Ο συγκαιρινός άνθρωπος, και δη ο σύγχρονος δυτικός, αν και έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στο νερό, στα αφεψήματα και στα λοιπά ευγενή ή μη ηδύποτα, είναι ανικανοποίητος. Αν και δεν στερείται της τροφής και των gourmet γεύσεων, των λιχουδιών και των γλυκισμάτων, η αίσθηση ικανοποίησής του χάσκει ακόρεστη.
Αν και ενδύεται ή απλά καλύπτει στοιχειωδώς την γύμνια του με τα ομορφότερα, ποιοτικότερα και πλέον ευφάνταστα ενδύματα, εξακολουθεί και νοιώθει ανικανοποίητος. Επενδύει στην καταπραϋντική δράση των life style και shopping therapy. Τους δίνει διάσταση μεταφυσική. Παραμένει όμως ανικανοποίητος.
Αν και η πρόσβασή του στην εκπαίδευση, στη δια βίου μάθηση και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι άπλετη, τίποτα δεν τον ικανοποιεί. Ακουμπάει με ελπίδα εξωραϊστική στις καλές τέχνες -στην ποίηση, την όπερα, τις συναυλίες- έχοντας όμως αυτές αποκοπεί από τις βαθιές οντολογικές αλήθειες, καθιστούν τον κόσμο του ανούσιο, μηχανιστικό στρέφοντάς τον στο καμουφλαρισμένο με ανθρωπολογικό περίβλημα Μηδέν. Απευθύνεται στη μελέτη μα όπως λέγει ο σπουδαίος Παπατσώνης «σκληρή κι αυτή, του φωτίζει το τι έχει χάσει» [1].
Αποκτάει πλούτη, ενίοτε αμύθητα, που και τούτα αποδεικνύονται ανεπαρκή να του εξασφαλίσουν την πολυπόθητη, μύχια ικανοποίηση. Αν και είναι κάτοχος ιδιόκτητης στέγης και εξοχικής κατοικίας, να εξορμάει τις αργίες και τις σχόλες, το ανικανοποίητό του να στέκει άσκεπο. Αν και είναι κάτοχος ενός ή και περισσοτέρων αυτοκινήτων, δικύκλων, σκαφών αναψυχής και αεροπλάνων εν τέλει καταλήγει να ψάχνει την ικανοποίηση στο ποδήλατο ή στις ορεινές πεζοπορίες, αλλά δυστυχώς ούτε εκεί τη βρίσκει. Κι όταν του ζητηθεί να γίνει οικονόμος των φτωχών [2], στρέφει αλλού την πλάτη. Κι όταν του προταθεί να απαρνηθεί τις ανέσεις για μιαν άλλη ζωή, φεύγει περίλυπος [3]. Κι αν τυχόν στερηθεί όλα αυτά που τόσο καιρό τον άφηναν ανικανοποίητο, θλίβετε μέχρι θανάτου.
Επιδιώκει διακαώς την εξουσία. Ωρίμασε ο καιρός να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση του, να καταστεί αναμορφωτής της κοινωνίας, να γίνει αιώνιος. Κι ας λένε οι Γραφές «μη συσχηματίζεσθαι τω αιώνι τούτο» [4]. Αυτός «ξέρει»∙ τα πάντα. Προβάλει στα κοινά την ακαταστασία του∙ σπέρνει ολούθε τη δυστυχία του. Γίνεται εξουσιαστής, τύραννος, σατράπης, εκμεταλλευτής. Ικανοποίηση πουθενά. Ζει σε περιβάλλον ειρήνης που δε βλασταίνει γαλήνη. Ζει ελεύθερος (αφελώς έτσι νομίζει) σκλαβωμένος της ανικανοποίητης ολότητάς του.
«Είπεν άφρων εν καρδία αυτού∙ Ουκ έστι Θεός» [5]. Τον έχει εδώ και καιρό αντικαταστήσει με την καταναλωτική του δεινότητα, τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα, τον νέο μεσοεπιθετικό της ομάδας, τον άτρωτο εαυτό του. Εξοστρακίζει, λοιπόν, οριστικώς τον Νέο Αδάμ (Χριστό) και την Νέα Εύα (Εκκλησία) από τη λογική του. Αμφότεροι, αποτελούν τροχοπέδη στην ευδοκίμηση του προσωπικού, κοσμικού παραδείσου του. Τις νύχτες όμως της απόγνωσης –που διαρκώς πληθαίνουν- τους αναθεματίζει για την τόσο απάνθρωπη και χαιρέκακη απουσία τους.
Δοκιμάζει κάθε λογής διασκεδάσεις. Τα πάντα επιτρέπονται…( ; ) [6] Στρέφεται σε κάθε είδους ακρότητες: φυσιολογικές ή μη. Τίποτα δεν τον ικανοποιεί. Έχει την τεχνολογία να του κάνει τη ζωή ευκολότερη. Να του εξασφαλίζει περίσσευμα χρόνου προκειμένου να του τον αναπληρώνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πριχού το βράδυ πλαγιάσει στεγνός και κατάμονος. Ενώ ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, κανένας τόπος δε του χαρίζει πληρότητα. Γιομίζει αξιοθέατα επικαλυπτικά των δικών του αθέατων. Δοκιμάζει την τύχη του στα άλλα «ταξίδια», τα παραισθησιογόνα. Το χάσμα διευρύνεται. Κι η αναθεματισμένη ικανοποίηση διαρκώς απροσέγγιστη.
Προσφεύγει σε γιατρούς, ψυχολόγους, γκουρού, σοφιστές και επιτήδειους. Το αδιέξοδο του ανικανοποίητου αναδύεται στην επιφάνεια. Τί να το κάνει; Πώς να το διαχειριστεί; Από τις ρωγμές του θρυμματισμένου του εαυτού ξεπηδούν η απόγνωση, η λανθάνουσα επανάσταση, η οργή προς τους άλλους.
Καθιστά τους πάντες υπεύθυνους των αποτυχιών του. Υπόλογους σε βάρος του συνομωσία. Τα παιδιά κι η/ο σύζυγός του/της τον αφήνουν εξοργιστικά ανικανοποίητο. Τον απογοητεύουν και τον καταπιέζουν. Χωρίζει, συνάπτει σχέσεις, ξαναπαντρεύεται, πειραματίζεται σεξουαλικά, αλλά ικανοποίηση δεν αντλεί από πουθενά. Εξαπατάει, καθυβρίζει, συκοφαντεί, κακολογεί, χειροδικεί, αλλά το κενό βαίνει αμείωτο.
Γεμίζει ψυχώσεις και σύνδρομα. Ξεκινάει τη λήψη φαρμακευτικών αγωγών, ψυχοφαρμάκων, ηρεμιστικών. Η καταστολή στιγμιαία μεν, η ικανοποίηση άφαντη δε. Όλα φαντάζουν λειψά, η ανεπάρκεια πλακώνει τα πάντα. Η ζωή του γίνεται ανυπόφορη, αδιέξοδη, αυτοκαταστροφική… κόλαση πραγματική∙ δε βγάζει νόημα, άρα δεν έχει νόημα.
Ο συγκαιρινός άνθρωπος, και δη ο σύγχρονος δυτικός, όντας διαζευγμένος από τον εαυτό του, καθώς κι απ’ τις πλάγιες και οριζόντιες πηγές νοήματος, χαίρεται δίχως χαρά, λυπάται δίχως λύπη, αισθάνεται δίχως συναίσθημα. «Στερείται βαθειάς ταυτότητας∙ πάσχει από αποπροσανατολισμό και ανία, ευμετάβολα και ανικανοποίητα αισθήματα, ρηχότητα του είναι, ανικανοποίηση με τις ίδιες του τις προσπάθειες… αδυναμίες προκαλούμενες από την έλλειψη οποιασδήποτε επιτακτικής αυθεντίας στον πνευματικό βίο »[7].
Κι όμως ακλόνητος, με την ανάσα της κατάρρευσης στο σβέρκο, δε σκέφτεται ότι ίσως αυτό που του λείπει υπερβαίνει όλες του τις σταθερές. Δε λέει να παραμερίσει στην έκπληξη. Να τραβήξει το παραπέτο της έσω θολούρας μπας και φωτιστεί από κείνο που λάμπει μέσα του κι ας το αγνοεί [8]. Υποστηρίζει πεισματικά, μέχρι τέλους, τις αδιέξοδες επιλογές του∙ το ποιητικό αίτιο είναι αδύνατον να σφάλει ή/και αδιανόητο να παραδεχθεί ότι σφάλει. Αδυνατεί να αντιληφθεί το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης ως κάτι άλλο. Ως παρότρυνση δημιουργική. Ως δύναμη της ψυχής που αναφέρεται στην αλήθεια, όχι στην απόγνωση. Ως μέσο αναρρίχησης από το «λίαν καλό» [9] στο τέλειο∙ κατά βάθος, άλλωστε, είναι ήδη τέλειος.
Δεν καταφάσκει στο ενδεχόμενο το ανικανοποίητο να μην είναι αυτό που δημιουργεί τα αδιέξοδα, αλλά οι ισχνές λύσεις με τις οποίες το τροφοδοτεί. Ότι όταν κάτι δε βγάζει νόημα, δε σημαίνει απαραιτήτως πως στερείται νοήματος. Δε θέλει να παραδεχτεί πως αυτό που του λείπει ή κάλλιο Αυτός που του λείπει είναι εκείνος που νωρίτερα εξοβέλισε. Δεν τολμάει την επιστροφή. Δεν επιχειρεί το άνοιγμα προς Εκείνον και στο μυστήριο της σοφίας του, την αποκεκρυμμένη [10].
Και τί κρίμα να μην έχει βρεθεί κάποιος στο διάβα του ψιθυριστής να του το μαρτυρήσει, κάποιος απλός να του το εμφυσήσει, πως «παντός άλλου αγαθού το μετά Θεού μόνου δια της ειρήνης είναι λυσιτερέστερον »[11]. Ή κάποιος αγαθός μαζί να πιάσουν απ’ τ’ αυτί την κραυγή απόγνωσης, να την κάνουν μετανοίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πρβλ. «Τα εις εμαυτόν» στο Τ. Κ. Παπατσώνη, «Εκλογή Α΄ & Β΄- Ursa Minor», εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1988.
[2] Μαξίμου του Ομολογητού, «Κεφάλαια περί Αγάπης», α΄εκατοντάδα, κεφ. 23 στο Του εν αγίοις πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού, «Τα 400 Κεφάλαια περί Αγάπης & ερμηνεία εις το Πάτερ Ημών», μτφρ – εισ. – σχόλια Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, εκδ. Σπηλιώτη.
[3] Ματθ. 19:22.
[4] Ρωμ. 12:2.
[5] Ψαλμ. 52:2.
[6] Πρβλ Α΄ Κορ. 6:12, «Πάντα μοι έξεστι, αλλ’ ου πάντα μοι συμφέρει».
[7] Park Honan, «Matthew Arnold: A Life», Νέα Υόρκη, McGraw Hill, 1981 στο Charles Taylor, «Μία κοσμική εποχή», εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα 2015, σελ. 572.
[8] «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει» στο Οδυσσέας Ελύτης, «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 2006.
[9] Γένεσις 1ο κεφάλαιο.
[10] Πρβλ. Α΄ Κορ. 2:7.
[11] Μαξίμου του Ομολογητού, «Προς Ιωάννην Κυζίκου, περί διαφόρων αποριών ΙΖ΄», ΕΠΕ 14Δ, 145. PG 91, 1124 στο Βενέδικτος Ιερομόναχος, «Μαξιμιανόν Ταμείον», εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η κραυγή", 1893) είναι έργο του, νορβηγού, Edvard Munch.