Για την μετάφραση των λειτουργικών κεμένων

3
534

Δημήτρης Αγγελής

Τον τελευταίο καιρό συζητιέται αρκετά το θέμα της μετάφρασης των λειτουργικών μας κειμένων, έτσι ώστε η θεία λειτουργία αλλά και ευρύτερα οι ιερές ακολουθίες να γίνονται καλύτερα κατανοητές από τους πιστούς. Ασφαλώς, η ύπαρξη ενός τέτοιου διαλόγου αποτελεί από μόνη της ένα ιδιαίτερα θετικό γεγονός για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας που παραμένει απολύτως ποιμενοκεντρική, μ’ έναν σχεδόν κάθετο διαχωρισμό μεταξύ διοικούσας Εκκλησίας και πιστού λαού. Την ίδια στιγμή, τα όποια προβλήματα (όπως το παραπάνω) έρχονται στην επικαιρότητα αποκαλύπτουν συνήθως την ύπαρξη δύο σφόδρα αντιτιθέμενων τάσεων στους κόλπους της: Από τη μία πλευρά υπάρχει μια προοδευτική ομάδα υψηλού επιπέδου θεολόγων, με προσβάσεις στα ΜΜΕ, των οποίων όμως οι θεωρητικές αναζητήσεις ορισμένες φορές παραείναι θεωρητικές ή ακόμα και αποκομμένες από την εκκλησιαστική εμπειρία και γι’ αυτό συχνά οι παρεμβάσεις τους εμφανίζονται άκαιρες. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια συντηρητική, θα έλεγα καλύτερα φονταμενταλιστική, ομάδα παλαιοημερολογίτικου ήθους, της οποίας τα ευάριθμα μέλη συνιστούν στην πραγματικότητα απομονωμένες προνεωτερικές νησίδες για τα δεδομένα της εποχής μας. Περιττεύει να πούμε ότι η σιωπηλή πλειοψηφία του σώματος των πιστών, αν και διαφωνεί με το οξύ, αντιδραστικό ύφος των δεύτερων, κατά κανόνα φαίνεται να συμπλέει με την ουσία των απόψεών τους.

Είναι βέβαιο ότι η σχετική συζήτηση, η οποία έχει απασχολήσει και την Ιερά Σύνοδο, δεν θα διατηρούνταν στην επικαιρότητα αν δεν αποτύπωνε ένα πρόβλημα υπαρκτό κι αν δεν θεμελιωνόταν σε μια θεολογικώς ορθή επιχειρηματολογία. Εάν μιλάμε για «λογική λατρεία» και επιζητούμε τη συμμετοχή και του λαού στα εκκλησιαστικά μυστήρια, τότε η αρχαία γλώσσα πράγματι αποτελεί ένα εμπόδιο: δεν είναι όλα τα κείμενα εύκολα για τον απλό αναγνώστη ούτε τόσο αυτονόητη, όσο ίσως πιστεύουμε, η αρχαιογνωσία του. Πώς να καταλάβει για παράδειγμα κάποιος ότι στην φαινομενικά απλή φράση «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…», η πρώτη λέξη δεν αποτελεί αυθαίρετη προσθήκη του ψάλτη, αλλά είναι η ευκτική ενεστώτα του ειμί και σημαίνει «Ας είναι»;  Να μην ξεχνάμε επίσης ότι οι υμνογράφοι έγραφαν συνήθως στην καθημερινή γλώσσα της εποχής τους –ή τέλος πάντων σ’ ένα είδος «καθαρεύουσας», όταν χρησιμοποιούσαν τους παλιότερους τύπους της αττικής διαλέκτου– επρόκειτο  όμως  για μια γλώσσα βατή στον μέσο άνθρωπο του καιρού τους. Και βατή-κατανοητή γλώσσα είναι εκείνη η γλώσσα που μπορεί ν’ αποτελεί έκφραση αληθινής κοινωνίας, αντανακλώντας την τέλεια κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Οι ακολουθίες, τελικά, και ειδικά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας που αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής κοινότητας, θα πρέπει να είναι προσιτές στον καθένα, ακόμα και σ’ εκείνον που εισέρχεται τυχαία ή για πρώτη φορά στο ναό –αλλιώς δεν παραβλέπουμε μόνο την εντολή της ιεραποστολής, αλλά παίρνουμε και τη θέση του φρόνιμου γιου στην παραβολή του ασώτου, που να μην ξεχνάμε τον έψεξε ο Πατέρας της παραβολής για την απρεπή του συμπεριφορά έναντι του αδελφού του. Θεολογική βάση, λοιπόν, γι’ αυτό το θέμα υπάρχει και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την πληθώρα των σχετικών επιχειρημάτων που έχουν φιλότιμα προσκομίσει αρκετοί θεολόγοι και μη σε αυτή τη συζήτηση. Και δεν θα είχα καμία αντίρρηση στο να συμφωνήσω μαζί τους αν μία πρόσφατη εμπειρία μου δεν με καθιστούσε ιδιαίτερα επιφυλακτικό ως προς την απάντηση που μπορούμε να δώσουμε στο «γλωσσικό» μας πρόβλημα. Άλλωστε το παράδειγμα της εμπειρίας πάντα επικρατεί και μάλιστα σαρωτικά στην όποια θεωρητική αντιμετώπιση ενός προβλήματος, ιδιαίτερα μάλιστα εάν βασίζεται ουσιαστικά σε μια ανάλογη περίπτωση –αναφέρομαι στο παράδειγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 
Είναι γνωστό ότι μετά τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-65), η Καθολική Εκκλησία εγκατέλειψε τη λατινική –μια γλώσσα νεκρή σε σχέση με τη βυζαντινή ελληνική που σε μεγάλο βαθμό παραμένει και σήμερα κατανοητή– για χάρη των εθνικών γλωσσών. Τι συνέβη στο χρονικό διάστημα που πέρασε; Πρώτα απ’ όλα, χωρίς να γεμίσουν οι ναοί κόσμο (προσδωκώμενο αποτέλεσμα), χάθηκε εντελώς ο ποιητικός πλούτος των λατινικών με τη νέα, καθημερινή γλώσσα που υιοθετήθηκε –κι αυτό αναμφίβολα υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τη λειτουργική τους παράδοση. Ανατριχιάζει κανείς στη σκέψη και μόνο τού πώς θα μπορούσε αντίστοιχα να μεταγραφεί σε σύγχρονη γλώσσα ο υμνογραφικός πλούτος της Μ. Εβδομάδας, πόσο η εξάλειψη της γλωσσικής απόστασης –και δεν υποννοούμε εδώ κανένα «μαγικό» περιεχόμενο– θα υποβιβάσει, για να μην πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα γελοιοποιήσει κιόλας τα νοήματα (πρόχειρο παράδειγμα: το «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών» δεν θα μεταβληθεί μεταφρασμένο σε γηπεδικού τύπου ιαχή;). Κι ακόμα, η αδυναμία των μεταφραστών να διατηρήσουν τα μουσικά μέτρα, δεν θα είχε επιπτώσεις και στο μέλος, στη βυζαντινή μουσική; Αυτά σκεφτόμουν πρόσφατα όταν, ευρισκόμενος στην πάλαι ποτέ ρωμαιοκαθολική Ισπανία, άκουσα στην εκκλησία, ανάμεσα στους σπάνιους ύμνους (κυριαρχούν πλέον τα αναγνώσματα), να τραγουδιέται με πάνδημο ενθουσιασμό και το «Every breath you take» των Police με στίχους γλυκερά χριστιανικούς! Μήπως τελικά η σταδιακή προτεσταντοποίηση είναι η μοίρα εκείνων που δεν ξέρουν να διαχειριστούν την παράδοσή τους;
Το γλωσσικό πρόβλημα, ωστόσο, παραμένει υπαρκτό, ορθά έχει τεθεί και δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε προς χάριν μιας παράδοσης που οι ίδιοι οι υπερασπιστές της δεν κατανοούν τη σημασία της. Η όποια λύση όμως θα πρέπει να δοθεί όχι με όρους εκσυγχρονισμού, αλλά με κριτήρια καθαρά εκκλησιαστικά. Και η Ιερά Σύνοδος έχει, πιστεύω, τη δυνατότητα να πάρει τα μέτρα που χρειάζονται, εφόσον το επιθυμεί. Κατ’ αρχάς, υπάρχει το φυλλάδιο της Φωνής του Κυρίου που τυπώνεται σε χιλιάδες αντίτυπα και διανέμεται κάθε Κυριακή δωρεάν στους ναούς όλης της χώρας. Αντί να περιλαμβάνει το ανούσιο και τετριμμένο συνήθως κήρυγμα, θα μπορούσε να παραθέτει τα δύο αναγνώσματα 
(Απόστολο και Ευαγγέλιο) σε αρχαίο κείμενο και μετάφραση, μαζί με τα τροπάρια κάθε Κυριακής, επίσης μεταφρασμένα. Ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε η Σύνοδος να ανακηρύξει μια ολόκληρη χρονιά σε «Έτος λειτουργικής κατανόησης» και να επιβάλει όλα τα έντυπα των Μητροπόλεων να δημοσιεύουν κάθε μήνα, αντί άλλων κειμένων και των γνωστών φωτογραφιών από την κοσμική ζωή των κατά τόπους επισκόπων, αναλύσεις της Θείας Λειτουργίας και των άλλων ακολουθιών. Θα ήταν εύκολο, επίσης, να διανέμει από τα παγκάρια των ναών εύχρηστα βιβλιαράκια με το κείμενο της Θείας Λειτουργίας και αντικρυστά τη μετάφραση, να επιβάλει στα κατηχητικά και στις ενοριακές συγκεντρώσεις μια σχετική θεματολογία κι από τους ραδιοφωνικούς της σταθμούς να προωθήσει ανάλογου περιεχομένου συζητήσεις. Με αυτό τον τρόπο και ο σκοπός θα επιτυγχάνονταν (κατανόηση και μέθεξη) και ο πλούτος μιας ιεροπρεπούς παραδόσεως δεν θα χανόταν, αλλά και ο κίνδυνος μιας μεγάλης ενδοεκκλησιαστικής κρίσης θα αποφεύγονταν.

πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 5/2011.

 

3 Σχόλια

  1. Βιβλιαράκια με μετάφραση-μεταγραφή είναι μια πολύ εύκολη λύση και σίγουρα όχι με μεγάλο κόστος (τα άμφια που αγοράζουν κάποιοι μητροπολίτες κοστίζουν πολύ περισσότερα). Επίσης όπου υπάρχει η τεχνολογική δυνατότητα θα ήταν επίσης εύκολο η νεοελληνική μεταγραφή να παρουσιάζεται ως υπότιτλοι, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις τηλεοπτικής μετάδοσης.
    Πάντως τολμώ να πως πως δεν καταλαβαίνω την εξής φράση: Η όποια λύση όμως θα πρέπει να δοθεί όχι με όρους εκσυγχρονισμού, αλλά με κριτήρια καθαρά εκκλησιαστικά.
    Από ποτε ο εκσυγχρονισμός βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το εκκλησιαστικό γεγονός; Εκσυγχρονισμός δεν είναι ούτε προτεσταντοποίηση ούτε απάρνηση της παράδοσης (αυτό είναι ένα ψευδοδίλημμα!), αλλά συνέχιση της παράδοσης με βάση τις σύν-χρονες ανάγκες του εκ. σώματος. Και το γεγονός ότι πλέον υπάρχει στασιμότητα/καθήλωση στην παράδοση δηλώνει ότι έχει αρχίσει να νεκρώνει. Για αιώνες η λειτουργία και τα εκκλησιαστικά έθιμα μεταβάλλονταν και ύμνοι και λειτουργική μουσική γράφονταν και αναλόγως ενσωματώνονταν στην λειτουργία (πχ γιατί το Αγνή Παρθενε, να μην γίνει λειτουργικός ύμνος;). Τι δηλώνει αυτή η στασιμότητα πέρα από την ουσιαστική απάρνηση της συνέχισης της παράδοσης; Εγώ βλέπω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι. Θέληση δυστυχώς δεν υπάρχει…. και αν είναι να μιλήσουμε για προτεσταντοποίηση κανείς θα πρέπει να μιλήσει για αυτές τις άθλιες ηθικοπλαστικές κατηχήσεις και κηρύγματα που ακούγονται κάθε Κυριακή σχεδόν σε κάθε εκκλησία και δεν έχουν καμία σχέση με την ορθ. εκκλησία. Πότε θα παραδεχθεί η επίσημη εκκλησία ότι μετέφραζε ιησουιτικά εγχειρίδια;
    Και τέλος προτείνω αν κανείς δεν ξέρει ψαλτική, προτιμότερο είναι να αναγνώσει τα κείμενα με ευλάβεια παρά να αναμασά τα λόγια του βιαστικά και γρήγορα και να αγωνίζεται σε κορόνες… αυτό θα τα κάνει πιο κατανοητά από κάθε άλλο μέσο….

  2. Πολύ καλή η πρόθεση, αλλά ας μου επιτραπεί να προσθέσω, πως κύριος σκοπός της θρησκείας είναι να μεταφέρει το βίωμα του Ιερού στους ανθρώπους και όχι η έλλογη περιγραφή του. Και το βίωμα του Ιερού μπορεί να γίνει μέσω της προσευχής και των ακραίων πρακτικών του μοναχισμού. Άτομα που έχουν βιώσει το Ιερό, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, δόγματος και φιλοσοφικού προσανατολισμού, είναι δείγματα Αγάπης και Σεβασμού της Ζωής.

  3. Σαφές και ικανοποιητικό για το θέμα κείμενο. Οι τελικές προτάσεις του είναι πολύ σημαντικές και εφαρμόσιμες, μολονότι δύσκολες. Παραδείγματος χάριν, ποιά μετάφραση θα χρησιμοποιήσουμε για τα δύο Αναγνώσματα. Θα δίσταζα να προτείνω την τελευταία της Βιβλικής Εταιρείας.
    Αν θεωρήσουμε ότι τα λειτουργικά κείμενα είναι ποιητικά, και βέβαια είναι, δεν επιτρέπεται να μεταφραστούν, διότι η ποίηση δεν μπορεί να μεταφραστεί. Το πρόβλημα δεν είναι φιλοσοφικό ή θεολογικό, μόνο. Είναι πρώτιστα πρακτικό. Μόνο ποιητής του ίδιου επιπέδου θα μπορούσε να τα ξαναγράψει, αλλά κανείς δεν θα δεχόταν, γιατί πρόκειται για επίτευγμα πολύ πιό δύσκολο από το γράψιμο πρωτότυπης ποίησης. Υπάρχουν αριστουργηματικές μεταφράσεις από κορυφαίους ποιητές, αλλά μόνο μικρών αποσπασμάτων ποίησης. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο; Κανείς ικανός ποιητής.
    Οι μεταφράσεις της ποίησης είναι σπουδαία προσπάθεια και χρησιμότατη, αλλά αποτελούν μόνο ένα αναγκαίο απλό βοήθημα για να προσεγγίσουμε το πρωτότυπο. Το Δοκίμιο για τον Ντάντε του Έλιοτ είναι πολύ διαφωτιστικό για το θέμα και θα κατεβάσει τους τόνους, ώστε να μην προκύψουν νέα “Ευαγγελικά”.
    Βέβαια, όταν θα ακούσουμε τους μεταφρασμένους ύμνους με τον τρόπο που, τόσο ακατάλληλα, ψέλνουν πολλοί ψάλτες σήμερα, θα αποκαλυφθεί το μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης ψαλτικής: θα μας δοθεί η εντύπωση ότι βρισκόμαστε σε κοσμικό κέντρο της παραλιακής. Και δεν θα φταίει η μετάφραση.
    Υπάρχουν πολλά δυσκολώτατα θέματα στην Εκκλησία σήμερα που πρέπει να λυθούν με πολλή δουλειά και σύμπνοια. Όταν ανοίγουμε ένα ανύπαρκτο θέμα, αποφεύγουμε να λύσουμε τα πραγματικά προβλήματα, αυτά που θέλουν πολλή και σκληρή δουλειά. Το τέχνασμα αυτό συνηθίζεται και στην καθημερινή μας ζωή, προσωπική και πολιτική. Αν οι νέοι δυσκολεύονται να προσεγγίσουν την Εκκλησία, όχι μόνο τώρα, αλλά από πολλές δεκαετίες πριν, δεν φταίει η λειτουργική γλώσσα.
    Θυμήθηκα ότι η αναλφάβητη γιαγιά μου έκανε όλες τις αριθμητικές πράξεις των καθημερινών μας αναγκών χωρίς μπλοκάκι και μολύβι, ενώ γνώριζε απ’ έξω όλους τους Λειτουργικούς Ύμνους και τους καταλάβαινε, τόσο καλά όσο και τα κλέφτικα τραγούδια του Μωριά, που τραγουδούσε τονικά σωστά και συγκλονιστικά, πολλές φορές κλαίγοντας για τους καημένους τους κλέφτες. “Αμάν πια, μάνα, με αυτόν τον Κατσαντώνη”.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ