με τους φορολογικούς να βρίσκονται ίσως στην τελευταία θέση, τουλάχιστον στη συνείδηση των πολιτών. Έπειτα, δεν αποπνέουν όλοι οι νόμοι την ίδια αίσθηση δικαιοσύνης (και πάλι οι φορολογικοί νόμοι είναι το πρόχειρο παράδειγμα). Τέλος, συχνά αυθαιρετούμε και αυτοσχεδιάζουμε στην ερμηνεία τους όταν συγκρούονται με το προσωπικό μας συμφέρον, συχνά επικαλούμενοι και την αρωγή του Συντάγματος (αντισυνταγματικότητα των νόμων), κάτι που συνήθως γίνεται από οργανωμένα σωματεία, συνδικάτα και άλλους φορείς (τα παραδείγματα αφθονούν, από τη ΔΕΗ μέχρι τα Πανεπιστήμια).
    Σε μια ιδανική πολιτεία, όλοι θα δέχονταν τους νόμους ως αναγκαίους και επωφελείς και θα τους τηρούσαν τελείως φυσιολογικά και αβίαστα, αγαπητικά θα έλεγα. Επιστρέφοντας όμως στις έννοιες της θεολογίας, μια ιδανική πολιτεία σίγουρα θα αντιμετώπιζε τους πολίτες σαν παιδιά της, και όχι σαν δούλους ή μισθωτούς εργάτες.

  3. Κύριε Κλιματσάκη σας ευχαριστώ.

    Οι σημειώσεις μου στάθηκαν αφορμή να επαινέσετε την εκφορά ενός λόγου, που [b]σκοπό του έχει την ερώτηση[/b]. Αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά, καθώς διατυπώνεται από έναν ταλαντούχο φιλόσοφο: τον συγγραφέα του «Θεός και Κόσμος».

    Κύριε Κλιματσάκη παρακολουθώ την προσπάθεια που κάνετε, μέσα από τις στήλες του Αντίφωνου, να εξηγήσετε γιατί η Πίστη δεν έρχεται σε αντίθεση με τον Λόγο, ούτε ο Λόγος με την Πίστη ή το Δόγμα με την Έρευνα. Και στενοχωριέμαι για την στενοκεφαλιά που ενίοτε συναντάται.

    Αντί δικού μου σχολίου επ’ αυτών θα παραθέσω ένα απόσπασμα από τα «[i]Προλεγόμενα εις την ερώτησιν περί Θεού[/i]» του Σπ. Κυριαζόπουλου, από τον επίλογό του πιο συγκεκριμένα, που φέρει τον τίτλο «[i]Ο Λόγος και η Πίστις[/i]». (Θα χρησιμοποιήσω μια απόδοσή του στην καθομιλουμένη, επειδή το πρωτότυπο είναι σε δυσνόητη καθαρεύουσα).

    «[b]Σκοπός τῆς λογικῆς[/b] (του λόγου)[b] εἶναι ἡ ἐρώτηση, σκοπός ὅμως τῆς ἐρώτησης εἶναι ἡ πίστη. Ἡ ἐρώτηση δέν καταργεῖ τήν λογική καί δέν καταργεῖται ἀπό τήν πίστη, ἀντιθέτως βοηθεῖ καί τήν λογική καί τήν πίστη νά μή μείνουν στά αὐτονόητα. Σάν σκοπός τῆς λογικῆς ἡ ἐρώτηση δέν σημαίνει ἐξάρτηση, ἀλλά συνειδητοποίηση τῶν ὁρίων τῆς ἐρώτησης. Οἱ ἐρωτήσεις εἶναι ἀνεξάντλητες, ἀλλά μέσα σέ ἕνα “πεπερασμένο” κόσμο. Ἡ πίστη ὑπερβαίνει τήν ἐρώτηση, ἀλλά δέν τήν καταστρέφει. Ἡ ἐρώτηση ἄλλωστε εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐμφάνιση τῆς πίστεως. Ἡ πίστη παραμένει ἐν ἰσχύει μόνον ὅταν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τήν ἐρώτηση. Ὁ ἀγῶνας εἶναι τό οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής της, ὄχι ὁ ὕπνος τῆς βεβαιότητας. Ἡ πίστη εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἐρώτησης, ἀλλά ἡ ἐρώτηση κρατάει σέ ἐτοιμότητα τήν πίστη. Ὅταν ἡ πίστη εἶναι ἀγῶνας ἀνακάλυψης καί ὄχι κληρονομιά, ὄταν εἶναι καταστάλαγμα μέσα ἀπό τήν φωτιά τῆς ἀμφιβολίας, τότε εἶναι τό ἀποφασιστικότερο τόλμημα.[/b]»

    Θα κλείσω το σχόλιό μου με μια παρατήρηση απευθυνόμενη στους σχολιαστές των παρεμβάσεων του κ. Κλιματσάκη: Στην παράδοσή μας θεωρούμε όχι μόνο θεμιτό αλλά και υποχρέωση να εξηγούμε την Πίστη με την βοήθεια του λόγου. Ο λόγος ο φιλοσοφικός, ο καλλιτεχνικός, ακόμα κι ο επιστημονικός, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, εν γνώσει των αναπόφευκτων παρεννοήσεων. [b]Το ρίσκο της λάθος κατανόησης θεωρήθηκε προτιμότερο από την[/b] [b]α-λογία[/b], [b]α-νοησία[/b]. Συνεπώς: Αν στην εποχή της ελληνικής οικουμένης χρησιμοποιήσαμε αφειδώς τον Αριστοτέλη, δεν βλέπω τον λόγο γιατί στην εποχή μας να μη χρησιμοποιήσουμε τον όποιο νεωτερικό του ομόλογο. Ο κ. Κλιματσάκης προτιμά τον Χέγκελ, τον κορυφαίο φιλόσοφο της Νεωτερικότητας, τον οποίο και κατέχει. Δεν βλέπω πού είναι η αμαρτία. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι και ο καταλληλότερος, ως ο πλέον κοντινός στην θεμελιώδη για μας σημασία της [b]αυθυπέρβασης[/b].

  4. Κύριε Ζιάκα, το κείμενό σας πραγματικά μας γέμισε φως σε μια εποχή που κυριαρχεί το σκοτάδι!! Ο συνδυασμός της αρχαιοελληνικής ηθικής φιλοσοφίας με την νηπτική αρεταϊκή χριστιανική παράδοση μπορούν να προκρίνουν και να θεμελιώσουν μια νέα πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία που να εμπνεύσει τους πολίτες που θέλουν να βιώσουν μια πολιτεία σχέσεων μεταξύ ελεύθερων προσώπων!
    Μας έδωσε χαρά η πρότασή σας!!

  5. [quote name=”Θεόδωρος Ι. Ζιάκας”]
    Κύριε Κλιματσάκη παρακολουθώ την προσπάθεια που κάνετε, μέσα από τις στήλες του Αντίφωνου, να εξηγήσετε γιατί η Πίστη δεν έρχεται σε αντίθεση με τον Λόγο, ούτε ο Λόγος με την Πίστη ή το Δόγμα με την Έρευνα. Και στενοχωριέμαι για την στενοκεφαλιά που ενίοτε συναντάται.

    Θα κλείσω το σχόλιό μου με μια παρατήρηση απευθυνόμενη στους σχολιαστές των παρεμβάσεων του κ. Κλιματσάκη: Στην παράδοσή μας θεωρούμε όχι μόνο θεμιτό αλλά και υποχρέωση να εξηγούμε την Πίστη με την βοήθεια του λόγου. Ο λόγος ο φιλοσοφικός, ο καλλιτεχνικός, ακόμα κι ο επιστημονικός, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, εν γνώσει των αναπόφευκτων παρεννοήσεων. [b]Το ρίσκο της λάθος κατανόησης θεωρήθηκε προτιμότερο από την[/b] [b]α-λογία[/b], [b]α-νοησία[/b]. Συνεπώς: Αν στην εποχή της ελληνικής οικουμένης χρησιμοποιήσαμε αφειδώς τον Αριστοτέλη, δεν βλέπω τον λόγο γιατί στην εποχή μας να μη χρησιμοποιήσουμε τον όποιο νεωτερικό του ομόλογο. Ο κ. Κλιματσάκης προτιμά τον Χέγκελ, τον κορυφαίο φιλόσοφο της Νεωτερικότητας, τον οποίο και κατέχει. Δεν βλέπω πού είναι η αμαρτία. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι και ο καταλληλότερος, ως ο πλέον κοντινός στην θεμελιώδη για μας σημασία της [b]αυθυπέρβασης[/b].
    [/quote]

    Αγαπητέ κ. Ζιάκα,
    Εκτιμώ την προσπάθειά σας να προσεγγίσετε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και να την παρουσιάσετε με σημερινή γλώσσα. Ωστόσο, νομίζω πως κάποιες φορές μένετε στην επιφάνεια. Σας παρασύρουν οι κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, φιλοσοφικές, κλπ. γνώσεις που έχετε και παρερμηνεύτε ή διαστρεβλώνετε (ακουσίως, θέλω να πιστεύω) την Ορθόδοξη θεολογία.
    Η βάση αυτής της θεολογίας είναι η διάκριση της κτιστής και της άκτιστης γνώσης. Η πρώτη έχει σχέση με την αμεσότητα και τη διάνοια, η δεύτερη με τον Θεό και τον φωτισμένο από Αυτόν νου (κατά τους Πατέρες, η λογική είναι απλώς μια λειτουργία του νου, ενώ ο νους είναι η αίσθηση με την οποία οι καθαροί “βλέπουν” τα υπέρ αίσθησιν και διάνοιαν). Αν διαβάσετε τους [i]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων[/i] λόγους του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, θα δείτε πόσο ξεκάθαρα αναπτύσσει αυτά τα πράγματα ο κορυφαίος θεολόγος της 2ης μ.Χ. χιλιετίας. Θα διαβάσετε και τα εξής: “«Κἄν τις τῶν Πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶν ῥημάτων μόνον· ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων, πολὺ τὸ μεταξύ· νοῦν γὰρ οὗτοι, κατὰ Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καὶ χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
    Αν διαβάσετε τον μεγαλύτερο ίσως θεολόγο της Εκκλησίας μας, τον άγιο Γρηγόριο, θα δείτε πως «Θεὸν … φράσαι μὲν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον».
    Άλλο, λοιπόν, είναι το πεδίο του λόγου, κι άλλο της πίστης. Άλλο του Δόγματος, κι άλλο της επιστημονικής έρευνας.
    Και αν οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τον Αριστοτέλη, το έκαναν μόνο ως προς την ορολογία και τις διακρίσεις των εννοιών που κάνει, όχι ως προς την ουσία της φιλοσοφίας του, φιλοσοφία που πηγάζει από την ανθρώπινη διάνοια, όπως γράφει παραπάνω ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που δίδασκε Αριστοτέλη στα νιάτα του.
    Άλλο το να εξηγούμε την Πίστη με την βοήθεια του λόγου, αφήνοντας όμως πάντα ένα άνοιγμα για το υπέρλογο, κι άλλο το να θεωρούμε ότι τα θεολογικά κείμενα της παραδόσεώς μας μπορούν να εξαντληθούν στη διατύπωσή τους και να αναλυθούν φιλοσοφικά (“[i]ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων, πολὺ τὸ μεταξύ[/i]”, σας υπενθυμίζω). Τα δόγματα (“όροι” στη γλώσσα της Εκκλησίας μας) μας δίνουν απλώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αν παραμείνουμε μπορούμε να δεχτούμε τη χάρη του Θεού, να φωτισθούμε και να εισδύσουμε στο πνευματικό τους βάθος.
    Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μας διδάσκει: «Νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα. Σᾶς φέρω μιὰ εἰκόνα, ὅτι εἶναι ὁ ἥλιος ὁ Θεὸς Πατέρας· καὶ οἱ ἀκτῖνες ποὺ ἔρχονται, εἶναι σὰν κλωστές, εἶναι ὁ Υἱός· καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο ἁπλώνεται γύρω. ᾿Αλλά, λέει, ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε καλύτερα τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα, νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε σ᾿ ἕναν πνευματικὸ παστρικά, νὰ ζήσετε ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, καὶ τότε θὰ καταλάβετε τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα».

    Όλα αυτά τα γράφω (και τα αναπτύσσω περαιτέρω) είτε στο κείμενο είτε στα σχόλια του άρθρου μου “Η πρόσληψη του αγιοπατερικού λόγου σήμερα”. Αντί να αναφέρεστε σε “στενοκεφαλιά” που ενίοτε συναντά ο κ. Κλιματσάκης, και σε “α-λογία, α-νοησία”, θα μπορούσατε να παρέμβετε εκεί στη σχετική συζήτηση.

    (Όσο για το απόσπασμα του Κυριαζόπουλου που παραθέτετε -με έντονα μάλιστα στοιχεία!-, είναι επιεικώς αστείο και μαρτυρεί παχυλή άγνοια της θεολογίας των Πατέρων μας.)

    @κ. Κλιματσάκη:
    Οι συχνές αναφορές σας σε “σε παραδοσιολατρικούς συναισθηματισμούς” για κάποιες απόψεις σαν τις δικές μου μάλλον αδυναμία διαλόγου πέραν των στενών ορθολογιστικών σας πλαισίων μαρτυρούν.

  6. Δεν θα πω ότι “μου κάνει εντύπωση” που ακόμα κι ο κ.Κλιματσάκης περιμένει από τις “Σημειώσεις ελληνορθόδοξης ανθρωπολογίας” τού κ.Ζιάκα σε μιαν ισυεσελίδα, έστω του εκτοπίσματος του “Αντιφώνου”, για να ενθουσιαστεί, και φαίνεται να μη γνωρίζει τα βασικά βιβλία του, ιδιαίτερα το “Πέρα από το Άτομο”. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μου κάμνει καμιά εντύπωση. Έπρεπε να είχα συνηθίσει πια, ως “αφελής” Κύπριος που είχε και έχει πολύ ψηλά την Ελλάδα, να βλέπει τον πνευματικό της κόσμο ν’ αγνοεί τα ίδια τα καλύτερα παιδιά του.
    Τολμώ να επεκετείνω την απορία μου: Δεν υπάρχουν άραγε σήμερα στην Ελλάδα άνθρωποι που να έχουν κατανοήσει στην ολότητά του το έργο του κ. Ζιάκα για ν’ αποτολμήσουν μια παρουσίαση των βιβλίων του σε μια, έστω, από τις σοβαρές εφημερίδες, ώστε να δοθεί ένα μήνυμα σε ευρύτερη μάζα αναγνωστών;

  7. Αγαπητέ Θείο, σας ζητώ συγχώρηση, για την εριστική πρόθεση που διαγνώσατε στην ατυχή περί “στενοκεφαλιάς” διατύπωσή μου. Απλώς ήθελα να συνδράμω τον κ. Κλιματσάκη στην προσπάθειά του να εξηγεί την Πίστη μας με τη βοήθεια του εγελιανού λόγου. Επειδή ακριβώς άλλο η Πίστη και άλλο ο Λόγος, σε τίποτε δεν πρόκειται να θιγεί η Πίστη από έναν ενδεχομένως όχι απολύτως επιτυχημένο εξηγητικό Λόγο. Αν ο κ. Κλιματσάκης υποστήριζε, ότι ο Λόγος υποκαθιστά την Πίστη, θα είχε απολύτως άδικο, αλλά δεν νομίζω –εξ όσων βέβαια μπορώ να συμπεράνω από το βιβλίο του «Θεός και Κόσμος», που το έχω διαβάσει με μεγάλη προσοχή και στο οποίο οφείλω την εκτίμηση που τρέφω στο πρόσωπό του. Υπάρχει, όπως ασφαλώς γνωρίζετε, και ο τύπος του διανοητικού ανθρώπου, ο οποίος καλώς ή κακώς, μόνο μέσω του Λόγου μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξη του Υπέρλογου και την Πίστη ως τρόπου προσεγγίσεώς του. Για τα ευεργετικά αποτελέσματα τέτοιων εγχειρημάτων έχω προσωπική εμπειρία, γιατί κι εγώ διανοητικός τύπος είμαι κι αν, όταν ήμουν νεώτερος, δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο αυτού του είδους, δεν θα έπαιρνα την Πίστη μας στα σοβαρά, ώστε να αλλάξω προσανατολισμό. Τώρα σε ό,τι με αφορά: Δεν προσπαθώ στα έργα μου να εξηγήσω την Πίστη μας. Αυτό που έκανα ήταν να μελετήσω την σημασία της Πίστης (των αντίστοιχων παραδόσεων) στο εθνολογικό-ανθρωπολογικό γίγνεσθαι. Όσο για την Θεολογία της Εκκλησίας, προς Θεού μη μου αποδίδετε «προσπάθεια προσέγγισης». Θεολογικώς είμαι παντελώς άγευστος, είτε με την αρχαιοελληνική είτε με την χριστιανική έννοια του όρου. Εννοώ πιο συγκεκριμένα το εξής: Κατά τους αρχαίους ο «θεολόγος» είναι ποιητής και κατά τους βυζαντινούς θεόπτης. Ποιη-τής δεν είμαι. Να με γδάρετε ένα στίχο δεν μπορώ να γράψω. Και βέβαια είμαι υπερβολικά αμαρτωλός (παλιάνθρωπος από τους χειρότερους) για να ευδοκήσει ο Κύριος να μου δείξει το Πρόσωπό Του. Βέβαια ο λόγος μας, αγαπητέ Θείο, έχει διαφορετικό μήκος κύματος. Σκεφθείτε ότι δεν βρίσκω καθόλου αστείο το απόφθεγμα του αείμνηστου Σπ. Κυριαζόπουλου. Αναπνέουμε όμως στην ατμόσφαιρα της ίδιας Πίστης κι αυτό είναι που έχει σημασία. Και πάλι σας ζητώ συγ-χώρηση.

  8. Αγαπητέ κ. Ζιάκα,
    Σας ευχαριστώ για τις εξηγήσεις που κάνατε τον κόπο να μου δώσετε.
    Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όλοι συγ-χωρούμε μέσα στην ευρυχωρία της Εκκλησίας μας. Εξάλλου, από τα παραπάνω, φαίνεστε ταπεινόφρων, κι αυτό φέρνει αυτόματα τη συγ-χώρηση.

    Και μη λέτε πως ανήκετε μόνο στον “τύπο του διανοητικού ανθρώπου” ή πως τάχα “ν[i]α σας γδάρουν, ένα στίχο δεν μπορείτε να γράψετε[/i]”. Το κείμενό σας “Εμπειρία απουσίας”, που αναρτήθηκε και στο “Αντίφωνο” έχει αρκετή ποίηση και βίωμα μέσα του και κινείται σ’ ένα χώρο και κλίμα αρκετά διαφορετικό απ’ αυτά που ορίζει το απόφθεγμα του Κυριαζόπουλου που παραθέσατε. Θα χαιρόμουν αν έβλεπα κι άλλα έργα της γραφίδας σας στο κλίμα του “Εμπειρία απουσίας”.

    Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του κ. Κλιματσάκη «Θεός και Κόσμος», για να έχω γνώμη γι’ αυτό. Στο “Αντίφωνο”, όμως, διαβάζω άρθρα και παρεμβάσεις του που κινούνται σε “κλίματα” αντιφατικά μεταξύ τους.
    Π.χ., τα άρθρα του “Η “φιλοσοφική αποτίμηση της διάκρισης “κτιστό-άκτιστο” και “Η αληθής ευκαιρία που υποκρύπτεται στην κρίση ή το νόημα της μετάνοιας” δείχνουν έναν άνθρωπο που στοχάζεται σωστά και νηφάλια μέσα στα πλαίσια της θεολογικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας. Το άρθρο του, όμως, “Ούτε δεξιός εθνισμός ούτε αριστερός διεθνισμός ή ποιο είναι το αληθές νόημα της Επανάστασης του ’21” είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εκτός της ιστορικής πραγματικότητας (πράγμα που δεν συμβαίνει μ’ εσάς -έχετε ιστορική ευαισθησία και γνώση) και της σαρκωμένης θεολογίας της Εκκλησίας μας. Το ίδιο νομίζω πως συμβαίνει και με το πρώτο σχόλιό του στο άρθρο “Μονόλογος με αφορμή τον αρχαίο ιδεαλισμό του Στέλιου Ράμφου”.

    Ο κ. Κλιματσάκης προσπαθεί να εκλογικεύσει κάποια στοιχεία της πίστης μας, παίρνοντάς τα ως “αξιώματα”, κι από εκεί να δομήσει ένα λόγο προσιτό στον σημερινό διανοητικό τύπο ανθρώπου.
    Δεν έχω καμιά αντίρρηση σ΄αυτό. Δεν θα καθήσω να εμπλακώ σε αντεγκλήσεις για τη σημασία ορισμένων όρων και λέξεων. Και γι’ αυτό δεν ενεπλάκην σε μια συζήτηση που είχε με κάποιον “Θεοφάνη” για το ποια είναι η σωστή θεολογική ή φιλοσοφική ορολογία διαφόρων περί Θεού εννοιών.
    Θέλω να του υπενθυμίσω, όμως, σ’ αυτή τη γραμμή κινήθηκαν οι δυτικοί από τον 12ο αιώνα κε., θεωρώντας κάποιους “όρους” (“δόγματα”) της πίστεώς μας ως φιλοσοφικές αρχές, τις οποίες ερμήνευσαν και επεξεργάσθηκαν βάσει του Αριστοτέλη, κι έφτασαν στον σχολαστικισμό, τον οποίο και θεώρησαν ανώτερο της βιωματικής θεολογίας των Πατέρων μας. Και οι Πατέρες, επειδή είχαν την εμπειρία της θεώσεως, γνώρισαν δηλαδή τον Θεό “γνωστῶς καὶ εὐαισθήτως” (πράγμα που δηλώνει πως δεν το έχει ο κ. Κλιματσάκης), μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν με διάκριση τη φιλοσοφική ορολογία και να μην παρασυρθούν απ’ αυτήν σε κάποια πλάνη.

    Για την “εμμονή” μου αυτήν στην κατά Χριστόν εμπειρία και την προτεραιότητα του βιωματικού στοιχείου στη θεολογία ο κ. Κλιματσάκης μου προσάπτει ότι τάχα “”πάσχω” από παραδοσιοκρατία και δεν αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η στάση έχει οδηγήσει στον αποκλεισμό της ορθοδοξίας από το ιστορικό γίγνεσθαι, την Ελλάδα στην ηθική απαξίωση και τον κόσμο στις παγίδες του μηδενισμού”. (σχόλιό του στο άρθρο μου “Η πρόσληψη του αγιοπατερικού λόγου σήμερα”).
    Δηλαδή, το να τονίζει κανείς το εν Χριστώ βίωμα είναι κάτι νεκρό και παρωχημένο που οδηγεί εκτός ιστορικού γίγνεσθαι, ενώ το να εξηγεί κανείς την πίστη με βάση τον λόγο του Hegel, του προπερασμένου αιώνα, κατά μίμηση των σχολαστικών του Μεσαίωνα, είναι κάτι που θα μας σώσει από την την ηθική απαξίωση και τον μηδενισμό!!
    Ας είναι.

    Όπως έγραψα παραπάνω, δεν έχω καμιά διάθεση να λογομαχώ με τον κ. Κλιματσάκη αν αυτός δεν προσπαθούσε επίμονα να με πείσει να υιοθετήσω σε θεολογικά θέματα την ορολογία του (λες κι αυτή των Πατέρων είναι “σκουριασμένη”) και την εγελιανή εξήγηση της Πίστεως με την οποία επιχειρεί να “σώσει” τη σημερινή Ορθοδοξία.

    Δεν αμφισβητώ τις καλές προθέσεις του. Τη λογική και τα μέσα του, όσον αφορά θεολογικά θέματα, αμφισβητώ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ