Γιάνης Βαρουφάκης*
Φανταστείτε αγαπητοί αναγνώστες τί θα σκεφτόσασταν εάν γινόσασταν μάρτυρες μιας σφοδρής επαγγελματικής διαμάχης μεταξύ ιατρών-καρδιολόγων σαν αυτή που θα σας περιγράψω αμέσως: Η διαμάχη ξέσπασε πάνω από το κρεββάτι ενός νεαρού καρδιοπαθούς, του Μάκη. Ο Κος Στιγλίδης, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Stanford και με διεθνή αναγνώριση μεταξύ των απανταχού καρδιολόγων (φημολογείται μάλιστα ότι είναι από τους επικρατέστερους υποψηφίους για το Νόμπελ Ιατρικής), εκδίδει μια ανακοίνωση με την οποία κατακεραυνώνει τους συναδέλφους του για τον τρόπο που χειρίστηκαν την περίπτωση όχι μόνο του νεαρού Μάκη, αλλά και πολλών άλλων ασθενών. Την καταγγελία αυτή ο κ. Στιγλίδης την επισφραγίζει με την κοινοποίηση της παραίτησής του από το εν λόγω νοσοκομείο καθώς και με μια σειρά διαλέξεων στις οποίες αναλύει διεξοδικά γιατί η πρακτική που ακολουθεί η καρδιολογική κλινική είναι επικίνδυνη για τους ασθενείς1.
Οι καταγγελίες του κ. Στιγλίδη παίρνουν μεγάλη έκταση στον τύπο και, συνοπτικά, εστιάζουν σε τρία βασικά σημεία: Πρώτον, αν και ο Μάκης ήταν ένα υγιέστατο, δωδεκάχρονο αγόρι (περί το 1993), επειδή η οικογένειά τους είχε μια προϊστορία καρδιοπαθειών οι συνετοί γονείς του συμβουλέυτηκαν τους ιατρούς της καρδιολογικής κλινικής. Οι γιατροί σύστησαν στους γονείς του Μάκη να του δίνουν κάθε μέρα, πρωΐ-βράδυ, ένα μπλε χάπι το οποίο θα τον προφύλαττε, υποτίθεται, από μελλοντικά προβλήματα με την καρδιά του. Ο κ. Στιγλίδης ισχυρίζεται ότι αυτό το χάπι δεν ταίριαζε στη φυσιολογία του Μάκη, με αποτέλεσμα, αντί να αποσωβήσει την καρδιοπάθεια, δημιούργησε εκ του μη όντος οξεία καρδιακή αρρυθμία. Εκεί που σε κάποιον άλλον ασθενή θα βοηθούσαν, στην περίπτωση του Μάκη (και άλλων νέων όπως ο Μάκης) τα μπλε χάπια ήταν καταστροφικά2.
Δεύτερον, ο καθηγητής Κος Στιγλίδης αναφέρει ότι, όταν κάποια στιγμή (περί τα 1997/98) οι γονείς του Μάκη τον πήγαν στο νοσοκομείο με έντονες τις ενδείξεις της καρδιακής αρρυθμίας, οι θεράποντες ιατροί προέβησαν σε εσφαλμένη διάγνωση και του χορήγησαν φάρμακα τα οποία χειροτέρευσαν κατά πολύ την κατάστασή του. Αντί να περιορίσουν το πρόβλημα της αρρυμίας με τη σωστή φαρμακευτική αγωγή, πρόβλημα για το οποίο βέβαια ευθύνονταν οι ίδιοι, τελικά το μεγένθυναν και οδήγησαν τον οργανισμό του Μάκη στα πρόθυρα του θανάτου3. Ευτυχώς ο οργανισμός του αποδείχτηκε ισχυρός και, παρόλα τα ακατάλληλα φάρμακα που του είχαν χορηγηθεί ανά τα έτη (αλλά και μέσα στην κλινική), η κατάσταση του Μάκη άρχισε να βελτιώνεται, αν και είναι εμφανές ότι και θα του πάρει χρόνια να συνέλθει και είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποιο «κουσούρι» θα του μείνει.
Τρίτον, καταγγέλει ο Κος Στιγλίδης, αν και κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες ο ίδιος να πείσει τη διοίκηση του νοσοκομείου ότι η ακολουθούμενη αγωγή είναι καταστροφική για την υγεία του Μάκη, και παρόλο το κύρος που διαθέτει στο ιατρικό στερέωμα, δεν κατάφερε τελικά τίποτα. Οι διοικούντες τον απέφευγαν, οι παροτρύνσεις του για σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου για το ζήτημα αυτό έπεφταν στο κενό και, γενικά, ένιωθε ότι δεν του δινόταν η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του4.
Πέρασαν δύο χρόνια από την παραίτηση του Κου Στιγλίδη και ο Μάκης βγήκε από το νοσοκομείο. Η υγεία του βελτιώνεται σταθερά αν και δεν έχει τη δυνατότητα να παίζει ποδόσφαιρο όπως παλιά, ούτε διαθέτει το σφρίγος που τον χαρακτήριζε πριν αρχίσει να παίρνει τα μπλε χάπια. Ο Κος Στιγλίδης συνεχίζει την ερευνητική και κλινική του δραστηριότητα, όπως πάντα καταξιωμένος και φημισμένος καρδιολόγος, αλλά ταυτόχρονα δεν δείχνει να ξεχνάει την άσχημη εμπειρία του στην καρδιολογική κλινική από την οποία παραιτήθηκε προ διετίας. Παραμένει ακόμα οξύς στην κριτική του εναντίον της κλινικής όπου και όποτε του δοθεί η ευκαιρία. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του μάλιστα, σε γνωστό Αμερικανικό περιοδικό, επανέλαβε τις παραπάνω κατηγορίες αλλά προχώρησε και λίγο περισσότερο σημειώνοντας ότι, αν και πολύ γνωστή και πλούσια, η κλινική αυτή δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει πόλο έλξης των αριστούχων των Ιατρικών Σχολών, οι οποίοι προτιμούν να κάνουν καριέρα αλλού. Αναρωτιέται στο άρθρο του ο Κος Στιγλίδης: «Μήπως για όλα αυτά που παρατήρησα εκ των έσω φταίει το ότι προσλαμβάνονται αποκλειστικά δευτεροκλασάτοι απόφοιτοι;» και «Γιατί οι άριστοι της ιατρικής επιστήμης δεν είναι, τέλος πάντων, αυτοί που στελεχώνουν τις καλές καρδιολογικές κλινικές;»
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού, στο πλαίσιο πολιτικής ίσων αποστάσεων από αντιμαχόμενα μέρη επιστημονικών κοινοτήτων, προσκάλεσε έναν άλλο γνωστό καρδιολόγο, τον Κο Δομπούρση, να γράψει τον αντίλογο ο οποίος και δημοσιεύτηκε δίπλα-δίπλα με το άρθρο του Κου Στιγλίδη. [Παρεπιπτόντως, ο Κος Δομπούρσης, παρόλο που φημίζεται και αυτός στους κύκλους των καρδιολόγων, δεν έχει την «επιφάνεια» του Στιγλίδη. Ο τελευταίος υπερτερεί σαφώς σε δημοσιεύσεις (και ως προς τον αριθμό, και ως προς την ποιότητα, αλλά και ως προς τη διεθνή αναγνώριση των δημοσιεύσεων αυτών).] Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα του Κου Δομπούρση στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει την κριτική του Στιγλίδη. Πρώτο του, και βασικό, επιχείρημα είναι ότι ο Μάκης βελτιώνεται καθημερινά. «Είναι εμφανές λοιπόν», γράφει ο Κος Δομπούσρης, «ότι η θεραπευτική αγωγή την οποία ενέκριναν οι ιατροί της κλινικής ήταν η κατάλληλη.» Όσον αφορά τη γενικότερη κριτική του Στιγλίδη ότι η κλινική δεν μπορεί να προσλάβει τους άριστους εκ των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών, η απάντησή του έχει ως εξής: «Όποιος αριστεύει στην Ιατρική σημαίνει ότι παρα-είναι άρτια θεωρητικά καταρτισμένος/η. Για αυτό το λόγο δεν μας κάνει στις κλινικές. Εκεί χρειαζόμαστε κάτι σαν καλο-εκπαιδευμένους επαρχιώτες κτηνιάτρους – να είναι καλά εκπαιδευμένοι αλλά όχι δα κορυφές.» Κλείνοντας το άρθρο του ο Κος Δομπούρσης δείνει συγχαρητήρια στους ιατρούς της κλινικής, παροτρύνοντάς τους να πράττουν στο μέλλον ακριβώς όπως έπραξαν και στην περίπτωση του Μάκη.
Η παραπάνω περίπτωση είναι βέβαια κύημα της φαντασίας μου. Δεν θα μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί ένας τέτοιος διάλογος μεταξύ ιατρών. Μόνο εμείς οι οικονομολόγοι μπορούμε να πέσουμε τόσο χαμηλά. Το ότι ο ασθενής δεν απέθανε δεν θα χρησιμοποιείτο από κανέναν αυτοσεβούμενο ιατρό ως απόδειξη ότι η θεραπεία ήταν η ενδεδειγμένη. Πόσο μάλιστα να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο επιχείρημα εναντίον ενός τόσο συγκροτημένου κατηγορητηρίου, όπως αυτό του Καθηγητή Στιγλίδη, ενός εξέχοντα επιστήμονα, κορυφή του συγκεκριμένου κλάδου. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ο αντίλογος θα περιείχε εντελώς διαφορετικά επιχειρήματα. Π.χ. θα γινόταν μια προσπάθεια απόκρουσης των καταγγελιών Στιγλίδη μια προς μια. Θα παρουσιάζονταν στοιχεία που θα αποδείκνυαν πως η αρχική παροχή των μπλε χαπιών δεν ήταν εσφαλμένη, ότι η διάγνωση εντός της κλινικής ήταν σωστή και, τέλος, ότι οι αντιρρήσεις του Κου Στιγλίδη, αν και αβάσιμες, συζητήθηκαν εκτενώς και ανοικτά.
Και όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν διακρίνει ο καλόπιστος αναγνώστης στην επιστολή-απάντηση του R. Dornbusch στην πραγματική περίπτωση των καταγγελιών Stiglitz εναντίον του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Η οικονομική επιστήμη, αντίθετα με την ιατρική, νοσεί βαριά. Η πρώτη ένδειξη της ασθένειας που την μαστίζει διαφαίνεται από το φαινόμενο ενός όχι τυχαίου οικονομολόγου, όπως ο Rudiger Dornbsuch, να απαντά στον Stiglitz με επιχειρήματα τα οποία ένας πραγματικός επιστήμονας (π.χ. ένας ιατρός, φυσικός, μηχανολόγος) ούτε που θα διανοείτο να χρησιμοποιήσει. Δεν κακίζω τον Dornbsuch. Από μια άποψη πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε τα συμπτώματα της ύπουλης ασθένειας από την οποία πάσχουμε (συχνά χωρίς να το ξέρουμε) όλοι εμείς οι οικονομολόγοι.
Είτε έχει δίκιο ο Κος Dornbuschείτε όχι, η παρέμβασή του είναι σημαντική και μπορεί να μας βοηθήσει στη διάγνωση. Στο βαθμό που η σωστή διάγνωση κακό δεν κάνει (αν και δεν εξασφαλίζει τη θεραπεία), πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για το άρθρο του. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Η μια είναι ο Κος Dornbuschνα έχει δίκιο. Η άλλη είναι να έχει άδικο. Εάν έχει δίκιο, και ο Stiglitz είναι ένας χαιρέκακος τσαρλατάνος του οποίου η άποψη για τα μεγάλα θέματα της οικονομίας δεν πρέπει καν να ζητείται από τους υπεύθυνους χάραξης της οικονομικής πολιτικής μιαςχώρας ή του ΔΝΤ, τότε προκύπτει το εξής απλό ερώτημα: Πώς η οικονομική επιστήμη ανέδειξε έναν τέτοιον άνθρωπο, τον Stiglitz, ως σημαντικότατο οικονομολόγο που ακόμα και ο Dornbusch παραδέχεται ότι του αξίζει να θεωρείται υποψήφιος για το Νόμπελ οικονομικών; Και πώς αυτό το άτομο, που όλοι τον αναγωρίζουν ως ειδικό επιστήμονα πάνω σε θέματα μακρο-οικονομικής πολιτικής, είναι το ίδιο άτομο το οποίο καλά θα κάνουν οι κυβέρνησεις και το ΔΝΤ να αγνοούν όσον αφορά τη μακρο-οικονομική πολιτική; Μπορείτε να φανταστείτε ένα πανεπιστημιακό ιατρό ολκής να ισχυρίζεται ότι οι κορυφαίες των καρδιολογικών κλινικών καλά θα κάνουν να αποφεύγουν τόσο τους αριστούχους απόφοιτους της Ιατρικής όσο και τους καλύτερους των καθηγητών τους; Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αμέσως θα αναρωτιόμασταν τί δεν πάει καλά στην Ιατρική Επιστήμη. Ακόμα και ο Εισαγγελέας θα ενδιαφερόταν.
Η άλλη περίπτωση είναι να σφάλει ο Κος Dornbusch και να έχει δίκιο ο Κος Stiglitz. Γεννάται τότε το ερώτημα, που σωστά θέτει ο Dornsbusch στον αντίλογό του: Μπορεί τόσοι επαγγελματίες οικονομολόγοι στο ΔΝΤ να σφάλουν όλοι, και κατ’ εξακολούθηση, και τόσα χρόνια να μη το παίρνουν χαμπάρι; Τόσο κακοί επιστήμονες είναι (κι ας μη ήταν άριστοι); Σε αυτή την περίπτωση η ασθένεια της οικονομικής παίρνει τη μορφή πανδημίας η οποία έχει ξεκληρίσει τους καλώς σκεπτόμενους οικονομολόγους ή, ακόμα χειρότερα, μας έχει εξαφανίσει τη φαιά ουσία, με εξαίρεση εκείνη του Stiglitz και μερικών άλλων που βρίσκονται σε καραντίνα μακρυά από τα μολυσμένα κέντρα εξουσίας. Πώς επέτρεψαν κάτι τέτοιο οι Μεγάλοι Ιερείς της οικονομικής επιστήμης (συμπεριλαμβανομένου και Stiglitz);
Συνοπτικά, η διαμάχη Stiglitz-Dornbusch φανερώνει το πόσο σοβαρά η οικονομική επιστήμη έχει χτυπηθεί από μια κρυφή, ανελέητη ασθένεια. Υπάρχει γιατριά; Νομίζω πως όχι. Αυτό είναι όμως μια άλλη, πικρή ιστορία.
Σημειώσεις
1 Ο Μάκης βέβαια στην περίπτωση του Joseph Stiglitz είναι οι χώρες της ΝΑ Ασίας, και ιδιαίτερα η Ν. Κορέα και η Ινδονησία.
2 Τα «μπλε χάπια» αντιστοιχούν στην πολιτική απελεύθέρωσης των χρηματαγορών (και, ιδιαίτερα, των δανειοληπτικών κανόνων) η οποία επιβλήθηκε στην Ν. Κορέα, την Ινδονησία και την Ταϋλάνδη από το ΔΝΤ το 1993 (μετά από ασφυκτικές Αμερικανικές πιέσεις). Βασικοί επωφελούμενοι της απελευθέρωσης ήταν οι ξένες (δυτικές) τράπεζες οι οποίες κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια στο να πείσουν τον ιδιωτικό τομέα στις χώρες αυτές να δανειστεί υπέρογκα ποσά.
3 Η άποψη του Stigliτz είναι ότι με την πρώτη πτώση των χρηματαγορών (και του εθνικού νομίσματος) στις χώρες της ΝΑ Ασίας, το ΔΝΤ επέβαλε την ίδια θεραπεία που είχε επιβάλει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής πριν από δύο χρόνια. Σε εκείνη την περίπτωση (λόγω του διογκωμένου κρατικού ελλείματος) η πολιτική του ΔΝΤ ήταν σωστή. Όμως η επιβολή της ίδιας θεραπείας σε χώρες που το πρόβλημα δεν ήταν ο δημόσιος αλλά ο ιδιωτικός τομέας, ήταν εγκληματικά ακατάλληλη.
4 Ο παραλληλισμός αφορά την παντελή απουσία ενός βήματος ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των ίδιων των ιθυνόντων στο ΔΝΤ και την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των διευθυντικών στελεχών του ΔΝΤ για διάλογο με εκείνους, όπως ο Stiglitz, που διαφωνούν με την επικρατούσα άποψη.
* Ο κ. Γιάννης Βαρουφάκης διδάσκει οικονομική θεωρία και πολιτική οικονομία στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: Αντίφωνο, http://www.econ.uoa.gr/UA/files/1326459653..doc
Εξαιρετικό! Με την ευκαιρία, οι απόψεις για το ελληνικό χρέος που διατύπωσε ο νομπελίστας πλέον … κ. Στιγλίδης πριν από μια εβδομάδα:
«Όταν ξέσπασε η κρίση του ευρώ πριν από πέντε χρόνια, οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι προέβλεψαν ότι η λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες θα αποτύγχανε. Θα έπνιγε την ανάπτυξη, θα μεγέθυνε την ανεργία και δεν θα κατόρθωνε να μειώσει το λόγο χρέος προς ΑΕΠ. Άλλοι πάλι, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην ΕΚΤ και σε μερικά Πανεπιστήμια, μίλησαν για ‘‘αναπτυξιακές συρρικνώσεις’’. Όμως ακόμα και το ΔΝΤ υποστήριξε ότι οι συρρικνώσεις, όπως λ.χ. οι περικοπές των δημοσίων δαπανών, ήταν συρρικνωτικές και μόνο συρρικνωτικές.
Δεν χρειαζόμαστε πια κανένα άλλο πείραμα για να το καταλάβουμε. Η λιτότητα απέτυχε όσες φορές την εφάρμοσαν: από το πρώτο πείραμα εφαρμογής της από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ, που μετέτρεψε ένα χρηματιστηριακό κραχ στην Μεγάλη Ύφεση [το 1929], μέχρι τα ‘‘προγράμματα’’ που κατά τις πρόσφατες δεκαετίες εφάρμοσε το ΔΝΤ στις χώρες της Ανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. (…)
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Πρώτα-πρώτα ας είμαστε ξεκάθαροι: θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε την Ελλάδα για τα δεινά της μόνο αν ήταν η μόνη χώρα στην οποία απέτυχε παταγωδώς η ‘‘ιατρική’’ της Τρόικας. Όμως η Ισπανία, ενώ πριν από την κρίση είχε πλεόνασμα και χαμηλή αναλογία χρέους/ΑΕΠ, τώρα βρίσκεται και αυτή σε ύφεση. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι μόνο δομικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και την Ισπανία όσο, [b]πολύ περισσότερο, [/b] δομική μεταρρύθμιση στο σχεδιασμό της ευρωζώνης και εκ βάθρων επανεξέταση της πολιτικής που προέκυψε από την εντυπωσιακά κακή επίδοση της νομισματικής ένωσης.
[b]Η Ελλάδα μάς θύμισε για άλλη μια φορά ότι ο κόσμος έχει απόλυτη ανάγκη ένα άλλο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του χρέους. [/b] Το υπέρμετρο χρέος προκάλεσε, όχι μόνο την κρίση του 2008 αλλά και την κρίση της Ανατολικής Ασίας κατά τη δεκαετία του 1990, όπως και την κρίση της Λατινικής Αμερικής κατά τη δεκαετία του 1980. Και το υπέρμετρο χρέος είναι αυτό που εξακολουθεί να προκαλεί ανείπωτα βάσανα στις ΗΠΑ, όπου εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, απειλώντας τώρα πολλά περισσότερα εκατομμύρια ανθρώπους στην Πολωνία και σε όσες άλλες χώρες είχαν πάρει δάνεια σε ελβετικά φράγκα.
Βλέποντας τις συμφορές που επιφέρει το υπέρμετρο χρέος, μπορεί πολύ φυσιολογικά να ρωτήσει κανείς: γιατί τα άτομα και οι χώρες πέφτουν και ξαναπέφτουν συνεχώς σε αυτή την κατάσταση; Τα δάνεια αυτά είναι σε τελική ανάλυση συμβόλαια −δηλαδή εκούσιες [b]διμερείς[/b] συμφωνίες−, και επομένως οι δανειστές είναι εξίσου υπεύθυνοι γι’ αυτά με τους οφειλέτες. Στην πραγματικότητα μάλιστα, μπορούμε πολύ βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι οι δανειστές είναι [b]περισσότερο[/b] υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση, διότι τις περισσότερες φορές οι δανειστές είναι καλοστημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ από την άλλη μεριά οι οφειλέτες έχουν πολύ μικρότερες αντοχές στις διακυμάνσεις της αγοράς και στους κινδύνους που σχετίζονται με τις διάφορες δανειακές συμβάσεις. Ξέρουμε για παράδειγμα, ότι οι τράπεζες των ΗΠΑ έχουν πέσει πάνω στους δανειολήπτες τους σαν αρπακτικά, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι αυτοί δεν είχαν τις εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις που απαιτούνται ώστε να γνωρίζουν τι στ’ αλήθεια υπέγραφαν παίρνοντας δάνεια. (…)»
Από εδώ, για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο: http://www.project-syndicate.org/commentary/greece-eurozone-austerity-reform-by-joseph-e–stiglitz-2015-02
O
Ο Σουηδός οικονομολόγος Axel Stig Bengt Leijonhufvud ορίζει την οικονομία ως εξής:
[quote]An economy is best conceived of as a network of interacting processors, each one
with less capability to process information than would be required of a central
processor set to solve the overall allocation problem for the entire system.[/quote]
Αυτό σημαίνει πως θεωρείτε πως οι συνιστώσες του συστήματος λειτουργούν με βάση κάποιους
κανόνες αλλά το πρόβλημα είναι πως αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Αν επιπλέον, προσθέσει κανείς
και την μη πληρότητα οικονομικών συστημάτων, τότε πραγματικά δεν παρέχεται καμία ουσιαστική
δυνατότητα πρόβλεψης…
Επ’ αυτών, ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις κατέθεσε πριν πολλά χρόνια η D. McCloskey, με το άρθρο «The Rhetoric of Economics ([url]”http://www.deirdremccloskey.org/docs/pdf/Article_110.pdf”[/url])» (Journal of Economic Literature, 1983). Χωρίς να είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσουμε τη συνολική οπτική του άρθρου εκείνου, νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε σημαντική βοήθεια, για το ερώτημα «τι είναι η Οικονομική;», στην επαρκή επιχειρηματολογία, με την οποία στηρίζει τα δυο από τα τρία κεντρικά θέματά του, που είναι: (1) ότι στην ερευνητική πρακτική τους, οι οικονομολόγοι δεν σέβονται τη θετικιστική επιστημονική μέθοδο που θεωρητικά υιοθετούν∙ και (2) ότι επιχειρηματολογούν πάνω σε ευρύτερες βάσεις, στις οποίες τα εμπειρικά και τα θεωρητικά στοιχεία συνοδεύονται διαρκώς από ρητορικές μεθόδους −όπου ως Ρητορική ορίζεται, όχι το κενό περιεχομένου λεκτικό παιχνίδι, αλλά «η τέχνη της ανίχνευσης αυτού που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πρέπει να πιστεύουν, αντί της ανίχνευσης του τι είναι αληθινό (…) ∙ η τέχνη της ανακάλυψης καλών δικαιολογιών, που εγγυώνται τη συναίνεση» (Wayne Booth, Modern Dogma and the Rhetoric of Assent).
Πιστεύω πως ο, μη-αποδεκτός για την επιστήμη, εξαιρετικά μεγάλος βαθμός διαπλοκής της Ρητορικής με την Οικονομική παραμένει ακατανόητος, ή και ενοχλητικός, μόνον εφόσον δεν κατανοείται ότι, θεωρητικά, η Οικονομική θέλει να στηρίζεται στο μοντέλο των φυσικών επιστημών −που ασχολούνται με την έρευνα παρατηρήσιμων και τεχνικά χειρίσιμων αντικειμένων −, ενώ στην πράξη ανήκει στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, πράγμα που σημαίνει: (1) ότι δεν μπορεί παρά να αντανακλά τους αγώνες, τη διαπάλη, τις διαβουλεύσεις, τις συναινέσεις και ασυμφωνίες μεταξύ ανθρώπινων υποκειμένων στο πεδίο της ανταλλαγής, και (2) ότι ο τρόπος με τον οποίο συλλέγει και αξιολογεί τα εμπειρικά της δεδομένα ορίζεται από το πώς αντιλαμβάνεται (όσο κι αν ο όρος αυτός σήμερα δεν είναι αρεστός) [b]ιδεολογικά[/b] τους στόχους και το νόημα αυτής της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Κλασικό παράδειγμα εδώ, είναι λ.χ. όχι μόνο το γεγονός ότι ο μεγάλος «πατέρας» της Οικονομικής, Άνταμ Σμιθ, θεμελίωσε στην ιδιοτέλεια τον «Πλούτο των Εθνών» (1776), αλλά και ο τρόπος με τον οποίον ένας από τους μετέπειτα σημαντικούς θεωρητικούς της, ο Λεόν Βαλράς, θέλησε να στηρίξει την έννοια του[i] κοινωνικού[/i] πλούτου στην [i]ιδιωτική[/i] ωφέλεια (βλ. σχετικά εδώ ([url]”http://dangerfew.blogspot.gr/2014/07/blog-post_11.html”[/url])).
Για το λόγο αυτό θα έλεγα, ότι θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά καχύποπτοι όποτε ακούμε ότι μια ορισμένη οικονομική πολιτική «επιβάλλεται», και μάλιστα εν είδει μονοδρόμου/μονολόγου, από την «αλήθεια των αριθμών ([url]”http://dangerfew.blogspot.gr/2015/01/blog-post_18.html”[/url])», δηλαδή ότι έχει δήθεν εκπονηθεί από μια θέση αξιολογικής και ιδεολογικής ουδετερότητας, σαν να επρόκειτο για πόρισμα που έχει προκύψει από τη μελέτη και μαθηματική αξιολόγηση της κίνησης κάποιων ηλεκτρονίων…
Πολύ ωραίο το σχόλιό σας. Ιδεολογικά ή πολιτισμικά-ανθρωπολογικά όπως ίσως θα έλεγε και ο κ.Γιανναράς, επιτρέψτε μου να προσθέσω.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, καθηγητής των Οικονομικών τότε που έγραφε με παραστατικό τρόπο για την απογοήτευσή του από την επιστήμη που διακονούσε. Τώρα, αστέρι των διεθνών μέσων επικοινωνίας, με πλήθος εκ μέρους τους ανοήτων σχολίων για τα πραττόμενά του ως υπουργού των Οικονομικών.
Τελικά δεν κατάφερε με το γλαφυρό αφήγημά του να περιγράψει με ακρίβεια τη φύση της Οικονομικής επιστήμης. Μας ενημερώνει, βέβαια, ότι μάλλον αυτή υποκύπτει στα συμφέροντα των χρηματαγορών και των μολυσμένων κέντρων εξουσίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιοι αρχιερείς της επιλέγουν την ακαδημαϊκή ευσυνειδησία, μακριά από το καζάνι της σύγχρονης βιοτής, που βράζει κινδυνεύοντας να εκραγεί.
Αντιθέτως, ο Γιάννης Ιωαννίδης, ιδιαίτερα με τη δευτερολογία του, αγγίζει την ουσία της Οικονομικής επιστήμης, όταν επισημαίνει τον ακατάλληλο παραλληλισμό της με τις Φυσικές επιστήμες. Ορθά την κατατάσσει στις κοινωνικές επιστήμες, είναι εύλογο επομένως να επηρεάζεται από τις ιδεολογίες, εντέλει απο τους στόχους και τις πράξεις των ανθρώπινων υποκειμένων, τα οποία αποτελούν και υποκείμενα της λειτουργίας της.
Να μου επιτραπεί να καταθέσω στο διάλογό τους κάποιες ιδέες, με σκοπό να αντιδικήσω με εκείνους τους φιλοσοφούντες οικονομολόγους, που επιμένουν σ’ έναν ιστορικισμό των κοινωνικών επιστημών, στις οποίες ανήκει και η Οικονομική επιστήμη.
Ορισμένες διευκρινίσεις είναι απαραίτητες για την κατανόηση των επιχειρημάτων που θα κατατεθούν• και αρχίζω αμέσως με τη διευκρίνιση της έννοιας «ιστορικισμός», την οποία μόλις προηγουμένως χρησιμοποίησα. Ο ιστορικισμός είναι μια έννοια που αποδίδεται σε φιλοσοφικά συστήματα, όπως ο μαρξισμός, τα οποία διατείνονται ότι η η ιστορία της ανθρωπότητος έχει ένα σχέδιο και πως, αν ανακαλύψουμε το σχέδιό της, τότε θα έχουμε στα χέρια μας το κλειδί του μέλλοντος. Ο ισχυρισμός τους δεν είναι αποτέλεσμα μιας ορθολογικής ανάλυσης, αλλά μάλλον αποτελεί έκφραση της πιστης τους ή στον Θεό ή στη Φύση, και εσχάτως στην Ιστορία, στην οποία αποδίδει σκοπούς και νομοτελειακές ιδιότητες. Η Οικονομική επιστήμη, συνδεδεμένη μέσω της φιλοσοφίας του ιστορικού υλισμού με την Ιστορία −είναι γνωστή η προκειμένη αυτού του συστήματος, ότι οι παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν στην ορισμένη ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων ορίζουν το επικοδόμημα, νομικό, πολιτικό, πολιτιστικό μιας κοινωνίας− υπάγεται και αυτή κατ’ ανάγκην στα σχέδια και τους σκοπούς της, άρα έχει και αυτή χαρακτήρα νομοτελειακό. Όπως δηλαδή η Θεωρητική Φυσική σπουδάζει τους νόμους της Φύσης, έτσι και η Οικονομική επιστήμη εμφανίζεται απο μερικούς θεωρητικούς της να έχει νομοτελειακό χαρακτήρα.
Βέβαια, απόψεις όπως οι ανωτέρω απέχουν απο την πραγματικότητα και βασικός λόγος είναι η σύγχυση για το είδος της γνώσεως που προσκομίζει η μία ή η άλλη επιστήμη. Στη Θεωρητική, λοιπόν, Φυσική η γνώση είναι υποθετική, ενώ στις Κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαιτέρως στην Ιστορία, ανυπόθετη. Υποθετική γνώση σημαίνει ότι αυτή προκύπτει απο την παρατήρηση των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σ’ ένα κλειστό σύστημα καλά απομονωμένο, στάσιμο και επαναληπτικό. Εξηγούμαι: Το φυσικό σύστημα μπορεί να επαναληφθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, η εξέλιξη του φαινομένου που παρατηρείται εντός του δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες και εμφανίζει στάσιμο χαρακτήρα, δεν αλλάζουν τα δεδομένα του.
Τέτοια συστήματα παρατηρούνται παντού στη φύση• κλασικό παράδειγμα είναι το πλανητικό μας σύστημα, το οποίο διέπεται από τους νόμους του Κέπλερ. Αντιθέτως στις κοινωνίες τέτοια συστήματα είναι σπάνια και, όπως είναι φανερό, η Ιστορία στο συνολό της, άρα και η εξέλιξή της, μόνο ανυπόθετη γνώση μπορεί να ισχυρισθεί ότι προσφέρει. Πρόκειται για την ιστορική πρόβλεψη ή προφητεία. Βέβαια και στις κοινωνικές επιστήμες μπορούμε να υποθέτουμε κλειστά συστήματα, από τα οποία να αναμένουμε υποθετικές προβλέψεις, άρα επιστημονικές. Ο οικονομολόγος, π.χ., μπορεί να προβλέψει ότι, σε μια κλειστή κοινωνία και υπό ορισμένες συνθήκες, η έλλειψη εξειδικευμένης εργατικής δύναμης, με έντονη τη ζήτηση συγκεκριμένου προϊόντος, θα οδηγήσει στην καλυτέρευση των όρων εργασίας και αμοιβής της, ενώ συγχρόνως θα εμφανισθούν συμπτώματα μαύρης αγοράς, αν το νομικό σύστημα δεν είναι ικανό να την αποτρέψει.
Στα διαφορετικά περιβάλλοντα των κοινωνιών που η Οικονομική επιστήμη καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες της, προφανώς η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από το είδος της πολιτικής που έχει υιοθετήσει η συγκεκριμένη κοινωνία. Αν, π.χ., η πολιτική είναι αυταρχική, τότε δίνεται η ευκαιρία στους οικονομολόγους της να εκπονούν μακροπρόθεσμα σχέδια οικονομικής ανάπτυξης –τα περίφημα πλάνα− υπό τον όρο βέβαια πως οι πολίτες αυτής της κοινωνίας ποδηγετούνται σε ορισμένα πρότυπα ζωής και η διαφορετικότητα, αν δεν διώκεται, τίθεται με κατάλληλα μέτρα στο περιθώριο. Η ομοιόμορφη συμπεριφορά των πολιτών, όπως και η μηδενική επιρροή εκ μέρους άλλων κοινωνιών, δημιουργούν συνθήκες κλειστού συστήματος και κατά συνέπειαν οι οικονομικές παρεμβάσεις προσλαμβάνουν χαρακτήρα επιστημονικό με ένα ποσοστό επαλήθευσής τους, το οποίο εξαρτάται από την ακρίβεια των υπολογισμών που τις συνοδεύουν. Στις καλούμενες «ελεύθερες κοινωνίες», όπου οι μηχανισμοί καταπίεσης εκ μέρους της εξουσίας −που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την κρατική εξουσία− είναι διαφορετικοί και ο «οικονομικός-τεχνικός ομοιομορφισμός» λειτουργεί με χειραγώγηση των αναγκών, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Αυτό συμβαίνει γιατί εδώ τα υποκείμενα της οικονομίας διατηρούν ένα μέρος της αυτονομίας τους και η ανθρωπινότητα του ατόμου δεν εκλείπει παντελώς. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί, κατά συνέπεια τα κοινωνικά συστήματα, αλληλοεπηρεαζόμενα, εμφανίζουν ένα πλήθος μεταβλητών παραγόντων που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την προσομοίωσή τους στα σημερινά ισχυρά υπολογιστικά μέσα. Είναι γνωστές οι δυσκολίες πρόβλεψης ακόμη και σε απολύτως αιτιοκρατικά δυναμικά φυσικά συστήματα, οι οποίες προκύπτουν από τον χαοτικό χαρακτήρα τους − αυτών η συμπεριφορά εξαρτάται κατά εξαιρετικά κρίσιμο τρόπο από την ακριβή αρχική τους κατάσταση. Το τελικό συμπέρασμα φαίνεται να δικαιώνει την απογοήτευση του υπουργού ως επιστήμονα, τώρα όμως ως πολιτικού τού επισημαίνει ότι οι γνώσεις του ως Οικονομολόγου πρέπει να συνδιαστούν τόσο με τις γενικότερες φιλοσοφικές θεωρήσεις του, όσο και με την ορθή εκτίμηση των δεδομένων που εμφανίζει η εσωτερική κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα• πάντοτε, βέβαια, στα πλαίσια των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και επιδιώξεων και του κατά το δυνατόν ακριβούς υπολογισμού της δύναμης των αντιπάλων συμφερόντων. Τελειώνουμε με την άποψη, δανεισμένη από τον Πόπερ, πως εντός μιας «κοινωνικής μηχανικής», η οποία αποδέχεται ως μέθοδο λειτουργίας της το αξίωμα «δοκίμασε και, αν έσφαλες, ξαναδοκίμασε», η Οικονομική επιστήμη είναι απολύτως αναγκαία (βλ. Κ. Ν. Μπαραμπούτη, Η όγδοη ημέρα της Δημιουργίας, τόμ. Β΄). Η Οικονομική επιστήμη πρέπει να ορίζει τους στόχους της, ώστε να κατανοούμε και τις πλέον απομακρυσμένες συνέπειες των πράξεων που προτείνει και έτσι η επιλογή τους να γίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή φρόνηση.