Σήμερα όταν μιλάμε για ανθρώπινη γλώσσα συμπεριλαμβάνουμε επιστημονικά κάθε πλευρά της: τη βιολογική της προέλευση, τη γραμματική της δομή, την παραγωγή και πρόσληψη του λόγου, την παθολογία των γλωσσικών διαταραχών και τη συνεχή εξέλιξη των γλωσσών και διαλέκτων. Πίσω όμως από τις πρόσφατες ανακαλύψεις των γνωσιακών επιστημών και της γλωσσολογίας βρίσκονται: καθολικές βαθιές δομές, νοήμονα βρέφη, γονίδια γραμματικής, τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, χιμπατζήδες που χειρίζονται σήματα, παράδοξες εγκεφαλικές βλάβες καθώς και έρευνες για τη μητέρα όλων των γλωσσών. Εδώ θυμίζουμε πως πριν από περίπου σαράντα χρόνια γεννήθηκε μια καινούργια επιστήμη. Ονομάζεται γνωσιακή επιστήμη (cognitive science) και συνδυάζει εργαλεία από την ψυχολογία, την πληροφορική, τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία και τη νευροβιολογία προκειμένου να εξηγήσει τους μηχανισμούς της ανθρώπινης νοημοσύνης. Κατά μια άποψη η γλώσσα συνδέεται άρρηκτα και καθοριστικά με τη νόηση του ανθρώπου καθώς η σχέση γλώσσας και νόησης είναι εγγενής. Δηλαδή είναι βιολογικά προσδιορισμένη. Έτσι ως γλώσσα δεν ερμηνεύεται τόσο μια άκαμπτη σχέση του τύπου «ερέθισμα» και «απόκριση στο ερέθισμα», άποψη η οποία ονομάζεται στρουκτουραλιστική ή συμπεριφοριστική. Η κρατούσα άποψη, στις ημέρες μας, είναι ότι ο άνθρωπος γεννιέται με γλωσσικές καταβολές ∙ πράγμα που σημαίνει ότι νοητικά δημιουργεί προσθήκες, αφαιρέσεις, αντικαταστάσεις, εναλλαγές και μετακινήσεις γλωσσικών στοιχείων. Ωστόσο, αυτές οι καταβολές δεν δρουν από μόνες τους. Υποβοηθούνται από το περιβάλλον, επειδή με αυτό ενεργοποιούνται τα ερεθίσματα και οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την επώαση και ανάπτυξη του γλωσσικού φαινομένου. Τι γίνεται όμως με αυτήν την παραδοχή; Κατά την οποίαν η γλώσσα σχεδόν ταυτίζεται με τη νόηση; Αυτό που γίνεται είναι ότι αποδεχόμαστε ότι η γλώσσα είναι ένα ένστικτο.
Οι βιολόγοι πιστεύουν ότι ένα και μόνο επικρατούν γονίδιο ελέγχει την ικανότητα εκμάθησης της γραμματικής. Ένα παιδί που λέει τη φράση: «βλέπω πέντε γιατροί», αντί για: «βλέπω πέντε γιατρούς» δεν είναι αναγκαστικά ανόητο. Απλώς έχει μία μικρή έλλειψη στα χρωμοσώματά του. Η γλώσσα λοιπόν λειτουργεί με τον εξής τρόπο. Ο εγκέφαλός μας περιέχει ένα λεξικό, το οποίο περιλαμβάνει τις λέξεις και τις έννοιες, τις οποίες οι λέξεις αντιπροσωπεύουν (ένα νοητικό λεξικό). Περιλαμβάνει επίσης ένα σύνολο κανόνων, το οποίο συνδυάζει τις λέξεις για να μεταδώσει σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες (μια νοητική γραμματική). Η νοητική γραμματική και το νοητικό λεξικό, που έχουμε, σε συνδυασμό με τις παραστάσεις οι οποίες δημιουργούνται με τη φαντασία στο μυαλό μας, παράγουν αυτό που λέμε: νοητικά φαινόμενα. Θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε και μορφές ζωής. Όσο λιγότερα νοητικά φαινόμενα ή μορφές ζωής έχει ένα άτομο, τόσο περισσότερο το άτομο αυτό νοσεί, με την ευρύτερη έννοια. Τώρα αν διακόψουμε κάποιον ομιλητή σε ένα τυχαίο σημείο μιας πρότασης, τότε υπάρχουν κατά μέσο όρο περίπου δέκα διαφορετικές λέξεις, τις οποίες θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε σε αυτό το σημείο, προκειμένου η πρόταση η οποία θα συνεχιστεί να είναι γραμματικά σωστή και κατανοητή. Πράγμα που δείχνει το συνδυαστικό απόθεμα, το οποίο ενυπάρχει στον εγκέφαλο. Έτσι αυτό που λέγανε οι γλωσσολόγοι του 19ου αιώνα, είναι αληθές. «Η γλώσσα κάνει ευρύτατη χρήση πεπερασμένων μέσων». Ο κώδικας τον οποίον χρησιμοποιούμε για να μεταφράζουμε συνδυασμούς σκέψεων σε σειρές λέξεων και, αντίθετα, σειρές λέξεων σε συνδυασμούς σκέψεων, καλείται γενετική γραμματική.
Αναφορικά τώρα με την ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στις γλώσσες, υπενθυμίζουμε ότι υπάρχουν πολλές υποθέσεις. Ας μείνουμε λίγο σε αυτήν του Κάρολου Δαρβίνου. Ο Δαρβίνος (1809 – 1882) λοιπόν, ισχυρίστηκε ότι δανείστηκε κάποιες από τις ιδέες του, σχετικά με τη βιολογική εξέλιξη, από τη γλωσσολογία της εποχής του. Οι κυρίαρχες γλώσσες και οι διάλεκτοι δηλαδή, που διαδίδονται ευρέως, οδηγούν βαθμιαία στην εξαφάνιση άλλων γλωσσών. Μια γλώσσα, όπως ένα είδος, όταν εξαφανιστεί, δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά. Οι διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες και οι διαφορές ανάμεσα στα είδη, λέει ο Δαρβίνος, είναι αποτέλεσμα τριών διαδικασιών, οι οποίες ενεργούν κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πρώτη διαδικασία είναι η ποικιλότητα, ή αλλιώς η μετάλλαξη στην περίπτωση των ειδών. Η μετάλλαξη ισοδυναμεί με την καινοτομία στην περίπτωση των γλωσσών. Η δεύτερη διαδικασία είναι η κληρονομικότητα, ώστε οι απόγονοι να μοιάζουν με τους προγόνους τους. Με άλλα λόγια, η γενετική κληρονομικότητα μεταξύ των ειδών. Η γενετική κληρονομικότητα ισοδυναμεί με την ικανότητα για μάθηση, στην περίπτωση των γλωσσών. Η τρίτη διαδικασία είναι η απομόνωση εξαιτίας της γεωγραφίας (ή της εποχής αναπαραγωγής) ανάμεσα στα είδη. Αυτή, εξισώνεται με τη μετανάστευση των λαών ή τους κοινωνικούς φραγμούς, στην περίπτωση των γλωσσών. Συμπερασματικά για να καταλάβουμε γιατί υπάρχουν περισσότερες από μια γλώσσες, πρέπει να κατανοήσουμε τις συνέπειες τις καινοτομίας, της μάθησης και της μετανάστευσης.
Αναφορικά όμως με την εύκολη εκμάθηση μιας γλώσσας στα νιάτα μας και την δύσκολη εκμάθησή της, όταν μεγαλώνουμε, ο εξελικτικός βιολόγος George Williams (1926 – 2010) και ο ανοσοβιολόγος Peter Medawar (1915 – 1987), πρότειναν μια έξυπνη απάντηση, εμπνεόμενοι από την ευρύτερη θεωρία του Δαρβίνου. Η φυσική επιλογή, λένε, όταν σχεδιάζει οργανισμούς, θα ευνοήσει τη δυνατότητα εκείνη , η οποία θα έχει οφέλη για τον νεαρό οργανισμό και κόστος για τον γερασμένο οργανισμό. Αυτή η ασυμμετρία, λένε, είναι ριζωμένη μέσα μας. Η απόκτηση λοιπόν της γλώσσας είναι όπως οι λοιπές βιολογικές λειτουργίες. Η γλωσσική αδεξιότητα των ενηλίκων τουριστών φερ` ειπείν σε μια χώρα, είναι το τίμημα που πληρώσανε οι ίδιοι, για τη γλωσσική ευφυΐα που έδειξαν, όταν ήταν βρέφη, όπως η εξασθένηση λόγω γήρατος είναι το τίμημα που καταβάλλουμε, για το σφρίγος της νιότης μας που πέρασε. Ας μη ξεχνάμε όμως την περίφημη υπόθεση του γλωσσοανθρωπολόγου Εdward Sapir (1884 – 1939) και του χημικού μηχανικού-γλωσσολόγου Benjamin Lee Whorf (1897 – 1941) για τη φύση και τη λειτουργικότητα της γλώσσας. Η υπόθεση αυτή, έχει δύο εκδοχές. Η πρώτη ονομάζεται γλωσσικός καθορισμός ή γλωσσικός ντετερμινισμός, που σημαίνει ότι οι σκέψεις μας καθορίζονται από τη γλώσσα μας. Η δεύτερη εκδοχή καλείται γλωσσικός σχετικισμός. Κατ` αυτήν, η γλώσσα επηρεάζει αλλά δεν καθορίζει τη σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, για αυτούς, οι διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες, προκαλούν τις διαφορές στη σκέψη των συνομιλητών τους. Ή αλλιώς, οι διάφορες γλώσσες κάνουν τους ομιλητές τους να ερμηνεύουν την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα οι Εσκιμώοι έχουν 27 λέξεις για το χιόνι και στις Φιλιππίνες υπάρχουν 92 διαφορετικές λέξεις για το ρύζι.
Πράλληλα, ο ονομαστός γλωσσολόγος των ημερών μας Noam Chomsky (1928 - ), έχει προβληματίσει πολλούς μελετητές του με τον σκεπτικισμό του, στο κατά πόσον η δαρβίνεια φυσική επιλογή, μπορεί να εξηγήσει την απαρχή του γλωσσικού οργάνου. Υπενθυμίζουμε ότι η φυσική επιλογή, ως θεωρία διατυπώθηκε το 1858, και ότι, σύμφωνα με αυτήν, οι οργανισμοί που είναι προσαρμοσμένοι καλύτερα στο περιβάλλον αφήνουν περισσότερους απογόνους – με αποτέλεσμα ως είδος να επιβιώνουν περισσότερο χρόνο – από τους οργανισμούς εκείνους, που είναι λιγότερο προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον. Ωστόσο, ο Chomsky δεν αποκλείει τη γλώσσα από μια εξελικτική προσαρμογή, όπως δεν αποκλείει, από την προσαρμογή αυτή, το μάτι, το αφτί, το χέρι, κ.λπ., τα κύρια συστατικά μέρη των οποίων έχουν σχεδιαστεί να επιτελούν σημαντικές λειτουργίες. Ο Chomsky, στο σημείο αυτό, θέτει τη βάση του προτύπου των κοινωνικών επιστημών, σύμφωνα με το οποίο ο ανθρώπινος ψυχικός κόσμος διαπλάθεται από το πολιτιστικό περιβάλλον. Υπενθυμίζουμε ότι ο αμερικανός γλωσσολόγος συγκαταλέγεται στους δέκα συγγραφείς που μνημονεύονται περισσότερο, στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών. Ξεπερνά τον Hegel και τον Κικέρωνα και ακολουθεί τον Marx, τον Lenin, τον Shakespeare, τη Βίβλο, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Freud. Ο Chomsky υποστήριξε ότι τα παιδιά, είναι εγγενώς εφοδιασμένα με ένα σχέδιο κοινό για την πρόσληψη των γραμματικών όλων των γλωσσών, με μια καθολική γραμματική (universal grammar), στα νευρωνικά τους κυκλώματα, σύμφωνα με την οποία μαθαίνουν τα συντακτικά πρότυπα, της ομιλίας των γονέων τους. Όπως όμως η μύγα δεν έχει επίγνωση της λογικής της ωοτοκίας και η αράχνη δεν έχει τέλεια επίγνωση του ιστού, τον οποίον κατασκευάζει, έτσι και εμείς, ως ομιλητές, δεν έχουμε συνειδητότητα του μηχανισμού της γλώσσας. Οι σκέψεις μας σχεδόν βγαίνουν αβίαστα από μέσα μας. Είμαστε μια λογορροϊκή μηχανή.
Παραμένοντας στη γλώσσα και τις δυσκολίες της, μνημονεύουμε τον επιστημολόγο Karl Popper (1902 – 1994), οποίος διέκρινε τρεις τύπους μαθησιακών διαδικασιών. 1. Μάθηση, με την έννοια της ανακάλυψης, δηλαδή με τη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης. 2. Μάθηση με μίμηση. 3. Μάθηση με επανάληψη ή με εξάσκηση. Τέτοια, μπορεί να είναι η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου ή της οδήγησης. Εδώ, για να τονίσουμε τη σημασία της γλώσσας στην κατανόηση του κόσμου, ας θυμηθούμε τον πολύ Ludwig Wittgenstein (1889 – 1951), ο οποίος είπε ότι στη φιλοσοφία, δεν υπάρχουν γνήσια φιλοσοφικά προβλήματα παρά μόνον γλωσσικοί γρίφοι. Και ότι, εάν ένα πρόβλημα είναι επιλύσιμο, τότε δεν είναι φιλοσοφικό. Ας δούμε όμως λίγο πιο εκτεταμένα με ποιόν τρόπον ο ίδιος ο Αυστριακός φιλόσοφος έθεσε τα όρια του νοήματος στη γλώσσα. Η συνολική πραγματικότητα, για αυτόν, διαιρείται σε δύο σφαίρες. Η πρώτη σφαίρα περιλαμβάνει αυτά τα οποία δεν κατανοούμε εννοιολογικά (Θεός, ηθική, συνείδηση…) και κατά συνέπεια για αυτήν δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Η άλλη σφαίρα περιλαμβάνει τον κόσμο της εμπειρίας μας, για τον οποίο, ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε λόγο, προσπαθώντας να τον κατανοήσουμε. Ο Wittgenstein λέει ότι εάν δοκιμάσουμε να ξεπεράσουμε τα όρια του νοήματος του εμπειρικού κόσμου τότε αυτό, που θα παράγουμε θα είναι μια ανοησία. Εμβληματική, άλλωστε είναι η φράση του: «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει». Για τον Wittgenstein, οι λέξεις αντλούν το νόημά τους από τις προθέσεις των χρηστών τους. Για να κατανοήσουμε τι λέει κάποιος, επιβάλλεται να γνωρίζουμε τι έχει ο συγκεκριμένος άνθρωπος στο μυαλό του. Επέμενε ότι η γλώσσα έχει δημόσιο και όχι ιδιωτικό χαρακτήρα και ότι μαθαίνουμε να τη χρησιμοποιούμε, από άλλους ανθρώπους, στις διάφορες κοινωνικές μας περιστάσεις. Ακόμα και στην περίπτωση ενός πονόδοντου, μας λέει, παρόλο που αυτός έχει ξεχωριστή ταυτότητα στον καθένα μας, από το επιφώνημα και μόνον που βγάζουμε, συμπεραίνουμε ότι μοιραζόμαστε κοινή γλώσσα.
Οι λέξεις αντλούν το νόημά τους από ολόκληρες μορφές ζωής. Έχουμε, λ χ., τους επιστημονικούς όρους, στον κόσμο της επιστήμης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται με συγκεκριμένο τρόπο από την επιστημονική κοινότητα. Παράλληλα, έχουμε τον κόσμο της θρησκείας και της θεολογίας, ο οποίος έχει τη δική του γλώσσα. Επίσης διαθέτουμε τον κόσμο της μουσικής , των επιχειρήσεων, κ.λπ. Ό, τι φαινομενικά είναι η ίδια έννοια, σε δύο ή τρεις μορφές ζωής, ενδέχεται να λειτουργεί εντελώς διαφορετικά στους ανάλογους κόσμους. Παραδείγματος χάριν, έχουμε τη λέξη «μαρτυρία». Αυτή λειτουργεί εντελώς διαφορετικά για έναν δικηγόρο, για έναν ιστορικό και για έναν φυσικό. Η έμμεση μαρτυρία δεν γίνεται δεκτή σε ένα δικαστήριο, ενώ αντίθετα είναι η μόνη μαρτυρία, που διαθέτει ένας ιστορικός, την οποίαν βέβαια χρησιμοποιεί και πάλι με επιφυλακτικό τρόπο. Επίσης έμμεση μαρτυρία στη φυσική δεν υπάρχει. Η γλώσσα λοιπόν σε κάθε μορφή ζωής, είναι διαφορετική. Εξού και η άποψη του Wittgenstein ότι: «Αν ένα λιοντάρι θα μπορούσε να μιλήσει, εμείς δεν θα το καταλαβαίναμε». Μια άλλη άποψη του ίδιου για τον προσδιορισμό της μορφής ζωής είναι η περίπτωση με το παραμύθι. Μας τονίζει πως το παραμύθι επινοεί μονάχα πράγματα που δε συμβαίνουν, δεν λέει όμως ανοησίες, γιατί μέσα του υπάρχει συνοχή. Τούτο σημαίνει ότι το νόημα μιας γλώσσας συνάγεται από το εσωτερικό νήμα των προτάσεών της. Για αυτό και πρόταση είναι, για τον Wittgenstein, κάθε έκφραση, που επιδέχεται νοηματική άρνηση. Ας μη λησμονούμε ότι για τον συγκεκριμένο διανοητή η γραμματική έχει τη δική της πραγματικότητα. Αν πάρουμε για παράδειγμα την πρόταση: «Η αστυνομία προβληματίστηκε από το αινιγματικό χαμόγελο του ακέφαλου πτώματος», βλέπουμε ότι αυτή φαίνεται ως ανόητη για την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά γραμματικοσυντακτικά είναι ορθή. Παράλληλα ο Wittgenstein μας λέει ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα για να βγω έξω από τη γλώσσα, να περάσω δηλαδή στο υπερβατικό ή στο άρρητο. Σημειωτέον ότι στο άρρητο βρίσκονται: η ηθική, η αισθητική και η μεταφυσική, οι οποίες είναι συνθήκες ύπαρξης του κόσμου. Παραπέρα, μαθαίνουμε, ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε την τρέλα σαν αρρώστια, αλλά σαν αναπάντεχη αλλαγή του χαρακτήρα. Η αλλαγή αυτή βέβαια συνεπάγεται και τη χρήση της γλώσσας με διαφορετικό τρόπο ∙ με την ευρεία έννοια χρήσης μιας άλλης γλώσσας. Αυτό το είδος πάντως της γλωσσοκεντρικής φιλοσοφίας, έγινε δεκτό με καλή διάθεση, με μεγαλύτερη προθυμία από ό,τι θα εκδηλωνόταν σε προηγούμενη χρονική περίοδο, στην κοινότητα των διανοουμένων στην Αγγλία του εικοστού αιώνα. Άλλοι στοχαστές, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στη γλωσσοκεντρική φιλοσοφία ήταν ο Gottlob Frege (1848 – 1925) και ο Bertrand Russell ( 1872 – 1970). Ας περάσουμε τώρα στη γαλλική φιλοσοφία της γλώσσας, εξετάζοντας τον Michel Foucault και τον Jacques Derrida.
Για τον Foucault, (1926 – 1984) κάθε μορφή εξουσίας, ασκείται και παγιώνεται μέσω του Λόγου, των λέξεων και της λογικής δηλαδή. Ο Albert Einstein είχε πει κάποτε ότι ο κοινός νους είναι το σύνολο των προκαταλήψεων, που έχει ο άνθρωπος στα δεκαοχτώ του. Ο ίδιος άλλαξε την αντίληψή μας για τον απόλυτο χώρο και τον χρόνο, δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για σχέσεις. Ο Michel Foucault, είναι ο φιλόσοφος που απηύθυνε μια ριζικότερη πρόκληση στην αυταρέσκεια του κοινού νου. Στην πραγματικότητα τι μας λέει για την εποχή μας; Μας λέει ότι αυτή σηματοδοτεί τον «θάνατο του ανθρώπου», δηλαδή το τέλος του παραδοσιακού ανθρωπισμού. Άρα μετά τον «θάνατο του Θεού», που κατά τον Friedrich Nietzsche (1844 – 1900) σήμαινε την αποκαθήλωση της συμβατικής θρησκείας και του θεσμικού Θεού, έχουμε τον θάνατο του ίδιου του ανθρώπου. Τι σημαίνει όμως αυτό και πώς σχετίζεται με τη γλώσσα; Το πιο σημαντικό έργο του Foucault, είναι: Οι Λέξεις και τα Πράγματα. Μια Αρχαιολογία των Επιστημών του Ανθρώπου. Εδώ μαθαίνουμε ότι ο άνθρωπος πλέον δεν κατέχει τη γλώσσα αλλά ότι η ίδια γλώσσα καταβροχθίζει τον άνθρωπο, ο οποίος ετοιμάζεται να της παραδοθεί. Ο άνθρωπος, που γεννήθηκε στον κόσμο με την κρίση της έκφρασης και της γλώσσας του, δεν είναι παρά μια επινόηση σήμερα, της οποίας το τέλος πλησιάζει. Οι λέξεις και τα πράγματα, αρχίζουν να χωρίζουν. Ας μη ξεχνάμε ότι και για τον Sartre όταν μπερδεύουμε τα ονόματα με τα πράγματα, τότε έχουμε πεποιθήσεις. Η γλώσσα, για τον Foucault, αποσύρεται από τον ρόλο της ανάμεσα στα άτομα και εισέρχεται σε ένα χώρο ουδέτερο. Στον χώρο αυτόν, οι λέξεις δεν είναι εικόνες των πραγμάτων, αλλά υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δεν βασιλεύει η ομοιομορφία, αλλά η ταξινόμηση, η τάξη, το μέτρο, η ανάλυση και η εκτεχνίκευση, παράγοντας έτσι ένα καινούργιο σύνολο γνώσεων. Το υπόβαθρο, με άλλα λόγια, του σύγχρονου συστήματος, έχει ως σημείο αναφοράς το πρωτείο των επιστημών. Ποιών; Της φυσιολογίας, της βιολογίας, της οικονομίας, της φυσικής, της γλωσσολογίας, της οικονομίας, της ψυχολογίας κ.λπ. Αυτές οι επιστήμες επινόησαν τον άνθρωπο και τον βλέπουν πλέον ως αντικείμενο.
Κατά συνέπεια η γλώσσα, την οποίαν χρησιμοποιούμε, μεταμορφώνεται επειδή αλλάζει ο ορίζοντας της εργασίας μας και διαμορφώνονται νέοι εμπειρισμοί. Η εξέλιξη των επιστημών υποδουλώνει τον άνθρωπο, χωρίς να τον ωθεί στην πρόοδο. Αυτοί που πιστεύουν στην ομοιότητα ή στην αντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα είναι μόνον οι τρελοί και οι ποιητές, και, για τον λόγο αυτόν, κατά τον Foucault, βρίσκονται σε έναν άλλο, ξεχωριστό, κόσμο. Ο Λόγος λοιπόν με τη θηριωδία του, διαβλέπει την ανάδυση ενός μηνύματος εξέγερσης και ελευθερίας από τους «αποκλίνοντες», ή τους «διαφορετικούς» - είτε ψυχικά είτε σωματομορφικά- και τους καταδιώκει παντού. Δεν λησμονούμε ότι η τρέλα, με τον διαφορετικό της Λόγο, κατά τον Γάλλο στοχαστή, αντικατέστησε κοινωνικά, από τον 16ο μέχρι και τον 18ο αιώνα, τη χολέρα και τη λέπρα. Για να επιστρέψουμε στη γλώσσα και την παραδοξότητά της, ας δούμε ορισμένες μορφές βαρβαρότητάς της, οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώνουν τις απόψεις του Foucault. Κατ` αρχήν σήμερα έχουμε την αυτόματη μετάφραση, από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ας μη ξεχνάμε όμως το εμβληματικό λάθος μιας αυτόματης μετάφρασης, κατά την οποίαν έπρεπε να αποδοθεί στα ελληνικά η θρησκευτική πρόταση: «The spirit is strong, but the flesh is weak», πράγμα που σημαίνει: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» (Ματθαίος, 26,41). Αυτό ξέρετε πώς μεταφράστηκε; «Το αλκοόλ, είναι πολύ δυνατό, αλλά το κρέας είναι μέτριο». Επίσης, στην καθημερινότητά μας, συναντάμε φαινόμενα γλωσσικού ρατσισμού, πότε εις βάρος των γυναικών πότε εις βάρος των ανδρών. Πέρα από αυτό, έχουμε και διαλέκτους οι οποίες, ενώ αργοσβήνουν, εντούτοις ορθώνουν αντίσταση σε επίσημους γλωσσικούς κώδικες, οι οποίοι ανήκουν σε κυρίαρχες γλώσσες. Τέτοιες διάλεκτοι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να είναι: η κουτσοβλαχική διάλεκτος (βλάχικα) της ρουμανικής γλώσσας, η μανική και η κορνουαλική διάλεκτος της ιρλανδικής γλώσσας, το γλωσσικό ιδίωμα των Πομάκων της βουλγαρικής γλώσσας, η κασουβική διάλεκτος της πολωνικής γλώσσας, η ποντιακή διάλεκτος, κ.ά. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης είχε πει ότι η απώλεια μιας λέξης ισοδυναμεί με τον αφανισμό ενός ανθρώπου. Η παρομοίωση αυτή, μπορεί να είναι υπερβολική αλλά παραμένει παραστατική. Κατά συνέπεια, στις γλώσσες ή τις διαλέκτους των μειονοτήτων, λίγο έως πολύ, παρακωλύεται το δικαίωμα του υποκειμένου να κάνει χρήση της κοινοτικής γλώσσας του. Μετά, ως άλλο παράδειγμα εξανδραποδισμού μας από την ίδια, την ουδέτερη ή «υπερκείμενη», γλώσσα, έχουμε την τεχνητή νοημοσύνη γενικότερα. Εδώ ως γνωστόν, έχουμε την προσομοίωση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που έχουν στοιχειώδη ευφυΐα. Μιλάμε για μάθηση, προσαρμοστικότητα, κατανόηση από συμφραζόμενα, επίλυση προβλημάτων, κ.ά. Στις 28 Ιανουαρίου του 2018, ωστόσο, συνεκλήθη συνέδριο, με θέμα: «Τεχνητή νοημοσύνη. Ευλογία ή απειλή;». Αυτό, ήταν το 3ο Συνέδριο Τεχνολογίας της Ναυτεμπορικής, και είχε ως σκοπό να μας προειδοποιήσει για τα ολέθρια αποτελέσματα μιας ρομποτικής νοημοσύνης, χωρίς την αποφασιστική συγκατάθεση του ανθρώπου. Με απλά λόγια τι πρόκειται να συμβεί, ιδίως στον τομέα της χρήσης των οπλικών συστημάτων εάν επικρατήσουν οι αποφάσεις των νοημόνων μηχανών, χωρίς την ανθρώπινη συναίνεση. Η τεχνογλωσσική επανάσταση, δεν σταματάει εδώ. Σιγά – σιγά ο νους μας «ψηφιοποιείται», δηλαδή εργάζεται κατά τα πρότυπα ενός υπολογιστή. Στο σημείο αυτό, καραδοκεί ένας κίνδυνος. Όπως ο φονταμενταλισμός, τουτέστιν η τυπολατρική και άνευ όρων εμμονή στην παράδοση, σε προδιαθέτει να δέχεσαι εξηγήσεις θαυμάτων, δίχως να αναρωτιέσαι για τη φύση και την προέλευσή τους, έτσι και η υπέρμετρη πεποίθηση στην τεχνολογική παντοδυναμία, σε προδιαθέτει να πιστεύεις σε οποιαδήποτε εξωτική εξήγηση, από μέρους της. Στην πραγματικότητα δηλαδή εκτιμάμε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, και την ικανότητα αυτός να κατανοεί, περισσότερο από ότι του αξίζει.
Εφόσον κάνουμε λόγο για γλώσσα, καλόν είναι να πούμε λίγα πράγματα για τη θεωρία της αποδόμησης. Εισηγητής της θεωρίας αυτής, είναι ο Jacques Derrida (1930 – 2004): Έστω, μας λέει, ότι έχουμε ένα κείμενο μπροστά στα μάτια μας. Αφού το διαβάσουμε, καταλήγουμε σε μιαν ερμηνεία του κειμένου. Δηλαδή σε ένα άλλο κείμενο. Το κείμενο, που προέκυψε, είναι το δικό μας κείμενο. Κάποιος άλλος αναγνώστης ενδέχεται να καταλήξει σε μιαν άλλη ερμηνεία, τουτέστιν σε ένα άλλο, διαφορετικό, από το δικό μας, κείμενο. Η αποδόμηση, λοιπόν απορρίπτει ότι υπάρχει μια και μοναδική ερμηνεία ενός κειμένου, η οποία καθορίζεται από την καθιερωμένη σημασία των λέξεών του. Ισχυρίζεται ότι κάθε κείμενο έχει μια πολυεπίπεδη ερμηνεία. Όμως η αποδόμηση δεν σταματάει εδώ. Μας λέει πως πρέπει να «αποσυναρμολογήσουμε» το κείμενο, για να συναγάγουμε αυτά που δεν μας απεικονίζει. Δηλαδή, αυτά που μας κρύβει. Συμπέρασμα: ο λόγος, τόσο ο γραπτός όσο και ο προφορικός, πέραν του ότι φανερώνει αυτά που θέλουμε να θίξουμε, παράλληλα αποσιωπά ό, τι επιθυμούμε να μείνει κρυμμένο. Αυτό που θέλει να δείξει η αποδόμηση, είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική δομή σε ένα κείμενο. Αναιρεί τουτέστιν τη (μονοσήμαντη) συγγραφική πρόθεση. Πιστεύει ότι υπάρχει η πιθανότητα, ένα κείμενο να σημαίνει κάτι διαφορετικό από το νόημα που θέλει να μεταδώσει ο συγγραφέας. Πέραν τούτων όμως, αποδόμηση σημαίνει και κάτι άλλο. Ότι το ίδιο το κείμενο, εάν διαβαστεί προσεκτικά, υπονομεύει και αναιρεί τον εαυτόν του, χωρίς κάτι τέτοιο να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό, το οποίο σε ένα συμπαγές κείμενο φαίνεται ως «βράχος», δεν είναι «βράχος» αλλά «αέρας».
Την ύπαρξη αντικειμενικής δομής την υποστηρίζουν, οι δομιστές, δηλαδή οι στρουκτουραλιστές. Αντίθετα, η διάλυση των μερών τα οποία απαρτίζουν ένα κείμενο, την οποία υποστηρίζει η αποδόμηση, επηρεάζει κάθε έννοια και έχει σημαντική επίδραση στην αντίληψή μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας. Στην ουσία δεν υπάρχει σχέση ή τουλάχιστον δεν υπάρχει μόνον μια σχέση μεταξύ κειμένου και αντικειμενικής πραγματικότητας. Δεν υφίσταται, μαθαίνουμε, μόνον μια αλήθεια αλλά πολλές αλήθειες και ότι η απάντηση μιας ερώτησης βρίσκεται μέσα στην ερώτηση. Και αυτό γιατί; Επειδή κάθε έννοια, προπαντός στον χώρο της ψυχολογίας ή της μεταφυσικής, προσδιορίζεται και από την αντίθετή της. Για παράδειγμα, το «υποκείμενο» συνεπάγεται το «αντικείμενο», ο «εαυτός» συνεπάγεται τον «άλλο», η «ποιότητα» συνεπάγεται την «ποσότητα», η «παρουσία» συνεπάγεται την «απουσία», το «είναι» συνεπάγεται το «μηδέν»… Με αυτή την «αποδιάρθρωση», την οποίαν ενστερνίζεται ο Derrida για τη γλώσσα, αναγκάζει πολλούς κριτικούς της γλώσσας, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, να επανεξετάσουν θεμελιώδεις έννοιες, όπως τι είναι: «ταυτότητα», «αυταπόδεικτο», «αντικειμενικό» και «υποκειμενικό», «νόμιμο» και «παράνομο», «γεγονός» και «μύθος», «πραγματικότητα» και «φαντασία», κ.λπ.
Στις γραμμές που προηγήθηκαν, κατεβλήθη η προσπάθεια να δειχτούν κάποιες από τις διαστάσεις του παγκόσμιου φαινομένου της ανθρώπινης γλώσσας. Ανθρώπινη γλώσσα: βιολογική προέλευση από τη μια και πολιτισμική εξέλιξη από την άλλη. Έτσι έχουμε κοινωνικούς επιστήμονες, φιλοσόφους, γλωσσολόγους και βιολόγους, συνοδοιπόρους στην εξερεύνηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης γλώσσας. Το καλό βέβαια είναι ότι προχωρώντας στα μυστικά, βιολογικά κυρίως, της γλώσσας ανακαλύπτουμε και τα μυστικά της νόησης. Πράγμα που σημαίνει πως κάποτε ίσως ιαθούν ψυχικές και ψυχιατρικές παθολογίες του νου, όπως είναι: η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη, ο αυτισμός, οι γλωσσικές διαταραχές, κ. ά. Δυσοίωνη όμως παραμένει η προοπτική ότι παραχωρώντας, απερίσκεπτα, έδαφος στα νοήμονα μηχανήματα ίσως χάσουμε την επαφή μας με την αγωνία της έκφρασης, όπως ακριβώς έχουμε ήδη χάσει τη φιλία μας με το μολύβι, την ξύστρα και τη γομολάστιχα.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Το τραπέζι", 1947) είναι έργο του Γιάννη Μόραλη.
Καλό κείμενο. Δε μ αρέσει που θεωρούμε αυθεντίες γαλλο-γερμανούς επιστήμονες σε όλες τους κλάδους. Για τις φυσικές επιστήμες συμφωνώ, όχι όμως για τις θεωρητικές.
Για τη γλώσσα. Ρώτησα κάποτε κάποιον γιατί υπάρχουν τόσες γλώσσες και ξεχωρίζουν όμως τα ελληνικά από τις άλλες με διαφορά. Μου λέει:
”Στην πραγματικότητα μία γλώσσα είναι τα ελληνικά, τα οποία διαμορφώνονται συνεχώς από τους Έλληνες. Οι άλλες γλώσσες, αν είναι πλούσιες ή φτωχές π.χ. τα δανέζικα, αυτό εξαρτάται από το πόσο έφυγαν οι πρόγονοί τους από την (ελληνική) Αλήθεια και έφτιαξαν τη γλώσσα που μιλάνε με χρονική διαδικασία όχι αυτόματα π.χ. τα ρουμάνικα, τα γερμανικά, τα ρώσικα.”
Και ο αγ. Παΐσιος σε ένα βιβλίο του λέει, ότι ”οι Έλληνες δεν είναι έθνος όπως τα υπόλοιπα”. Βασικά είμαστε έθνος και ταυτόχρονα δεν είμαστε (διαχρονικά)