Ο Σολωμός έχει αφήσει πίσω του το βουητό του πολέμου, έστω και αν αυτό που περιγράφει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» δεν είναι παρά μια πολιορκία. Η χαρά της ζωής ξεσπά παντού, για την ακρίβεια η χαρά του πνεύματος, που ιλαρύνει τα πάντα και τα χαριτώνει, βάφοντας ακόμη και την οδύνη με τα πιο γλυκά χρώματα. Στην πραγματικότητα, η μάχη έχει καταπαύσει, βρισκόμαστε μέσα στην μυστηριακή σιγή, αυτή που προηγείται πάντα των μεγάλων γεγονότων: «Καί ἐγένετο σιγή ὡς ἡμιώριον», μας λέγει η Αποκάλυψη (η 1).
Ο ηρωικός πολεμιστής έχει αποσυρθεί «παράμερα», γιατί δεν έχει δύναμη καν να σηκώσει το τουφέκι του από την πείνα, οπότε απλώς «κλαίει». Τα παιδιά βρίσκονται και αυτά σε μια φριχτή ησυχία, καθώς «φθαρμένα καί μαῦρα» από την πείνα, στέκονται ανήμπορα «σάν ἴσκιους ὀνείρου». Τίποτε δεν κινείται. Και ο εχθρός εν τω μεταξύ περιμένει πότε θα λυγίσουν οι αγωνιστές, «σφυρίζει» απλά με «ἀμέριμνο στόμα». Και όμως, η μάχη είναι «πεισμωμένη» - φυσικά και είναι έτσι. Μιλάμε για τη μάχη του πνεύματος, τη μυστική προσπάθεια της καρδιάς να πεθάνει μέσα στην ουράνια ειρήνη, τον μόχθο της ζωής με όλα της τα σκιρτήματα -όχι δίχως αυτά- να αποβεί αιθέρια κατάπαυση. «Τίς μοι δώσει πτέρυγας ὡσεί περιστερᾶς καί πετασθήσομαι καί καταπαύσω;», διαβάζουμε στη Βίβλο.
Η μάχη είναι λοιπόν πεισμωμένη… «Πέλαγο μέγα βράζ’, ὁ ἐχθρός πρός τό φτωχό καλύβι». Η αντάρα στα στήθια του Αγαρηνού είναι μεγάλη, γιατί φθονεί την ελευθερία. Και ο κόσμος άλλωστε, για άλλους λόγους, είναι και αυτός ένας τρομερό θόρυβος: «βροντᾶ» («καί ἐγένεντο βρονταί καί φωναί καί αστραπαί και σεισμός», διαβάζουμε επίσης στην Αποκαλυψη, η 5). Μέσα σε όλα αυτά, και όχι παρά αυτά, ο Έρωτας στήνει χορό με τον «ξανθόν Ἀπρίλη». Ένας πολύ δυνατός στίχος λέγει ότι «ἡ φύσις ηὗρε τήν καλή και τή γλυκιά της ὥρα». Την «ὥρα»: μια λέξη που θα πει ότι φτάνουμε στον καρπό μιας μακράς διαδικασίας ωρίμανσης, που είχε ίσως χωρίς να το καταλάβουμε προηγηθεί. Σαν μάνα που ωδίνει, γιατί βρίσκεται σε τοκετό, έτσι και η φύση επιτέλους πια, ήρθε ο καιρός να βγάλει από μέσα της αυτό που τόσο καιρό κυοφορούσε. Και θα γεννοβολήσει σε ώρα «καλή και γλυκιά», γιατί πάντα ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο είναι στιγμή «καλή» για τη ζωή και «γλυκιά» για το πνεύμα, ως μεγάλη παρηγοριά απέναντι στο θάνατο.
Το γεννοβόλημα γίνεται «μές στή σκιά πού φούντωσε καί κλεῖ δροσιές καί μόσχους», μέσα στο δροσισμό της ανάπαυσης και της χαράς της ύπαρξης. Ο Δαβίδ έλεγε στον Θεό ότι δεν θα φοβηθεί, έστω και αν χρειαστεί να πορευτεί «ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου» (μέσα δηλαδή από σκοτεινές και απόκρημνες περιοχές), αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «σκιά ζωής», που πρέπει να διαβεί κανείς. Κι η ζωή είναι πάντα μυροβόλημα, μόσχος. Ξαφνικά όμως ακούγεται μέσα από αυτή την σκιά «ἀνάκουστος κηλαϊδισμός καί λιποθυμισμένος», άσμα δηλαδή πρωτάκουστο στον κόσμο, τραγούδι επίσης λιγόθυμο. Λιγόθυμο, γιατί μέσα του κρύβει μάλλον υπερβολή ζωής, τόσο μεγάλη που ούτε η ίδια η μουσική δεν μπορεί να την αντέξει.
Ο Σολωμός είναι άλλωστε γεμάτος από τις πιο εξαίσιες μελωδίες. «Ηχός, γλυκύτατος ηχός», γεμίζει τον αέρα ενός άλλου ήρωά του, ήχοι «γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι», που μοιάζουν «σάν τοῦ Μαγιοῦ τίς εὐωδιές». Εδώ βέβαια «το κελάηδημα» αυτό, που ως φωνή πουλιού δεν είναι πάρα έναρθρος ήχος, «λαλιά», ταυτίζεται μάλλον όχι με κάποιο συναίσθημα, αλλά με τον «λογισμό». Όχι με την λογική, αλλά με τον λογισμό, καθότι υπάρχει μια σαφής διαφορά- η μάνα, που ψιθυρίζει γλυκά λόγια στο ξενιτεμένο παιδί της, το οποίο και γύρισε μετά από χρόνια πολλά στην αγκαλιά της, δεν μιλά «λογικά». Οι ψιθυρισμοί της είναι βέβαια έλλογοι, τα λόγια της συναπαρτίζουν ολόκληρη «χορωδία νοημάτων», ωστόσο δεν του ανακοινώνει σκέψεις, αλλά του εκφράζει «λογισμούς». Βρισκόμαστε ωστόσο εδώ στο σημείο όπου αυτοί οι λογισμοί δεν εκφράζονται ακριβώς, αλλα αρθρώνονται εν τη γενέσει τους, στην πρώτη πρώτη τους στιγμή- πάμε πιο πίσω στη δυναμική των νοημάτων, και αυτό είναι που έχει τόση σημασία.
Η πνευματική καθαρότητα, την οποία συμβολίζει άλλωστε η εξαγνιστική δύναμη του ύδατος, κυριαρχεί: «νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα». Είναι τα μυστικά νάματα της καρδιάς, που τροφοδοτούν τον λογισμό, που τον εμψυχώνουν, που του δίνουν «εργόχειρο». Νάματα γεμάτα καθαρότητα, απονήρευτα, άδολα, αγνά και αθώα. Και αυτά όμως «χύνονται μές στήν ἄβυσσο τήν μοσχοβολισμένη». Έχουμε άραγε σκεφτεί ότι πάντα οι λογισμοί μας κατεβαίνουν στην μεγάλη άβυσσο της ύπαρξης, τους δέχεται ο μυστικός κρουνός της ζωής, κάποιος νους που έχει μέσα του θεϊκή σφραγίδα, που φέρει το αποτύπωμα του Δημιουργού μέσα μας; «Χύνονται» εκεί οι βαθύτεροι λογισμοί, πέφτουν μέσα στον ωκεανό της καρδιακής σοφίας, όπου όμως δεν χάνονται, αλλά δυναμώνουν ακόμη πιο πολύ. Όπως καθίσταται πιο δυνατό ένα λουλούδι, αν το βάλουμε μέσα σε ένα απέραντο λιβάδι. Η άβυσσος αυτή είναι τέλος «μοσχοβολισμένη», ως η μητέρα βέβαια της πνευματικής ευωδίας. Οι λογισμοί μάλιστα αντλούν από εδώ την «ευωδιά» τους, της αφήνουν όμως ως αντίδωρο τη δροσιά τους.
Τι να σημαίνει άραγε αυτό; αξίζει να ρωτήσουμε. Οι λογισμοί βγαίνουν πιο «αρωματισμένοι» από τη συνάντησή τους με το πέλαγος την καρδιάς, αλλά και η τελευταία, βλέποντας με τη σειρά της ότι τα έργα της –γιατί η καρδιά είναι που λογίζεται- είναι αγαθά, ευφραίνεται, καταλαβαίνει μυστικά ότι μπορεί να εργάζεται καλά. Αγαλλιά, οπότε δέχεται τη δροσιά των παιδιών της. Ανανεώνει έτσι και τη δική της δροσιά- ας μην φανεί αυτό παράξενο, καθώς κι η άπειρη θάλασσα ωφελείται ακόμη και από το πιο μικρό ποταμάκι. Το προσωρινό στοιχείο μπορεί να δέχεται μια αύρα που τελικά το μεγαλύνει, το κάνει κάτι περισσότερο από απλώς συνώνυμο του «εφήμερου». Γεμάτα τότε από μια ταπεινή, θα λέγαμε, καύχηση (φαινομενικά μόνο το σχήμα αυτό πρέπει να ονομαστεί «οξύμωρο»), παίνεμα όχι για τον εαυτό τους, αλλά για «την πηγή τους», την μυστική βρύση από όπου αναβρύζουν, οι λογισμοί επιδεικνύονται κατά κάποιον τρόπο. Δείχνουν «τά πλούτια τῆς πηγῆς τους». Τα δείχνουν από μια ανάγκη υπαρξιακή να φτάσουν στο φαίνεσθαι, να γείρουν προς το φως, να έχουν μια πλευρά «ορατή», προϋπόθεση του διαλόγου. Τα όντα από την ίδια τους τη φύση είναι ικανά να «δείχνονται», να έχουν πλευρές, να έχουν όψεις. Και δείχνοντας την υψηλή καταγωγή τους, «τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καί κάνουν σάν αηδόνια».
Είναι ίσως ένα από τα μυστικά της ποίησης ότι δεν δουλεύει προσπαθώντας να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων (αυτό το επιδιώκει η Φιλοσοφία, και γι’ αυτό μονίμως μοίρα της είναι να ματαιοπονεί), αλλά να δείξει τις ενέργειές τους. Αντί να πει τι είναι ένα δέντρο, το δείχνει ως σκιά, ως δροσισμό, ως καρποφορία, ως κάλλος, ως σκίρτημα δηλαδή ζωής, έχοντας πάντα στο νου της ότι δεν περιγράφει απλές συμπτώσεις, αλλά τον δυναμισμό της ύπαρξης. «Καί κάνουν σάν ἀηδόνια»: κρύβονται σαν αηδόνια, τραγουδούν σαν αηδόνια, γεμίζουν τις ξάστερες νύχτες σαν τα αηδόνια. «Ἔξ’ ἀναβρύζει κι ἡ ζωή σ’ γῆ, σ’ οὐρανό, σέ κῦμα».
***********
Η μαγεία της φυσιολατρίας του Σολωμού είναι ότι δεν είναι «φυσιολατρία», δεν παραδέχεται στα αλήθεια καμιά αυθυπαρξία της ύλης, κάποια αυτοδυναμία της. Πάντα στο νου του, όταν μιλά για φύση, έχει τον άνθρωπο, και όταν μιλά για τον άνθρωπο, έχει τον Θεό. Γι’ αυτό και λέγει ότι «ἔξ’ ἀναβρύζει κι ἡ ζωή σ’ γῆ , σ’ οὐρανό, σέ κῦμα». Ακόμη και το κύμα, αυτό το περιπετειώδες στοιχείο του βίου, το επίφοβο και αδάμαστο μέρος της ζήσης, ακόμη και αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η μυστική «ρυτίδωση» της ύπαρξης. Μια απόκρυφη, μια μαγική χαρακιά στο μέτωπο της Ζωής, μια πνευματική κατεργασία. Τότε, όμως, στο «ἀκίνητο καί ἄσπρο νερό» της λίμνης, της ύπαρξης, το οποίο μάλιστα είναι «ἀκίνητο ὅπου κι ἄν ἰδεῖς», σε οποιαδήποτε επιμέρους εκδοχή του (κάθε επιμέρους φωνή της χορωδίας της καρδιάς είναι ειρηνική), και επιπλέον «κάτασπρ’ ὡς τόν πάτο» (γιατί δεν πρόκειται για μια απλή εξωτερική μαρμαρυγή, αλλά για μια έσωθεν αχτινοβόληση), «μέ μικρόν ἴσκιον ἄγνωρο ἔπαιξ’ ἡ πεταλούδα». Καθένας μας δηλαδή δεν παίζει στη ζωή παρά με τον ίσκιο του, με το αποτύπωμα που αφήνει στον κόσμο ως παρουσία, ως πράξη. Ένα αποτύπωμα- σκιά, που, όμως, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε τον εαυτό μας ως ορατό στοιχείο, και πάνω σε αυτό το στοιχείο όχι να «εργαστούμε»- αυτό δεν γίνεται- αλλά να «παίξουμε». Πάντα βέβαια με την ίδια σοβαρότητα που παίζει ένα παιδί. Ένας ρώσος λαϊκός άγιος, διά Χριστόν σαλός, ρώτησε ένα παιδάκι, αν ήθελε να παίξει με τον Κύριο. «Βλέπεις, του είπε, το να παίξεις με τον Κύριο είναι το πιο μεγάλο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις στη ζωή σου. Ο Θεός είναι ο καλύτερος σύντροφος για τα παιχνίδια σου»- αυτό ισχύει όμως μόνο για όσους είναι παιδιά.
Η πεταλούδα αυτή είχε «εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στόν ἄγριο κρίνο». Ο Σολωμός γνωρίζει ως φαίνεται τη σημασία του ρητού «ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Ξέρει ότι γίνεται κανείς να κοιμάται και όμως να αγρυπνεί, τόσο που ο ύπνος του να είναι και αυτός μια άθληση, μια μοσχοβολιά. Ποτέ δεν νυστάζει, λέγει η Γραφή, «ὁ φυλάσσων τόν Ἰσραήλ». Ούτε κι οι δούλοι του νυστάζουν ποτέ, γιατί, κι όταν κοιμούνται, δεν ονειρεύονται ακριβώς, αλλά η καρδία τους φυλά τις φυλακές της νυκτός.
«Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γιά πές ἀπόψε τί ’δες». Αλαφροΐσκιωτος: ο άνθρωπος με την ελαφριά σκιά, ο άνθρωπος που δεν επιστρέφει πίσω στη γη το βάρος, όπου πατά, που βηματίζει ανάερα, που τρώγει σαν να δέεται και πίνει σαν να δοξολογεί, που προσπερνά τις όποιες δύσκολες καταστάσεις σαν να βρίσκονται λίγο έξω από την πραγματικότητα, γιατί είναι ταπεινός. Άνθρωπος όμως που αναμετριέται με το μέγεθος της τραγωδίας του κόσμου, όχι διανοητικά, αλλά ως βίωμα, πάντα συμπάσχοντας. Και η καλοσύνη ακόμη στην πραγματικότητα κρύβει και αυτή μεγάλο αγώνα, γιατί, για να φτάσει ο άνθρωπος να δει στ’ αλήθεια μόνο το αγαθό στον άλλον, σημαίνει ότι νίκησε την «γνώση», αυτή που «φυσιοῖ». Και έφτασε στην καλή άγνοια, όχι εκείνη ασφαλώς που λογιάζεται για αμαρτία. Τι είδε; «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», λέγει ο γνωστός αριστουργηματικός στίχος που ακολουθεί. Την νύχτα, άλλωστε, ποιος δεν το ξέρει, είναι ανοιχτοί οι ουρανοί. Την μέρα, είπε κάποιος άλλος άγιος, να εργάζεσαι τους κόπους του αγαθού, να κάνεις καλές πράξεις, για να έρθει μετά η νύχτα, να σε ευλογήσει με την θεωρία της. Τότε είναι ο καιρός της προσευχής, του θείου έρωτα, ο καιρός της προσευχητικής παραφοράς. Και ο Θεός χαρίζει τις νύχτες στους ασκητάδες γνώση και θεωρία, χαρίζει τα δάκρυα.
Μέσα στην τέλεια ακινησία του ουρανού -ο Θεός είναι άλλωστε η ακατάληπτη ειρήνη- και της θάλασσας, χωρίς να υπάρχει ούτε η ελάχιστη ταραχή, μήτε καν όσο αυτή που κάνει μια μέλισσα γύρω από ένα λουλουδάκι, ο Αλαφροΐσκιωτος είδε ένα περίεργο θέαμα. Μέσα σε κάτι που «άσπριζε» στη λίμνη, μέσα δηλαδή στο μέρος της ψυχής που μπορεί να υποδέχεται, ήρθε κι ανακατώθηκε ο αντικατοπτρισμός του Φεγγαριού. Όχι το ίδιο το Φεγγάρι, μόνο η αναλαμπή του, το φως του ως δωρεά δωρεάς. Και «μόνο» το φεγγάρι αντικαθρεπτίστηκε εκεί, σημειωτέον, τίποτε άλλο. Και ξαφνικά, από αυτή την μυστική σύγκραση, από αυτήν την ένωση των μαγικών αντιλαμπών, «ὄμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη μέ τό φῶς του», το φως δηλαδή του Φεγγαριού. Απο αυτό αναδύεται η γνωστή αιθέρια μορφή της Φεγγαροντυμένης, που αγλαΐζει και άλλα ποιήματα του Σολωμού (πχ Κρητικός). Η ύπαρξη ξετυλίγεται βαθμιαία, το κάλλος αποκαλύπτεται πάντα για να αιχμαλωτίσει- το θείο κάλλος είναι για τους θεολόγους άλλωστε αυτό που γεννά τον έρωτα στη ψυχή. Και εδώ ο λόγος αφορά κάποιο νοητό κάλλος, δώρο και αυτό του Θεού στον άνθρωπο. Αυτό και εξέρχεται σαν αποκάλυψη που βγαίνει μέσα από την θάλασσα, παίρνοντας μάλιστα την μορφή μιας «κορασιάς», η οποία δεν είναι ακριβώς όμορφη καθεαυτή, όσο ντυμένη το φως του Φεγγαριού. Αυτό την καθιστά ασυναγώνιστα ωραία.
«Κορασιά»: γιατί ίσως η θέρμη της Ελληνίδας, η αγωνιστικότητά της, η επιθυμία της να συντηρήσει τη ζωή, έστω και αν απαιτηθεί γι’ αυτό θάνατος, η γυναίκα ως υπηρέτρια της ζήσης, ως νικήτρια της ασχημίας, όλα αυτά κυριαρχούν εδώ. Μαζί κυριαρχεί και η ιδέα ότι η γυναίκα στην ουσία καθοδηγεί τον άνδρα, γίνεται οδηγός του. Και έτσι, ο Αλαφροΐσκιωτος στέκεται μαγεμένος και κοιτά αλλοπαρμένος την κοπέλα. Προπαντός όμως την αντικρίζει μεταμορφωμένος. Η μητέρα είναι βέβαια η μεγάλη καταλυτική δύναμη στον ψυχισμό κάθε παιδιού, το πιο ιερό πρόσωπο.
Η γυναίκα άλλωστε θα είναι αυτή που προπορευθεί σε λίγο, μπροστά ακόμη και από τους αγωνιστές, στην μεγάλη Έξοδο, καθώς αυτή θα σπείρει τον ηρωισμό, ως συνήθως. Ας μη μας φαίνεται παράξενο. Γι’ αυτό και λίγο παρακάτω ο Σολωμός αποκαλεί αυτές τις ηρωίδες μάνες και αδελφές «ἀντρογυναῖκες». Χάρη σε τούτες, όλοι καθίστανται έτοιμοι. «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα»: «δρόμο νά σχίσουν τά σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νά μείνουν, ἐκεῖθε μέ τούς ἀδελφούς, ἐδῶθε μέ τό χάρο». Η τραγική έξοδος προς τη Ζωή: ένας νέος ορισμός του τραγικού ίσως είναι «αυτό που καταδεικνύει τη ζωή ως έξοδο από το θάνατο».
Ιδού όμως και ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα, με τον τίτλο «Ὁ Πειρασμός»:
Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, γραμματόσημο με τη μορφή του Διονυσίου Σολωμού.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Ξέρω, κ. Ιωάννου, ότι μόνον ο ανώτερος επιτρέπεται να συγχαρεί τον κατώτερο. Επέτρεψε (Καβαφικός και ουχί Τριανταφυλλιδικός γαρ) την εξαίρεση αυτήν την φορά : ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !
Αυτή είναι συγκροτική, δημιουργική παρουσίαση ενός Ποιήματος. Όχι η αναλυτική-διαλυτική κριτική των δήθεν ειδημόνων κριτικών. Η δική σου παρουσίαση διδάσκει ΤΡΟΠΟ μετάληψης της Ποίησης. Ως η Θεία Μετάληψη, γι αυτό και τραγική. Ναι, τραγικό είναι “αυτό που καταδεικνύει την ζωή ως έξοδο από τον θάνατο”. Γι αυτό και ο άλλος Έλληνας Ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, γράφει : … η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος.
Σ’ ευχαριστώ για την προσφορά σου.