Επιτρέψτε μου δυο εισαγωγικά λόγια, με λίγο προσωπικό τόνο. Τη διαδρομή του Διονύση Σκλήρη την παρακολουθώ εδώ και καιρό, αφενός από ενδιαφέρον για τους κόπους της νέας θεολογικής γενιάς, η οποία έχει έρθει πλέον στο προσκήνιο, και αφετέρου επειδή έχουμε τη χαρά οι δυο μας να ανταμώνουμε στη συντακτική επιτροπή της «Σύναξης». Ο Διονύσης είναι ένας αφιερωμένος – με την κυριολεκτικότερη σημασία της λέξης. Αφιερωμένος στην επίπονη ανάκριση θεμάτων τα οποία απασχολούν σήμερα τη θεολογική διανόηση. Σε πολλούς η λεπτολόγηση αυτών των θεμάτων φαίνεται σαν υπόθεση μιας ακαδημαϊκής ελίτ – και συχνά γίνεται όντως τέτοια. Εδώ όμως υπάρχει και μία διάνοιξη. Ο Σκλήρης νοιάζεται ώστε αυτά τα θέματα να μπολιάζονται από την καθημερινότητα, και να μπολιάζουν την καθημερινότητα. Αυτό το αμφίδρομο μπόλιασμα είναι δύσκολο, αλλά είναι κορυφαίο ζητούμενο. Είναι καταστατικός όρος της θεολογίας, κι όχι απλώς παρεπόμενο της θεολογίας ή συνέπειά της.
Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας ένα βιβλίο πυκνό. Πολύ πυκνό. Νομίζω ότι για πολλούς αναγνώστες θα λειτουργήσει μυητικά, όπως περίπου μια εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας. Ταυτόχρονα όμως είναι βιβλίο που προϋποθέτει τη γερή κατάρτιση του αναγνώστη, για να την πάει παραπέρα. Στην ύφανσή του, στημόνι του είναι ένα μπαράζ εννοιών και συλλήψεων. Ο αναγνώστης δεν παίρνει ανάσα, καθώς η ευρυμάθεια και η οξύνοια του συγγραφέα τον καλεί σε απαιτητικό νοητικό και εμπειρικό μπρα-ντε-φερ. Ωστόσο, καθώς εκτυλίσσεται όλη αυτή τη νοητική δοκιμασία, έρχεται ο ίδιος ο συγγραφέας να υπονομεύσει σωτήρια αυτό το μπαράζ:
«Ο άπειρος Θεός είναι αδύνατον να οριστεί, όμως για το πώς μας αποκαλύφθηκε στο συμβάν του Χριστού έχουμε μια έκφραση του ευαγγελιστή Ιωάννη που εκφράζει συμπεριληπτικά την εμπειρία Του: “Ο Θεός αγάπη εστί”… Είναι σημαντικό να θυμόμαστε την απλή αυτή αλήθεια, γιατί «και τη θεολογία μας τη φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει», για να παραφράσουμε τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Μπορούμε πίσω από τους βαρύτιμους μεταφυσικούς όρους με τους οποίους έχουμε ντύσει τον Θεό να ξαναβρούμε την απλή δύναμη της αγάπης Του; Θα ήταν ένα εγχείρημα απο-ειδωλοποίησης να αποφεύγουμε να προσκυνούμε τη βαρύτητα σχημάτων που μας εγκλείουν σε εν τέλει εξουσιαστικούς αυτοδοξασμούς του κτιστού, που αντικαθιστά δίκην βικαρίου ή χαλίφη τον ζώντα Θεό, για να ψελλίσουμε ξανά μέσα από μια ανα-νηπίευση την αμεσότητα της αγάπης […]. Το εγχείρημα αυτό αποτελεί ταυτοχρόνως και έναν διάλογο με άλλες παραδόσεις [σ.σ.: κρατήστε αυτή την αναφορά του σε άλλες παραδόσεις], καθώς η προσέγγιση του Θεού στην απλότητα της αγάπης Του σημαίνει μια υπαρξιακή επανερμηνεία όρων, ώστε αυτοί να μην είναι απολιθωμένα ιδεολογικά “λάβαρα” επιμέρους παραδόσεων, αλλά παραπομπές ακριβώς στην καθολικότητα της αγάπης».[2]
Σε τρία μόνο σημεία θα σταθώ, δηλαδή επιλέγω τρία σημεία του βιβλίου για να εξακτινώσω τα σχόλιά μου:
ΠΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΟ
Η πολύεδρη συζήτηση, στην οποία μετέχει το βιβλίο, αφορά τον ευρωπαϊκό και βορειοαμερικανικό κόσμο. Στον κόσμο αυτό περιλαμβάνονται και οι Ορθόδοξοι και οι μη-Ορθόδοξοι. Όλους αυτούς μαζί τους ονομάζω Δυτικό Κόσμο, υπό την έννοια της αντιδιαστολής αυτού του κόσμου από τον Παγκόσμιο Νότο (δηλαδή από τις πελώριες περιοχές οι οποίες μέχρι πρότινος ονομάζονταν Τρίτος Κόσμος: Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική). Ενώπιον αυτής της αντιδιαστολής, ας μην σπεύσει κανείς να αντιτάξει τις πράγματι πολλές διαφοροποιήσεις μεταξύ Ελλήνων, Λατίνων και Σλάβων, μεταξύ Ορθοδόξων και μη-Ορθοδόξων κλπ. Σε ολόκληρο αυτό τον κόσμο (τον κληρονόμο, ας πούμε, της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, είτε με καταφατικό είτε με αρνητικό τρόπο) η σημασία οντολογικών εννοιών όπως «ουσία», «φύση», «υπόσταση» (πάνω στις οποίες έχει υφανθεί το χριστιανικό δόγμα) είναι δεδομένη – επαναλαμβάνω, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι εννοήσεις τους. Σε μεγάλες όμως παραδόσεις της Άπω Ανατολής τέτοιες οντολογικές κατηγορίες απουσιάζουν. Στη θέση τους υπάρχουν εικόνες και αφηγήσεις.
Ποιο είναι το ζήτημα εδώ; Παρόλο που πολλοί πρόθυμα θα μας διαβεβαιώσουν ότι αποδέχονται κάθε πολιτισμική ετερότητα, στην πραγματικότητα πλείστοι όσοι διακατέχονται από τη βεβαιότητα ότι ο Παγκόσμιος Νότος είναι μια ασημαντότητα και ότι αυτό που του χρειάζεται, είναι να εξελιχτεί σε αντίγραφο του δυτικού κόσμου. Προφανώς αγνοείται ότι ο παγκόσμιος Νότος έχει μια ζωντάνια ξεχωριστή. Ορισμένα μέρη του όχι μόνο έχουν έρθει στο παγκόσμιο προσκήνιο, αλλά μερικά (ειδικά της Άπω Ανατολής) διεκδικούν μερδικό στην παγκόσμια ηγεμονία. Και η ηγεμονία συνήθως δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι συνυφασμένη με την πολιτισμική. Εδώ λοιπόν ξεπροβάλλει το ερώτημα, αν το δόγμα (το αποκρυσταλλωμένο σε οντολογικές έννοιες) μπορεί να αναδιατυπωθεί και να επανερμηνευτεί με ριζικά διαφορετικούς τρόπους, κατά τα εννοιολογικά και εμπειρικά εργαλεία πολύ διαφορετικών παραδόσεων. Κατά τη γνώμη μου τέτοιου είδους αναδιατυπώσεις και ερμηνείες δεν είναι απλώς συγγνωστές, αλλά (πολύ περισσότερο) αποτελούν χρέος. Είναι μια πρόκληση με πελώρια ενδοχώρα, και (συν τοις άλλοις) σχετίζεται και με τις στάσεις δασκάλων μας, όπως η αμφιθυμία του Γεώργιου Φλωρόφσκυ, η αρνητικότητα του Χρήστου Γιανναρά και η εντυπωσιακή θετικότητα του Ιωάννη Ζηζιούλα[3].
Εδώ λοιπόν εντοπίζεται μια εξαιρετική αρετή του Διονύση Σκλήρη, μια αρετή που δεν την συναντάμε εύκολα σε έργα συστηματικής θεολογίας. Παρόλο που το βιβλίο παρακολουθεί τον ιδεολογικό αναβρασμό στον δυτικό κόσμο, εμφορείται από μια δυναμική, η οποία μπορεί να κυοφορήσει γενναία ανοίγματα στο παραπέρα. Θα τολμούσα να πω ότι (από πλευράς δυναμικής) η ματιά του Διονύση είναι φυγόκεντρα δυτική. Όχι κεντρομόλα δυτική. «Αν και οι Πατέρες», λέει ο Σκλήρης, «πραγματοποιούν μία σύνθεση με την ελληνική οντολογία, το ζήτημα της θεολογικής επιστημολογίας, ήτοι πώς προσεγγίζουμε γνωστικά τον Θεό παραμένει ανοικτό και κρίσιμο»[4]. Δείτε προς τούτο οπωσδήποτε το υπέροχο κεφάλαιο του βιβλίου για την αφηγηματική θεολογία και για την επιτελεστικότητα της γλώσσας[5].
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ:
Χωρίς παρεξήγηση, έχω την εντύπωση ότι συχνά η θεολογική συστηματική νοοτροπία μας ολισθαίνει προς μια «χημεία». Προφανώς πολλοί θα διαρρήξουν τα ιμάτιά τους ακούγοντας τη μομφή μου επί χημεία, όμως παρακαλώ να μην σκαλώσουμε στη λέξη, αλλά να δούμε τι πραγματικά γίνεται. Στο πλαίσιο της δεσποτείας μονισμών, συχνά νομίζουμε ότι η προσέγγιση του «είναι» του Θεού, εξασφαλίζει μια… «χημικού τύπου» μετοχή. Η αντίληψη αυτή παραθεωρεί τον Βιβλικό τρόπο, ο οποίος αναγνωρίζει τον Θεό με αφηγήσεις και με εικόνες, κατ’ εξοχήν μέσα από την πράξη του Θεού στην ιστορία: Από το απελευθερωτικό έργο του στην έξοδο από τη δουλεία της Αιγύπτου και, πάνω απ’ όλα, από το απελευθερωτικό έργο της ενανθρώπησης, της σταύρωσης και της Ανάστασης. Η πράξη του Θεού είναι αυτή που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα και να θεολογεί, και να συμ-μεταβάλλει τον κόσμο, και να σωθεί. Ο Θεός είναι αδιάκοπα εργαζόμενος (Ιω. 5:17), και καλεί τον πιστό όχι σε μια αφηρημένη ή αδρανή «μετοχή», αλλά σε συν-εργασία (1 Κορ. 3:9).
Εδώ λοιπόν έρχεται το βιβλίο του Διονύση. Η διερώτησή του περί αγάπης και περί παγκοσμιότητας της αγάπης, πέρα από τα επιμέρους εννοιολογικά εργαλεία, ανοίγει την εκπλήσσουσα προοπτική της πράξης για τον άνθρωπο. Η δυναμική αυτής της προοπτικής, η οποία έχει και πολιτικές διαστάσεις, μπορεί να ανιχνευτεί σε συμβολές τις οποίες μνημονεύει το βιβλίο, όπως το «ασκητικό κατόρθωμα» του Φλωρόσφσκυ, ο ριζοσπαστισμός του Μπερντιάγιεφ, η συνέργεια του Γιέφτιτς, ο διάλογος με την «Radical Orthodoxy» και η απελευθερωτική δίψα του Χαράλαμπου Βέντη[6].
Επιτρέψτε μου να επαναλάβω εδώ ενδεικτικά μια επισήμανσή μου[7]. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα «η εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», δηλαδή η Ευχαριστία αποτελεί εικόνα της Βασιλείας. Η φράση αυτή έχει καταστεί πλέον κοινός τόπος. Παραδόξως όμως (πολύ παραδόξως) δεν προσέχουμε ότι στη συνέχεια ο Καβάσιλας μνημονεύει άλλη μια εικόνα της Βασιλείας: τις αγαπητικές πράξεις αλληλεγγύης! Αυτές, λέει ο βυζαντινός θεολόγος, φανερώνουν στην ιστορία το μελλοντικό δείπνο, στο οποίο ο Χριστός θα είναι βεβαίως ο αιώνιος λειτουργός της ουράνιας Ευχαριστίας, αλλά θα είναι αιωνίως και ο διάκονος των συνδαιτημόνων!
ΤΡΙΤΟ ΣΗΜΕΙΟ
Ο Διονύσης Σκλήρης κάνει λόγο για τους «ντετέκτιβ του Θεού»[8]. Αναφέρεται στη στάση της θεολογίας απέναντι στον φυσικό κόσμο, και στην κατανόηση του κόσμου ως κτίσης του Θεού. Εξαιρετικά σημαντικό. Ταυτόχρονα όμως θα έλεγα ότι οι χριστιανοί καλούνται να είναι «ντετέκτιβ του Θεού» σε όλες τις ανθρώπινες συνάφειες, πολιτισμικές και κοινωνικές. Εδώ η γενική «του Θεού» χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε και γενική αντικειμενική. ΟΙ χριστιανοί δηλαδή καλούνται να μην εγκιβωτίζουν τον Κύριό τους ούτε στα συστηματικά σχήματά τους, ούτε καν στην εκκλησία του – όσο παράδοξο ίσως κι αν ακούγεται αυτό. Ο ανυπότακτος Θεός δρα απολύτως ελεύθερα όπου και όπως ο ίδιος θέλει, μέσα και έξω από τα κανονικά όρια της εκκλησίας[9]. Ή καλύτερα, μυστικά μετακινεί τα όρια της Εκκλησίας του, για να περιλάβει όποιους αυτός θέλει, ακόμα κι αν για μας είναι οι «ελάχιστοι» - τόσο ελάχιστοι, ώστε να τους θεωρούμε περιθωριακούς, απαράδεκτους ή… αόρατους.
Ευχαριστώ τον Διονύση Σκλήρη από καρδιάς και του εύχομαι: Τη δυναμική σου και τα μάτια σου!
[1] Σχόλια κατά την διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου (διοργανωμένη από τις εκδόσεις «Αρμός»), Μ. Τρίτη, 27-4-2021.
[2] Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι, σ. 97.
[3] Βλ. τα μελέτηματά μου «Έσχατος εχθρός καταργείται... ο Χριστός; Ο “χριστιανικός Ελληνισμός” του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ και η ιεραποστολή», Θεολογία 81.4 (2010), σσ. 313-336. «Η “γενιά του ’60” και η ιεραποστολή. Δυσπιστία, δημιουργικότητα, αμηχανία», στο: Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία. Η “θεολογία του ‘60” (επιμ. Π. Καλαϊτζίδης, Θ. Ν. Παπαθανασίου, Θ. Αμπατζίδης), εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σσ. 367-427. Με τον μητροπολίτη Ιωάννη είχα την ευκαιρία προσωπικών συζητήσεων, και δη μετά την εκ μέρους του ανάγνωση του μελετήματός μου «Χριστός, ο Πρόγονος και Αδελφός. Μια αφρικανική Χριστολογία», Δελτίο Βιβλικών Μελετών 25.1 (2007), σσ. 59-82.
[4] Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι, σ. 12.
[5] Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι, σσ. 164-170. «Αντί η γλώσσα να αναπαριστά τον κόσμο σύμφωνα με μια περισσότερο “εικονόφιλη” εκδοχή, είναι τρόπον τινά αυθαίρετη ως προς αυτόν και η αλήθεια της αναδύεται κατ’ εξοχήν μέσα στις κοινότητες […]. Οι θρησκευτικές κοινότητες, ιουδαϊκές ή χριστιανικές, θα ήταν βεβαίως προνομιακοί τόποι ανάδειξης παρόμοιων γλωσσικών νοημάτων, χωρίς πάντως να αποκλείονται και θύραθεν κοινότητες» (σ. 165. Το πλάγιασμα της τελευταίας φράσης είναι του σχολιαστή). Ο Διονύσης Σκλήρης δεν προχωρά στην προσέγγιση αυτών των «θύραθεν κοινοτήτων», αλλά κατά τη γνώμη μου η ματιά του διακρίνει τους βωμούς στον άγνωστο θεό, οι οποίοι νομίζω ότι οπωσδήποτε αφορά και τον Παγκόσμιο Νότο.
[6] Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι, ιδίως σσ. 154, 161, 170, 332-333.
[7] Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Οι εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της Ευχαριστιακής μας θεολογίας», Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21.
[8] Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι, σ. 304.
[9] Χρειάζεται να δούμε την κινητήριο συμβολή σημαντικών Ορθοδόξων θεολόγων, όπως του Νίκου Νησιώτη, του μητροπολίτη Ζωρζ Χοντρ και πολλών άλλων. Βλ. το ημέτερο, «”Μακριά απ' την παρουσία σου πού να φύγω;” (Ψαλμ. 139: 7). Μια Ορθόδοξη κατάφαση της δράσης του Θεού έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας», Σύναξη 120 (2011), σσ. 16-31.
* Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».
Αναπλ. Καθηγητής Ιεραποστολικής, Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι, σύγχρονο, έργο του Κύριλλου Βενιάδη.