Πολλές φορές οι παρετυμολογίες αγγίζουν βαθύτερα την ουσία των ονοματισμένων πραγμάτων από την ακριβή σημασία των ονομάτων που τους αποδίδονται. Πριν ανοίξω λεξικό ή να δω το αντίστοιχο λήμμα που παρατίθεται στον σελιδοδείκτη του βιβλίου, πριν καν διαβάσω το ίδιο το βιβλίο είχα παρετυμολογήσει το σύσσημον από το σήμα(τάφος). Η αρχική σκηνοθεσία- εξακολουθούσα να αγνοώ την σωστή σημασία- ενίσχυσε την παρερμηνεία μου: το βιβλίο ξεκινά από μια επικήδεια δεξίωση, άρα ό, τι θα ακολουθούσε θα ήταν ένα ιδιότυπο ταφικό μνημείο. Άλλωστε, ο Έλιοτ υποστήριζε πως κάθε ποίημα είναι ένα επιτάφιο. Σιγά-σιγά, ενώ προχωρούσα στην ανάγνωση, δίχως ακόμα να συμβουλευθώ το λεξικό μου κι ενώ ο σελιδοδείκτης βρισκόταν κάπου παραπεταμένος, άρχισε να μου αποκαλύπτεται η φύση αυτού του μνημείου: επρόκειτο για μια υπόγεια πυραμίδα φτιαγμένη από τα βαθύτερα ορυκτά κοιτάσματα της γλώσσας. Η είσοδος στην πυραμίδα σήμαινε μια εις Άδου κάθοδον, δηλαδή μια κατάβαση στις ακροτελεύτιες περιοχές της ύπαρξης, σε μια υπερβατική γεωγραφία. Ο τάφος και το εντάφιο ταξίδι πλέον συγχωνεύονταν, αφού εδώ ο τάφος δεν ήταν στατικός αλλά ρευστός και αέναα μεταβαλλόμενος, έτσι ώστε να μην σηματοδοτεί το τέρμα αλλά την αφετηρία μιας άλλης διαδρομής ή-πιο σωστά- ώστε να αποτελεί ο ίδιος τη διαδρομή. Ο τάφος μετατρεπόταν έτσι σ’ ένα είδος νεκρικής Αργούς για μια άλλου είδους αργοναυτική εκστρατεία. Το «Σύσσημον», λοιπόν, ήταν η τοπογραφία ενός Κοσμά Ινδικοπλεύστη του μέσα ανθρώπου.
Οι πραγματικές όμως σημασίες της λέξης «σύσσημον» είναι σύμβολο, σφραγίδα επιτιθεμένη επί μέτρων και σταθμών, σήμα αναγνωρίσεως και συμφωνημένο σημάδι. Μ’ αυτή την τελευταία σημασία απαντάται στη Γραφή: «Και το σύσσημον ανέβη επί της πόλεως ως σήμα καπνού [Κριταί 20: 30]». Σύσσημον άρα σημαίνει κυρίως σύμβολο, σημάδι. Τα σύμβολα, τα σημάδια, οι σφραγίδες δεν έχουν αυθύπαρκτη υπόσταση. Υφίστανται πάντα σε σχέση με κάτι άλλο έξω από αυτά. Αν οι δεσμοί με αυτό τα κάτι έξω αποκοπούν, αυτόχρημα ακυρώνονται και τα ίδια. Ένα σημάδι που δεν σημαίνει τίποτε παύει να είναι σημάδι. Το κορυφαίο, βέβαια, σύστημα συμβόλων είναι ο λόγος. Η ουσία του λόγου, η οποία τον υποστασιοποιεί, δεν βρίσκεται εντός του ίδιου αλλά επέκεινα αυτού. Από την άλλη μεριά, όπως έχει ειπωθεί, ο λόγος θεμελιώνει το είναι. Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση λόγου και ουσίας; Κι η ουσία βρίσκεται στο υποκείμενο που εκφωνεί τον λόγο ή έξω απ’ αυτό; Ας μην λησμονούμε πως η προσωκρατική τιτανομαχία περί της ουσίας από τον Wittgenstein και μετά μετατράπηκε σε τιτανομαχία περί του λόγου. «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Ποια είναι τα ακρότατα όρια του λόγου; Μπορούμε να τα ανακαλύψουμε μέσω μιας εμπειρίας που τα υπερβαίνει; Πώς διαμορφώνει ή ανακαινίζει η γλώσσα την ταυτότητά μας και πώς μια αναβαπτισμένη ταυτότητα ανακαινίζει με τη σειρά της τον λόγο; Το «Σύσσημον» αποτολμά να παλέψει μ’ αυτά τα ερωτήματα.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αναμετριέται με παραπάνω προβλήματα αντλώντας από το ακένωτο οπλοστάσιο μιας μακραίωνης ελληνικής παράδοσης λόγου και πνευματικότητας. Αναμοχλεύει όλα τα κοιτάσματα αυτής της παράδοσης- λόγια και λαϊκά- από τους προσωκρατικούς μέχρι τον Παπαδιαμάντη, εμμένοντας κυρίως στον ορθόδοξο μυστικισμό: τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο Νύσσης, τους Νηπτικούς, τους Κολλυβάδες. Δεν αγνοεί τη Δύση, μα μήτε την αντιγράφει. Αν «σύσσημον» σημαίνει επίσης και σφραγίδα, το ομότιτλο έργο φέρει την σφραγίδα της γνησιότητας.
Το «Σύσσημον» είναι μια εσωτερική Οδύσσεια, ένα αντεστραμμένο έπος ενδοσκόπησης. Στο βαθμό που η ενδοσκόπηση βρίσκεται στους αντίποδες των εξωτερικών συμβάντων, αυτό το αντιέπος καταργεί την αφήγηση. Ωστόσο, στην αρχή εξυφαίνεται ένας υποτυπώδης αφηγηματικός ιστός, που στην συνέχεια «ξεχειλώνει» τελείως: κηδεύεται ένας μεγάλος λογοτέχνης, στο μνημόσυνο-συμπόσιο (αντιστροφή σκηνοθεσίας και θεματολογίας Φαίδωνος και πλατωνικού Συμποσίου) που ακολουθεί αργότερα μαζεύονται ομότεχνοι, συζητούν και προπίνουν προς τιμήν του απόντος. Εκεί ακούγονται δυο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: «η τέχνη σας πεθαίνει» και «εάλω και η μέσα πόλις». Η ανατροπή αυτών των δύο αποφάνσεων θα καθορίσει την πορεία όλης της μετέπειτα αναζήτησης: πώς μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τον εσωτερικό άνθρωπο και πώς μπορούμε να επιστρέψουμε στις πηγές της τέχνης (πιο συγκεκριμένα: της γλώσσας). Δύο κόψεις του ίδιου ξιφήρους ερωτήματος. Η πρώτη πράξη της ψυχικής αναβάπτισης- η υπέρβαση της σύγχρονης ακηδίας- είναι τα δάκρυα του νεοφώτιστου- μια ατελής ακόμα νήψις, μιας κι αυτά τα δάκρυα μπορεί να μην προέρχονται από πένθος αλλά από κενοδοξία ή θλίψη δαιμονική. Η δεύτερη πράξη είναι η απομόνωση στην ένδον σκήτη, ο χωρισμός απ’ τον κόσμο, που λαμβάνει χώρα στην ίδια την καρδιά της πολιτείας- πιο συγκεκριμένα στον οίκο του συγγραφέα απέναντι απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Μέσα στην πολύβουη μητρόπολη οικοδομείται μια νέα Θηβαΐδα (αν επιχειρούσαμε μια ψυχική ακτινογραφία των σύγχρονων μητροπόλεων θα διαπιστώναμε πως αποτελούνται από τέτοιες Θηβαΐδες).
Στη συνέχεια- στις δύο μεγάλες ενότητες που επιγράφονται «Παγγαία» και «Πανθάλασσα»- η αναζήτηση παίρνει μορφή περιδιάβασης σε τόπους υποσελήνιους ή υποχθόνιους και περιπλάνησης σε μυστικές θάλασσας για να καταλήξει στο 11 ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου σε μια υποβλητικά σκηνοθετημένη Νέκυια: η Περσεφόνη κρατά κάτω από τ’ άστρα το δώρο της γέννησης και του θανάτου, ενώ ο χθόνιος Διόνυσος πλέει πάνω στους ποταμούς της ζοφερής νύχτας συνοδευόμενος από άλλες πλουτώνιες θεότητες και θίασο ηθοποιών που παίζει συμβολικά δρώμενα χτυπώντας το Ηχείον της νύχτας των μυστηρίων.
Οι μυστηριακές αυτές περιπλανήσεις στις αεικίνητες Παγγαία και Πανθάλασσα αποτελούν την αντίστροφη όψη μιας ακίνητης ομφαλοσκόπησης του πνεύματος, που εξυφαίνει σαν αράχνη συνεχώς τα δίχτυα του γύρω από το ίδιο κέντρο: την οντολογία της γλώσσας και τη γνώση του όντος.
Η γνώση του όντος δεν είναι μια επιδερμικά νοητική διεργασία αλλά μια διαδικασία μύησης. «Γνωρίζω», γράφει, ο Παναγιωτόπουλος, «θα πει μεταλαβαίνω». Κι αλλού τονίζει πως «χρειαζόμαστε θεοφάνεια και μυστήριο». Επομένως, ο Παναγιωτόπουλος εμφανίζεται σταθερά προσανατολισμένος σε μια θρησκευτικού τύπου γνώση κι αποστρέφεται τις σύγχρονες ψευδεπίγραφες μορφές της, αφού αυτές μας απομακρύνουν απ’ τον μυστικό πυρήνα του όντος («τυραννιόμασταν από μορφές γνώσης / που ήταν ιδιαίτερα αλαζονικές μορφές άγνοιας»). Σε αντίθεση με ετούτα τα κίβδηλα είδη γνώσης, η βαθύτερη γνώση δεν είναι σύμβολο της εμπειρίας αλλά γίνεται η ίδια η εμπειρία (παραφράζουμε τον Παναγιωτόπουλο). Μια τέτοια εμπειρία μεταμορφώνει εσωτερικά τον άνθρωπο, τον ανακαινίζει («ο άνθρωπος δεν γεννιέται με τη γέννηση αλλά με τη γνώση»).
Η μύηση εδώ τελεσιουργείται από δυνάμεις ανώτερες από την νόηση: την πίστη, τη μόνη κατά Παναγιωτόπουλο σχέση του εγώ με το όχι-εγώ, και την αγάπη: «και μέσα στη δαψίλεια του ελέους / πάει για κείνον τον εαυτό του που το κατάνακρο σύνορό του / ανταμώνει το πραγματικά πρώτο πρόσωπο». Τελευταίος της αναβαθμός η θέωση, η unio mystica, η εποπτεία του θείου που συγχωνεύει θέαμα και θεώμενον : «Η πίστη είναι σκαλοπάτι απαραίτητο για τις θρησκείες- / παύει να είναι για όσους πάνε πιο μακριά / και πραγματώνονται στο θεό. / Εκείνοι δεν πιστεύουν πια, βλέπουν.» Βυζαντινίζοντας θα έλεγα: όστις θεόν θεάται θεούται.
Η εποπτεία του θείου είναι ο νικητήριος στέφανος, το φωτοστέφανο, των Αγίων. Μετά την αγιοσύνη όμως, υποστηρίζει ο Παναγιωτόπουλος, η πιο προχωρημένη ανάπτυξη της συνείδησης είναι η ποιητική. Η ποιητική έκφραση είναι «το πιο ον απ’ όλα τα όντα / το μέσον με το οποίο ο θεός αγκαλιάζει το πράγμα». Αυτό όμως γίνεται όταν η έκφραση πραγματώνει το αίτημα μιας «τομότερης γλώσσας», δηλαδή απομακρύνεται από το ιδίωμα του καιρού και ενσαρκώνει ένα άλλο, άχρονο, αρχέτυπο ιδίωμα. Η εμπειρία μιας τέτοιας ποιητικής πραγμάτωσης, μιας «τομότερης γλώσσας», όπου «οι λέξεις δεν έχουν πια γράμμα [κι] η γραφή γίνεται με σπλάχνα οικτιρμών», προσεγγίζει τη θρησκευτική. Εξάλλου «στις βάσεις της τέχνης του λόγου / υπάρχουν οίκοι προσευχής». Όχι η αισθητική μικρολογία λοιπόν και η καλλιτεχνική λεπτουργία αλλά η πίστη κι η αγάπη μπορούν να οδηγήσουν τη γλώσσα στην προσπέλαση του όντος: «Είναι δύσκολο να βρούμε / πως λέγεται το κάθε πράγμα / και να το πούμε. / Για να γίνει αυτό πρέπει η φιλονικία / να φτάσει στα τρίσβαθα της δίνης / και να ‘ρθει η αγάπη να σταθεί / στη μέση του στροβίλου».
Η αξιολόγηση ενός τέτοιου έργου αποδεικνύεται δυσχερής. Αν εφαρμόζαμε αυστηρά αισθητικά κριτήρια, θα βρίσκαμε στο «Σύσσημον» (μιλάμε για μια σύνθεση 500 σελίδων περίπου) μια αψευδή επιβεβαίωση της καλλιμάχειας ρήσης: «Ασσυρίου ποταμοίο μέγας ρόος, αλλά τα πολλά / λύματα γης και πολλόν εφ’ ύδατι συρφετόν έλκει» (Είναι μεγάλος ο ρους του Ασυρρίου ποταμού αλλά φέρνει / λάσπη πολλή και πολύ συρφετό στα νερά του). Ομοίως απορριπτική θα ήταν η παρεμφερής αισθητική του Πόε, ο οποίος θεωρεί πως η αξία ενός ποιήματος έγκειται στο βαθμό του διεγερτικού ενθουσιασμού που προκαλεί στον αναγνώστη και συνάγει πως, αφού ένας τέτοιος ενθουσιασμός είναι από τη φύση του βραχύβιος, μια μακρόπνοη σύνθεση δικαιώνεται μόνο στο βαθμό που κατά τον επίμονο αναγνωστικό διάπλου μέσα της αναδύονται αενάως, σαν τη Δήλο, νησίδες σαγήνης.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να μη συνυπολογίσουμε τα κριτήρια που θέτει το ίδιο το έργο, τους εγγενείς σκοπούς του: τι επιδιώκει , ομονοεί με τον εαυτό του; Και μάλιστα, όταν εξετάζουμε ένα έργο σαν το «Σύσσημον» που αρνείται προγραμματικά τη συμβατική αισθητική. Δεν επιζητά «αισθητική απόλαυση αλλά αναγωγική λειτουργία». Η δική του αισθητική είναι μη αισθητικής φύσεως αλλά ηθικής, πνευματικής και θεολογικής ( «έχω φτιάξει για τούτο δικιά μου αισθητική: την καλοσύνη»). «Το μυστήριο της γλώσσας δεν έχει τόκο την ομορφιά», λέει κάπου. Κι αλλού: «η όποια επιτηδειότητα δεν συνεπάγεται είσοδο στην πνευματική καταιγίδα».
Μ’ άλλα λόγια ο αναγνώστης δεν καλείται να ανακαλύψει νησίδες σαγήνης κι ομορφιάς αλλά νησίδες φώτισης. Υπάρχουν τέτοιες νησίδες (ή ξέφωτα); Υπάρχουν. Σταχυολογώ: «Ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο είναι ανώτερος απ’ τον άγγελο». «Η αναζήτηση της αλήθειας είναι παιχνιδάκι / σε σχέση με την τρομακτική σοβαρότητα της επιδίωξης να γίνεις ο ίδιος μια αλήθεια». «Το θυσιαστήριο κάνει ό, τι κι ο έρωτας / αναπαράγει τον κόσμο». Ωστόσο για να φτάσει ο αναγνώστης σ’ αυτά τα ξέφωτα θα πρέπει προηγουμένως να ανοίξει δρόμο μέσα από πυκνές λόχμες γριφώδους ασάφειας και ερμητικής σκοτεινότητας. Αν το ύφος παύει να είναι αυτοσκοπός (αν και κάπου λέγεται πως «η απόλυτη πνευματική ζωή είναι το τέλειο ύφος»), δεν σημαίνει αυτό πως η ακαλαισθησία δικαιολογείται. Δεν επιβάλλεται να χρηματίσουν, αν όχι πλοηγοί, τουλάχιστον ερέτες στην ολκάδα του μυσταγωγικού πλου οι τρεις κατεξοχήν ελληνικές αρετές: το κάλλος, η ενάργεια κι η συμμετρία; Η αργοναυτική εκστρατεία του ένδον ανθρώπου δεν χρειάζεται κι αυτή τον Ορφέα της;
Η δεύτερη ένστασή μου αφορά στην οικονομία του κειμένου. Το «Σύσσημον» θυμίζει σωρό υλικών –πολύτιμων ή μη, ψαθυρών ή όλκιμων (όπως αμμωνίτες, βασάλτες, θολίτες λίθους, σχιστόλιθους, οψιδιανούς-για να αναφέρουμε μερικά απ’ τα υλικά που ονοματίζονται στο έργο,)- που δεν έχουν συναρμοστεί ακόμα σε στέρεα δομημένο αρχιτεκτόνημα. Δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση μεγαλιθικού μνημείου. Όσο όμως το εξετάζεις προσεκτικότερα, διακρίνεις πως αποτελείται ολόκληρο από μυριάδες μικρά αναθήματα-κάποια φτιαγμένα από εξαιρετικά πολύτιμα πετράδια ή μέταλλα.
Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για κείμενο προωθημένης πειραματικής γραφής, για έργο ολικό, όπου τα ρεύματα της φιλοσοφικής σκέψης, της θεολογίας και της ποίησης συνενώνονται σε ένα κοινό ποτάμι. Σε τέτοια έργα η σημασία του τολμήματος υπερβαίνει την αξία της πραγμάτωσης.
Πρώτη δημοσίευυση περιοδικό "Πλανόδιον"
πηγή: Aντίφωνο