Γλωσσική και λογοτεχνική ιθαγένεια σήμερα

0
717

I. Η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, η επιβολή μιας οικονομικής μονοκρατορίας συμφερόντων κι η κυριαρχική  αγγλοαμερικανική επίδραση σ’ όλους τους τομείς της ζωής, και κυρίως η αλματώδης επέκταση των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα και στον χώρο της γλώσσας. Η αυξανόμενη αγωνία επικεντρώνεται στη διατήρηση και την επιβίωση των εθνικών γλωσσών. Μέσα σ’ αυτό το παγκόσμιο γλωσσικό χωνευτήρι οι εθνικές γλώσσες- υποστηρίζουν πολλοί-, και σε μεγαλύτερο βαθμό οι διάλεκτοι, κινδυνεύουν να αλλοιωθούν, να παραμορφωθούν ή ακόμη και να εξαφανιστούν. Το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο στις λεγόμενες μικρές γλώσσες, τις οποίες ο οδοστρωτήρας της γλωσσικής ομοιομορφίας απειλεί να συνθλίψει.

   Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελληνική, διάφορες Κασσάνδρες ( από φαιδρές περιπτώσεις  ως περισπούδαστους ειδήμονες ) προλέγουν το δυσοίωνο μέλλον της,  επαναλαμβάνοντας τις γνωστές κοινοτοπίες, πως τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν Παπαδιαμάντη (καταλαβαίνουν), πως στο εγγύς ή μακρινό μέλλον η Ελλάδα θα λέγεται «Ελλαδέξ», πως το λεξιλόγιο οσημέραι φτωχαίνει, πως οι νέοι χρησιμοποιούν μετά βίας 1000 λέξεις και άλλα ηχηρά και ιλαρά και, εν πολλοίς, ανυπόστατα παρόμοια.

  Οι παρ’ ημίν  κινδυνολογούντες  εντοπίζουν το πρόβλημα στη βάση ( στους νέους, τα «παιδιά», τον λαό), το ταυτίζουν με μια εικαζόμενη απίσχναση του λεξιλογίου και κυρίως με τη μαζική εισροή ξένων λέξεων.

   Οι Κασσάνδρες πάντοτε ευδοκιμούσαν σ’ αυτόν τον τόπο όπως ευδοκιμούσαν κι οι αυτόκλητοι μεσσίες και ασφαλώς μεταξύ αυτών των δύο τύπων υφίσταται οργανική σχέση: οι Κασσάνδρες, αφού ενσπείρουν τα ζιζάνια της ακατάσχετης κινδυνολογίας τους, αποβάλουν τον προφητικό μανδύα τους κι εμφανίζονται ως σωτήρες της επαπειλούμενης εθνικής μας ιδιοπροσωπίας. Αν  ο εχθρός δεν ήταν προ των πυλών, πώς θα επιβεβαίωναν οι «πνευματικοί» ταγοί μας και ποιμενάρχες τον ρόλο τους του προμάχου  γλώσσας, έθνους, θρησκείας και παράδοσης ( αυτά πάνε μαζί);

    Αναμφισβήτητα,  η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων επέφερε καταιγιστικές μεταβολές, οι οποίες ενέχουν κινδύνους και για τις εθνικές γλώσσες. Οι πραγματικοί όμως κίνδυνοι από την υπερίσχυση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας των συναλλαγών και της επικοινωνίας δεν είναι τόσο εμφανείς όσο αυτοί που τόσο εύκολα και πρόθυμα ανιχνεύουν και καυτηριάζουν οι υπερασπιστές των πατρίων.

   Κατ’ αρχήν,  το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο  στον κατακλυσμό ξένων λέξεων ( αν ήταν έτσι, η ασθένεια θα ήταν εύκολα ανιχνεύσιμη και ιάσιμη) αλλά σε μια  υποδόρια αλλοίωση της βαθύτερης δομής της γλώσσας. Δεν  πάσχει η επιδερμίδα αλλά το βαθύτερο γλωσσικό σώμα, του οποίου όλα τα όργανα αφαιρούνται τεχνηέντως και αντικαθίστανται από άλλα, έτσι ώστε υπό την αυτή φαινομενικά μορφή να λανθάνει μια διαφορετική γλώσσα. Πιο απλά: η ταυτότητα της γλώσσας κινδυνεύει, όχι γιατί εισβάλλουν συνεχώς αγγλικές λέξεις αλλά γιατί η θεσμική γλώσσα,   ακόμα κι αν δεν περιέχει  καμιά αγγλική λέξη, θυμίζει μετάφραση αγγλικού κειμένου.

  Επομένως,  η γλωσσική αλλοτρίωση  δεν ξεκινά από  τη βάση αλλά από  την κορυφή της κοινωνικής, οικονομικής και μορφωτικής πυραμίδας. Η γλωσσική ιθαγένεια της βάσης (του λαού, των νέων κτλ.) είναι διακριτή, παρ’  όλους (γιατί παρά;)  τους νεολογισμούς, τις αναπόφευκτες μετατροπές και την –πολλές φορές ακατάσχετη- υιοθέτηση ξένων στοιχείων, τα οποία όμως συνήθως ή συγχωνεύονται,   ενοφθαλμιζόμενα στον κοινό γλωσσικό κορμό, ή αποβάλλονται όταν περάσει ο συρμός των πραγμάτων που δηλώνουν ( ποιοι θα θυμόνται τα emoμετά από δέκα χρόνια;).  Μεγαλύτερη  ζημιά στη γλώσσα   από την  αργκό του έφηβου, τη χυδαιολογία του φαντάρου ή την τραχύτητα του εργάτη προκαλεί η    άνευρη, άχρωμη κι άοσμη γλώσσα ενός πανεπιστημιακού συγγράμματος, οι ξύλινες κοινοβουλευτικές αγορεύσεις  κι οι ομιλίες που διανθίζουν τα ποικιλώνυμα συνέδρια.

II. Η απώλεια, λοιπόν, της γλωσσικής ιθαγένειας, της ατομικότητας των επιμέρους γλωσσών, παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της επιβολής ενός παγκόσμιου γλωσσικού μοντέλου, μιας άγλωσσης γλώσσας, που ενσαρκώνεται στις υπόλοιπες. Αφ ης στιγμής κάποιος αφομοιώσει αυτό το μοντέλο, μπορεί να περάσει απρόσκοπτα απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη. Έτσι οι επιστήμονες- όπως και τα υψηλόβαθμα στελέχη των πολυεθνικών- μεταπηδούν με ευκολία από το πανεπιστήμιο μιας χώρας σ’ αυτό μιας άλλης και, για τις ανάγκες των ερευνητικών τους δημοσιεύσεων,  αλλάζουν γλώσσες σαν πουκάμισα, ακόμα και αν, στο επίπεδο του καθημερινού λόγου, τις μιλούν «σπασμένα» ( η συνήθης περίπτωση) κι αν όταν πιάσουν ένα λογοτεχνικό βιβλίο στο πρωτότυπο (σπάνια περίπτωση), σκαλώνουν σε κάθε σελίδα. Η διεθνής θεσμική εσπεράντο, δίχως να καταργεί εξωτερικά τις άλλες γλώσσες, τις καταλύει εσωτερικά, μετατρέποντας τις, κυρίως στη θεσμική τους διάσταση, σε αντίγραφά της, δηλαδή σε μικρές εσπεράντο, που τυχαία φορούν το ένδυμα της γαλλικής, της ελληνικής, της πορτογαλικής κ.τ.λ..

  Το φαινόμενο αυτό καθ’ εαυτό δεν είναι καινούργιο. Ουσιαστικά, τα θεσμικά καθιερωμένα γλωσσικά ιδιώματα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ενότητας πολιτισμού διέπονταν από βαθιές εσωτερικές ομοιότητες στη σύνταξη, στις σημασίες των λέξεων, στην έκφραση. Η απώτερη βάση του εν λόγω φαινομένου παρουσιάζει εξαιρετικό γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Στηρίζεται στις κοινές δομές που ενυπάρχουν σ’ όλες τις γλώσσες, στους αρχέτυπους συντακτικούς και γραμματικούς μηχανισμούς, τους ριζωμένους στον ανθρώπινο νου, τα  universalia, για να μιλήσουμε με τους όρους της γενετικής θεωρίας του Chomsky.

   Τα universaliaυπόκεινται σ’ όλες τις γλώσσες- αλλά κάθε ξεχωριστή γλώσσα  έχει ταυτόχρονα κι έναν ιδιαίτερο, ατομικό χαρακτήρα που τη διαφοροποιεί από τις άλλες. Καθολικές δομές και ατομικές ιδιαιτερότητες συναπαρτίζουν ως οργανική ενότητα  όλες τις ζώσες γλώσσες. Όχι πάντα στον ίδιο βαθμό: π.χ. στις λόγιες γλώσσες  οι καθολικές δομές λειτουργούν εμφανέστερα. Σε κάθε διεθνή γλώσσα (αττική ελληνική, λατινική, γαλλική του 18 αιώνα) μοιραία τα καθολικά στοιχεία υπερισχύουν, ώστε η εκμάθησή τους να μην προσκρούει σε δυσχέρειες και να λειτουργούν ως γέφυρες επικοινωνίας. Σήμερα ο γλωσσικός διεθνισμός  δεν δρα μόνο υπεράνω των άλλων γλωσσών, αλλά επιδρά διαβρωτικά -και σε μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό, τι άλλοτε- και στις ίδιες. Δυστυχώς, έχουμε κάθε λόγο να αγωνιούμε.

   Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι: η αγωνία για τη φυσιογνωμία των γλωσσών που χάνεται πηγάζει από μιαν αξιωματική ( apriori) παραδοχή, -ακόμη καλύτερα- από μια πίστη: την πίστη πως η γλώσσα (όχι γενικά κι αφηρημένα αλλά ως εμπράγματη υπόσταση) συνιστά αξία κι όχι μόνον μέσο επικοινωνίας. Επομένως, όλα τα γνωρίσματά της, και τα πλέον υλικά (π.χ. η γραφή), και τα πλέον δευτερεύοντα, είναι καθοσιωμένα.  Κι όπως κάθε πίστη, έτσι κι αυτή θεμελιώνεται σε μια πράξη αγάπης που αντιστρατεύεται την επίγνωση της γήινης  παροδικότητας. Γνωρίζει πως η φυσιογνωμία της γλώσσας θα μεταβληθεί, πως κάποτε κι η ίδια η γλώσσα θα πάψει να υπάρχει, αλλά δεν παύει να την αγαπά, όπως αγαπούμε μια γυναίκα, παρ’ όλο που ξέρουμε πως θα γεράσει. Δεν φοβάται τις ρυτίδες του προσώπου, φοβάται μήπως το ίδιο το πρόσωπο  αντικατασταθεί από μια ψυχρή, ανέκφραστη μάσκα.

  Όλα αυτά δεν λένε τίποτε στους τεχνοκράτες, που αντιλαμβάνονται μόνο την συναλλακτική αξία της λαλιάς. Μ’ αυτούς δεν υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούμε, όπως δεν υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούν  χριστιανοί και  μουσουλμάνοι.

III. Αν έρθουμε τώρα σε μια ειδικότερη μορφή λόγου, τον λογοτεχνικό. Ο λογοτεχνικός λόγος συνιστά το κατεξοχήν εξατομικευμένο, πρωτότυπο είδος λόγου. Η ταυτότητα του ύφους, μια ευδιάκριτη ατομική σφραγίδα συνιστούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα και αρετές του, ανιχνεύσιμες ακόμα και σε περιόδους, όπου η πρωτοτυπία του ύφους δεν εκτιμούνταν.

     Αποτελεί  η  γλωσσική ιθαγένεια, -  στην περίπτωση μας η ελληνική-  συγγραφική αρετή και τεκμήριο  αυθεντικότητας και ποιότητας; Η εγγενής γλωσσική αυτοχθονία επαρκεί; Η εγχώρια ταυτότητα συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση της συγγραφικής ταυτότητας ; Η  ευδιάκριτη  σφραγίδα μιας ορισμένης γλωσσικής παράδοσης, ενός τόπου όχι με την στενή, κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά με μια ευρύτερη, μεταφορική, οριοθετεί το πεδίο μέσα στο οποίο μπορεί να ανθίσει το προσωπικό ύφος ή το τελευταίο είναι δυνατόν να αναπτυχθεί και πέραν αυτών των ορίων;  Προτού αποπειραθούμε να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, ας εξετάσουμε  ορισμένα παραδείγματα:

Α) «Ο Κύριος εζήτει Κυρηναίον. Η Εκκλησία εζήτει Κυρηναίον. Ημείς προσωπικώς ούτε το σθένος ούτε το ανάστημα είχομεν της αυτοθυσίας. Δεν προσεφέρθημεν αυτοβούλως ίνα γίνωμεν Κυρηναίος. Φωνή εκ των ένδον του Θυσιαστηρίου, φωνή εκ των ένδον της ιστορίας, φωνή τραγική εκ των περί ημάς, φωνή Κυρίου εγένετο προς ημάς. Ημείς εφύγαμεν, παρεκαλέσαμεν, ικετεύσαμεν, συναίσθησιν πλήρη έχοντες αφ’ ενός μεν του πελωρίου του Σταυρού και αφ’ ετέρου δε της ημών αναξιότητος και ασθενείας. Προκειμένου να διασωθεί το γνήσιον της Εκκλησίας φρόνημα εις ουδέν λογιζόμενοι ημάς εαυτούς, αλλά τα πάντα δια την Αγίαν ημών Εκκλησίαν, παρεδόθημεν ολοτελώς τω Κυρίω και τω Πνεύματι τω Αγίω».

Β) «Εμπάφιασα απ’ τα ντέρτια μου κι απ’ τα πολλά σεκλέτια μου», «Μα μ’ έμπλεξε ένας πότης, ένας μάγκας μόρτης κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη».

Γ) «Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους. / Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε, / η ευτυχία μου σκέπτομαι θα ‘ναι / ζήτημα ύψους».

Δ) «Ήμουν ένα αποδημητικό πουλί, ένα πουλί: τα σχέδιά μου δεν ξεπερνούσαν την επόμενη μέρα. Μαζί με τα χρόνια συσσωρεύτηκαν οι φυγές κι οι επιστροφές, οι επιστροφές κι οι παλιές αυταπάτες. Οι δρόμοι δεν τέλειωναν πουθενά· μονάχα διακόπτονταν· δεν με οδηγούσε κανένα φως, με οδηγούσε το εγχειρίδιο των τροχαίων σημάτων, ο άτλαντας του κόσμου. Υπήρχα μέσα στον χώρο, έξω απ’ τον χρόνο: γλιστρούσα στον  ανάγλυφο χάρτη, παραμόνευα σαν τα θηρία της ξηράς, σαν τα θαύματα.»

    Το πρώτο κείμενο (  ενθρονιστήριος λόγος του Πατριάρχη Δημητρίου) πληροί εμφανώς τα κριτήρια της ιθαγένειας. Ένα τέτοιο κείμενο θα μπορούσε να προέλθει μόνο απ’ τους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ρητορικής. Από πουθενά αλλού. Ακούγοντάς το, ενωτιζόμαστε  απόηχους που φτάνουν μέχρι τον ευαγγελικό λόγο και την βυζαντινή μεγαληγορία. Αλλά αυτό δεν ανατρέπει την κοινοτοπία του, μήτε αρκεί για το δικαιώσει αισθητικά. Γλωσσική ιθαγένεια επιμαρτυρεί και το δεύτερο- αυθεντικό και δυνατό αλλά ακαλαίσθητο κι αγοραίο- παράδειγμα ως κατ’ εξοχήν έκφραση ορισμένης κοινωνικής ομάδας.

    Το τρίτο παράδειγμα όμως; Που ριζώνει η γλώσσα του Καρυωτάκη; Ασφαλώς στη δημοσιογραφική καθαρεύουσα (που αντιγράφει τη γαλλική), στην ποίηση της παλιάς και της νέας Αθηναϊκής Σχολής και κυρίως στη γαλλική ποίηση. Η ελληνική ιθαγένεια δεν είναι εμφανής. Ωστόσο, έχουμε μια στιγμή εξαιρετικής γλωσσικής πραγμάτωσης.

   Στο τέταρτο κείμενο (Σώτη Τριανταφύλλου) κάθε νύξη ιθαγένειας έχει απαλειφθεί τελείως. Το κείμενο θα μπορούσε να γραφεί οπουδήποτε στον κόσμο, θα μπορούσε να είναι μετάφραση από άλλη γλώσσα. Αλλά δεν παύει για αυτό να δείγμα καλής- αν και όχι πρωτότυπης- λογοτεχνικής γραφής (πράγμα που ισχύει φυσικά για τον Καρυωτάκη, αλλά όχι για τα δύο πρώτα παραδείγματα).

    Τα παραδείγματα αυτά, που θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, καταδεικνύουν πως κάθε προσπάθεια να θεωρήσουμε την εμφανή γλωσσική ιθαγένεια ως απαραίτητο όρο συγγραφικής γνησιότητας και ποιότητας θα προσέκρουε σε σοβαρές δυσχέρειες. Πάντα θα συναντούμε πολύ καλά κείμενα που οι ρίζες τους δεν καταβυθίζονται στο υπέδαφος της παράδοσης και πολλά άλλα μέτρια με απαραχάρακτα  πιστοποιητικά  αυτοχθονίας.  Γλωσσική ποιότητα (ή ταυτότητα) επομένως, και γλωσσική ιθαγένεια είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Τα γλωσσικά δείγματα που κάπως αδέξια και τυχαία παραθέσαμε δείχνουν και κάτι  άλλο:   όσο ευρύτερο γλωσσικό φάσμα εποπτεύουμε και σε όσο μεγαλύτερο βάθος χρόνου, τόσο η ίδια η έννοια της γλωσσικής ιθαγένειας καθίσταται ασαφής και αμφίβολη. Τι σχέση έχουν μεταξύ τους μια ωδή της Σαπφούς, ένας βυζαντινός κανόνας κι ένα κλέφτικο τραγούδι; Στην πραγματικότητα, η έννοια μιας αρραγούς ιθαγένειας, που θα εχαρακτήριζε όλα τα προϊόντα του ελληνικού λόγου από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, αποτελεί αυθαίρετο χιμαιρικό κατασκεύασμα.  Μέσα στον απέραντο ωκεανό της ελληνικής γλώσσας αναδύονται σαν νησίδες, νήσοι και ήπειροι πολλές διακριτές ιθαγένειες που κάποτε επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά πιο συχνά επικοινωνούν με άλλες αλλόγλωσσες νησίδες.

IV. Ο λογοτεχνικός λόγος είναι η ανώτερη αισθητική βαθμίδα του λόγου. Η γλώσσα απεκδύεται την χρησιμοθηρική καιροσκοπία της,  κι επιστρέφει στο εαυτό της. Παύει να λειτουργεί ως μέσον για κάποιο σκοπό και γίνεται η ίδια ο σκοπός ( ή και σκοπός). Ταυτόχρονα όμως η λογοτεχνία είναι, όπως είπαμε,   κι η πιο προσωπική έκφανση του λόγου. Στην λογοτεχνία εναποθέτουμε ή αναζητούμε το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας. Επομένως, το ζητούμενο εδώ είναι μια βαθύτερη ιθαγένεια. Ένας τόπος αποκλειστικά δικός μας και μια γλώσσα αποκλειστικά δική μας, μια ιδιόλεκτος.

       Όταν όμως η αναζήτηση της συγγραφικής ταυτότητας κι η αναμόχλευση της γλωσσικής και πνευματικής  ιθαγένειας  του γράφοντος  συνυπάρχουν και συνεργάζονται, τότε το ένα ενισχύει το άλλο, το ατομικό ταλέντο αναβαπτίζει την παράδοση και η παράδοση, με τη σειρά της, ανακαινίζεται κι ενδυναμώνεται μέσα από την προσωπική δημιουργία.

      Έτσι στους μείζονες συγγραφείς μας (τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Ελύτη) η αναζήτηση της βαθύτερης ιθαγένειας συμβάδιζε με μιαν αναδίφηση της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης, τόσο της λόγιας όσο και της δημώδους. Διαισθάνονταν εκείνοι πως μόνον αν σκύψουν στις πηγές του λαϊκού λόγου ( το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο, τον Μακρυγιάννη) ή ανακαλύψουν ξανά, δίχως τις παρωπίδες της σχολικής χρηστομάθειας, τη μακραίωνη λόγια κληρονομιά μας θα μπορέσουν να απογαλακτισθούν από την Εσπερία και να προσδώσουν στα έργα τους γνησιότητα και πρωτοτυπία.

   Η βαθύτερη αυτή ιθαγένεια μέχρι τώρα είχε συνήθως τα χαρακτηριστικά ορισμένου τόπου, υλικού ταυτόχρονα και πνευματικού, υπαρκτού και ιδεατού και μιας ιδιαίτερης γλωσσικής έκφρασης, μιας προσωπικής «ντοπιολαλιάς», Η Κρήτη του Καζαντζάκη, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη, η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το αιγαίον του Ελύτη αποτελούν τέτοιους τόπους, που βρίσκονται στους αντίποδες των κοινών τόπων και κατοικούνται από τέτοιες  προσωπικές «ντοπιολαλιές», φτιαγμένες όμως από τα υλικά της αληθινής φωνής του τόπου.

     Αμφιβάλλω όμως αν ετούτα τα υποδείγματα θα είναι δεσμευτικά για το μέλλον.  Πλέον ο τόπος αυτός γίνεται όλο και πιο εσωτερικός κι η γλώσσα του όλο και πιο ερμητική (π.χ. ο όψιμος Ελύτης). Το ιδεώδες της ελληνικότητας, όπως την οραματίστηκε η γενιά του 30, ανήκει στο παρελθόν.     Η αναζήτηση αυτής-της βαθύτερης- ιθαγένειας και ταυτότητας δεν περνά πλέον κατ’ ανάγκην από την εμβάθυνση της ελληνικής  ιθαγένειας του γράφοντος.   Πού έγκειται η ελληνικότητα λ. χ. της «Τέταρτης Διάστασης» του Ρίτσου; Σίγουρα όχι στην επιστράτευση αρχαίων μύθων, αφού οι αρχαίοι μύθοι είναι κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας.

  Είμαι όμως σίγουρος πως στο πλαίσιο των εκλεκτικών συγγενειών, της δημιουργικής εκλογής και της σύνθεσης εγχωρίων και αλλοτρίων, παλιών και νέων, συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στο υπέδαφος της γλωσσικής μας παράδοσης μπορούν να βοηθήσουν τον συγγραφέα να χτίσει το δικό του γλωσσικό – κι όχι μόνον- όραμα.

   Αναζήτηση συγγραφικής ταυτότητας, ώριμη  συνδιαλλαγή με τη δύση ως ίσος προς ίσον ( όχι δουλική μίμηση), αναμόχλευση της γλωσσικής  ιθαγένειας (δηλαδή της παράδοσης, μιας κι η γλώσσα αποκρυσταλλώθηκε στα κείμενά της), οι όροι αυτοί τίθενται διαφορετικά σε κάθε εποχή και από κάθε συγγραφέα. Το πώς και αν θα τα συναδελφώσει, θα δείξει το μέτρο των δυνάμεών του.

Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Παναγιώτη Τέτση.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ