Είναι και οι δυο τους νέοι στην ηλικία, αλλά ήδη η ποιητική τους παρουσία είναι καταξιωμένη από τους «νομοθέτες εις των ιδεών την πόλι», των ποιητικών μας πραγμάτων.
Τα βιβλία τους αγοράζονται και εξαντλούνται, πράγμα παράδοξο, για βιβλία ποίησης. Η κριτική εξαρχής διέγνωσε προσωπικό, στέρεο ιδίωμα και συνομιλία με την ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση. Ποιήματά τους μεταφράστηκαν και μεταφράζονται στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Επειδή, κοινή είναι η πεποίθηση ότι αποτελούν ελπίδα και υπόσχεση για τη συνέχεια, στο δύσκολο, σήμερα και αύριο, της ελληνικής ποίησης με τον τόσο πλούτο, θελήσαμε να τους βρούμε και να συνομιλήσουμε μαζί τους.
«ΙΔΕΟΔΕΙΚΤΗΣ»: Είστε και οι δύο νεότατοι στην ηλικία. Πιστεύετε ότι υπάρχει νέα ποιητική γενιά; Ποια είναι η γνώμη σας για τις «γενιές» γενικότερα στα λογοτεχνικά μας πράγματα;
Δ. ΑΓΓΕΛΗΣ: Σε μια επιλογική εποχή σαν τη δική μας, μια νέα ποιητική γενιά, που σημαίνει δυναμική αλλαγή ποιητικού «παραδείγματος» με βάση σημαντικά ιστορικά γεγονότα κι ένα είδος πνευματικής συγγένειας-συνενοχής μεταξύ ομοτέχνων, φαντάζει περιττή πολυτέλεια. Έχω την εντύπωση ότι βρισκόμαστε ακόμη αρκετά απομακρυσμένοι από τις γόνιμες πήγες του λυρισμού, οι οποίες παραμένουν δυσδιάκριτες απ’ το σημείο που μας οδήγησαν η ανεύθυνη ανοχή της κριτικής κι οι αστοχίες των πιο πρόσφατων «γενεών» με τους πεζολογικούς, ως επί το πλείστον, πειραματισμούς τους πάνω στην καθημερινότητα.
Τώρα, λοιπόν, έχει έρθει ο καιρός της περισυλλογής, καιρός για μια εκ νέου εξερεύνηση των εσωτερικών μας τοπίων της μυχιότητας, γι’ αυτό χαρακτηρίζω τις θορυβώδεις ομαδοποιήσεις αχρείαστες. Είναι άκομψο, αλλά και άσεμνο συνάμα, το να φροντίζεις με κάθε τρόπο —συχνά χωρίς καν έργο— να προκαταλάβεις τη λογοτεχνική ιστορία και να διασώσεις την προσωπική σου υστεροφημία, ας αφήσουμε καλύτερα αυτή την αποτίμηση για τους φιλολόγους του μέλλοντος.
Η ανά δεκαετία εμφάνιση προκάτ «γενιών» στο προσκήνιο δηλώνει μόνο συσπειρωμένη ματαιοδοξία κι εξυπηρετεί αποκλειστικά τις συμφεροντολογικές επιδιώξεις της συντεχνίας για την εκπόρθηση της δημοσιότητας. Το ζητούμενο, όμως, είναι να φτάνεις πάντοτε αργά στην καταξίωση...
Δ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ: Αχ, αυτή η καταξίωση... Δεν πρόκειται εδώ για τη φυσική ανθρώπινη ροπή για αποδοχή. Πρόκειται για κάτι -επιτρέψτε μου να πω, επιρρωνύοντας τα όσα ο Αγγελής επισήμανε- απολύτως αντεστραμμένο: έχουν, μ' άλλα λόγια, αντιμετατεθεί οι προτεραιότητες. Δηλαδή, η κύρια μέριμνα δεν είναι το «ένδον σκάπτε» και η γραφή ως προέκταση ζωής, σε προοπτική μεταμόρφωσης.
Αλλά η κύρια έγνοια είναι οι δημόσιες σχέσεις και οι λυσσώδεις απόπειρες επαφών με τους διαχειριστές και αυτόκλητους νομείς των «λογοτεχνικών πραγμάτων».
Ετσι, καταντήσαμε στην εμφάνιση, ανά εξάμηνο ή και τρίμηνο, μιας νέας «λογοτεχνικής γενιάς», η οποία, βεβαίως, διαρκεί όσο το δημοσίευμα που την προβάλλει στα life-style ένθετα των εντύπων και των εφημερίδων. Κάτι σαν τα κονσερβοποιημένα «τραγούδια» με ημερομηνία λήξεως διμήνου ή τριμήνου, θνησιγενούς αθλιότητας εξ υπαρχής. Αυτή η διαφημιστικού τύπου —μιλώ με όρους τηλεοπτικούς—«στρατηγική» (!) συμπεριφορά, αγωνιζόμενη να υπάρξει, μετέρχεται πολλών μεταμφιέσεων. Άλλοτε εμφανίζεται η ομάδα της ερωτικής ποιητικής, άλλοτε εκείνη που ανάγει το καταναλωτικό μηδέν σε πρόταγμα, κι άλλοτε εκείνη που διαχειρίζεται με όρους ιδεολογικής, μονοπωλιακής παράχρησης την κοινωνική και πολιτική «ποιητική» περιοχή, όπως στις μέρες μας.
«ΙΔΕΟΔΕΙΚΤΗΣ»: Εννοείτε ότι υπάρχει πρόθεση για δημιουργία γενιάς της «κοινωνικοπολιτικής, ποίησης, ενώ εξέλιπαν τα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα.
Δ. ΚΟΣΜ.: Ακριβώς. Λες και δεν είναι αυτονόητο ότι στην καθολικότητα της πραγματικής ποίησης δεν εντάσσονται και η ύπαρξη και η κοινωνία. Η μητρομανία, όμως, της ιδεολογίας, θεωρεί εαυτήν ως τη μόνη πραγματικότητα, ενώ πρόκειται για παραίσθηση. Η συζήτηση περί του κοινωνικού και πολιτικού και για την ανάγκη επαναφοράς του —ως τι άραγε;
Ως μονόδρομο τον οποίο ορίζει η όποια κομματική ιδεολογία, δίκην των αλήστου μνήμης εποχών του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού»; — η συζήτηση, λοιπόν αυτή, διεξάγεται σε περιθωριακά ή κυρίαρχα έντυπα του λογοτεχνικού χώρου με όρους προσκοπισμού και πιονερισμού. Βροντωδώς ακατάληπτοι «κριτικοί» ινστρούχτορες συγκροτούν «ποιητικές ομάδες» κατηχητόπουλων ανά έτος ή εξάμηνο. Ο μεταφυσικός Ρίτσος ή ο κοινωνικός Παπαδίτσας στον πρωτόγονο μανιχαϊσμό αυτής της λογικής, που ανάγεται στην εποχή του λίθου, δεν χωρούν. Για να μη μιλήσουμε για το Σολωμό ή τον Παπαδιαμάντη.
Δ. ΑΓΓ.: Συμφωνώ. Γιατί κάθε ποίημα που γράφουμε είναι και μια απάντηση στο επίμονο ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο αινικτός χαρακτήρας του λόγου και το άφευκτο του θανάτου. Κι αυτή η απολύτως προσωπική, υπαρκτική απόκριση του ποιητή προϋποθέτει μια συγκεκριμένη, συνειδητή θέαση του κόσμου, ένα ήθος. Αλλιώς παύει να είναι πειστική και χάνεται μέσα στους άλλους λόγους της αγοράς, τους αδιάφορους.
Θέλω να καταλήξω πως δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε τη σημερινή έλλειψη κριτηρίων με αποκλειστικότητες είτε κοινωνικού είτε πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα, αξιολογώντας κάθε ποιητικό κείμενο στη βάση προαποφασισμένων λογοκριτικών αξιώσεων. Απέναντι στο ήθος του ποιητή πρέπει να βρίσκεται ολόκληρος ο βιωμένος κόσμος, κι όχι κάποια αποσπασματική, εργαστηριακή θεωρία, αποστερητική της δημιουργικής ελευθερίας του.
Και για να προλάβω οποιαδήποτε παρεξήγηση, οι απόψεις αυτές διατυπώνονται από δύο ανθρώπους που η ποίησή τους δεν μένει ποτέ ασυγκίνητη μπροστά στα τρέχοντα γεγονότα: όταν όλος ο κόσμος έχει μετατραπεί σε σφαγείο, δεν μπορεί το ποίημα να μην είναι πληγή...
«ΙΔΕΟΔΕΙΚΤΗΣ»: Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα, πράγμα το οποίο είναι ξεκάθαρο στην ποίηση σας, ότι το κοινωνικό και το πολιτικό δεν μπορεί να αυτονομηθεί από τις πνευματικές αναφορές. Υπάρχει άραγε σήμερα χριστιανική ποίηση;
Δ. ΑΓΓ.: Ο όρος «χριστιανική ποίηση» παρουσιάζει μια θεμελιώδη εσωτερική αντίφαση, καθώς η εξωτερίκευση της ποιητικής ευαισθησίας δεν συμβιβάζεται απόλυτα με την εσωστρεφή, περισσότερο, επιδίωξη της σωτηρίας. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του αξεπέραστου «ασυμβίβαστου», η «χριστιανική ποίηση» χαρακτηρίζεται, γενικώς, από κοινότοπη θεματολογία, έντονη συναισθηματική διάχυση κι έναν απλοϊκής έμπνευσης ηθικολογικό διδακτισμό, μονοφυσιτικού, θα έλεγα, χαρακτήρα αφού δεν προσλαμβάνει τη σάρκα του κόσμου, μόνο τη θεωρία του. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτός ο υφολογικός μανιερισμός εκφράζει κι έναν ψυχικό μανιερισμό που θα πρέπει έντονα να μας προβληματίσει...
Η χριστιανική ποίηση δεν είναι μια δημόσια διακήρυξη της πίστης, αλλά ομολογία του μυστηρίου και της ιερότητας που μας περιβάλλει, καθώς και της δραματικής πάλης του ανθρώπου με το Θεό. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια σολιψιστική ή αυτοαναφορική δραστηριότητα, αλλά αποτελεί ένα διαρκές απευθύνεσθαι, μια αναμέτρηση με τον εγωπαθή εαυτό μας και τον άλλο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι διδακτική, αλλά αυθεντική επαναστατική.
Δ. ΚΟΣΜ.: Για το μείζον τούτο κεφάλαιο, έχουμε τοποθετηθεί και οι δυο μας, και άλλοτε, δοκιμιακώς και δημοσίως. Προσθέτω ότι η πρόκληση για τον ποιητή στους καιρούς μας είναι το μέγα τραύμα του αποϊεροποιημένου κόσμου, άρα και η ανάγκη ανάδειξης της οντολογικής δίψας για οργανική σχέση κοινωνίας με το ιερό. Τούτο αποτελεί, στις μέρες μας, το μεγάλο ζητούμενο. Προηγουμένως, μίλησα για τις διαστρεβλώσεις των ιδεολογικών παραχαράξεων. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ δεν έχουμε την ανάγκη μιας νέου τύπου ιδεολογίας, αντίστοιχης με τα εντάλματα της κατά σάρκαν σοφίας του κόσμου.
Επομένως, αυτό που νοείται ως «χριστιανική ποίηση» σήμερα, προσομοιάζει με όλες τις υπόλοιπες ιδεολογικές ταξινομήσεις. Η συναισθηματική ωραιολογία, ο δακρύβρεχτος αναμηρυκασμός εκ του ασφαλούς καταδεικνύουν χλομές προθέσεις και απόλυτη ένδεια ποιητικού αποτελέσματος.
Το οντολογικό, όμως, τραύλισμα που μέσα από σύγχρονες μορφές —αφού μορφή και αποτέλεσμα είναι η ποίηση— φανερώνει τη δίψα του υπερβατικού ως αναγκαία συνθήκη για την κοινωνία και το πρόσωπο, είναι το ζητούμενο. Λυπούμαι (αλλά και χαίρομαι συνάμα) γιατί αυτό το βρίσκουμε, ανεπίγνωτα ή εν επιγνώσει, στο Ρεμπό, στον Αρτό, στο Σολωμό, στον Καρούζο, στον Παπατσώνη ή τη Βότση, τη Δημουλά και τον Ελύτη. Άρα;
«ΙΔΕΟΔΕΙΚΤΗΣ»: Πιστεύετε ότι σήμερα στην Ελλάδα παράγεται ποίηση;
Δ. ΑΓΓ.: Συχνά σήμερα ανεβαίνουμε στη σκηνή του ποιήματος για ν’ αντικρίσουμε ένα πτώμα: είναι το ποίημα χωρίς παραλήπτη, είναι στίχοι αδιάφοροι και γριφώδεις που δεν ρίχνουν φως στο τόσο σκοτάδι μας.
Όμως εξακολουθεί η ποίηση και σήμερα να μυθολογεί τον κόσμο, παρά τη βαθμιαία απόσυρση του πολιτισμού μας από τις λέξεις.
Κι αν μοιάζει κάποιες φορές ο ποιητικός λόγος, εξαιτίας του εθισμού μας στην τηλεοπτική κυριολεξία, με εναντιολογία ή με την απελπισμένη δήλωση ενός ανθρώπου μοναχικού, τούτο δεν θα πει πως σήμερα δεν γράφεται ή δεν διαβάζεται ποίηση. Σημαίνει μόνο ότι δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του γενικού ενδιαφέροντος, δεν παύει, όμως, να ευαισθητοποιεί, ως τέχνη εκλεκτιστική τις συνειδήσεις ενός μικρού «λήμματος».
Δ. ΚΟΣΜ.: Άλλωστε, ποτέ η ποίηση δεν συμμετείχε στις λογικές της μαζικότητας. Οι ποιότητες αναιρούν την ποσοτική νοοτροπία του μαζικού, πολιτισμού.
Η ποίηση που παράγεται στα όρια της ελληνικής γλώσσας δεν κραυγάζει και χτίζεται εν αφανεία και ασκήσει. Βεβαίως, μπορεί η αληθινή ποίηση να μη φιλοξενείται στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και στα διαβόητα ένθετα των εφημερίδων.
Όπου, όμως, και όταν ανθεί, εγκλωβίζει εντός της το μυστήριο της ζωής, τη δίψα απάντησης στο συμβάν του θανάτου και την ανάγκη σύνδεσης με τον ομφάλιο λώρο της πνευματικής εμπειρίας και της συλλογικής μνήμης και ιστορικής σάρκας.
Η ποίηση προϋποθέτει τη ζωοποιό σταυρική νέκρωση για να βλαστήσει η ελεύθερη από καταναγκασμούς ζωή.
Συνέντευξη στον ΙΔΕΟΔΕΙΚΤΗ, Τύπος της Κυριακής, Κυριακή 22 Μαΐου 2005.