Αἰσχύλος καί Δημοκρατία

2
3439

1. Εἰσαγωγικές παρατηρήσεις

    Ὁ Αἰσχύλος θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς Ἀττικῆς τραγωδίας. Ἔχει γραφεῖ ὅτι «ὁ Αἰσχύλος εἶναι ὁ οὐσιαστικός δημιουργός τῆς τραγωδίας, ὁ Σοφοκλῆς ὁ ὥριμος ἐκφραστής της καί ὁ Εὐριπίδης ὁ ψυχρός ἐκτελεστής της».[i] Ὁ Αἰσχύλος ζεῖ, δημιουργεῖ καί γράφει στό πέρασμα ἀπό τόν 6ο στόν 5ο αἰώνα, ὅταν ἀφ᾿ ἑνός μέν εἶναι ζωντανές οἱ μνῆμες τοῦ ἀρχαϊκοῦ μύθου, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ συγκροτεῖται, ἑδραιώνεται καί λειτουργεῖ ἡ νεαρή – ἀκόμη – Ἀθηναϊκή δημοκρατία. Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικό ὅτι τήν ἴδια ἐποχή – πρῶτες δεκαετίες τοῦ 5ου αἰώνα, συγκεκριμένα ἀπό τό 490 π.Χ. ἕως τό 479 π.Χ. – διεξάγονται οἱ Μηδικοί πόλεμοι μέ τή νικηφόρο γιά τήν Ἑλλάδα ἐκβασή τους καί μέ τίς τεράστιες συνέπειες γιά τήν Ἀθήνα, ἡ ὁποία συνεπείᾳ τούτων μετατρέπεται ἀπό γεωργική-ἀγροτική πόλη σέ ναυτική δύναμη, ἑδραιώνεται ἡ δημοκρατία στό ἐσωτερικό της καί ἐξωτερικά τίθενται οἱ βάσεις τῆς ἡγεμονίας της.

     Ὑπάρχει στενός, αἰτιώδης σύνδεσμος μεταξύ Δημοκρατίας καί Τραγωδίας. Ἡ Τραγωδία ἀναπτύσσεται στό πρόσφορο ἔδαφος καί κλῖμα τῆς Δημοκρατίας. Ἐκτός αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξει. Ἡ βίωση τοῦ τραγικοῦ συνίσταται στήν ἀποδέσμευση ἀπό τήν κηδεμονία τοῦ θείου καί στήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης γιά τήν διαμόρφωση τῆς ἐγκόσμιας ἀνθρώπινης μοίρας ἀπό τόν ἄνθρωπο-πολίτη. Ὁ πολίτης παίρνει στούς ὤμους του τό πεπρωμένο του. Αὐτός εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιά τήν τύχη του. Συγχρόνως ὅμως γεννιέται ἔτσι καί ἡ σύγκρουση μέ τό θεῖον ἀφοῦ καί αὐτό διεκδικεῖ τήν ἁρμοδιότητα γιά τόν καθορισμό τῆς κοσμικῆς καί ἀνθρώπινης μοίρας. Ἀπό αὐτή τή σύγκρουση ἀναδύεται τό τραγικό καί ἡ ἀπό σκηνῆς παράσταση καί βίωσή του.

   Οἱ τραγικοί ἀγῶνες εἶναι θεσμοθετημένοι ἀπό τό Ἀθηναϊκό κράτος. Οἱ χορηγοί ἀλλά καί οἱ κριτές τῶν τραγικῶν ἀγώνων εἶναι μέλημα τῆς πολιτείας. Ἡ τέλεση τῶν τραγικῶν ἀγώνων κατά τίς Διονυσιακές ἑορτές τελοῦν ὑπό τήν μέριμνα τῆς πολιτείας. Οἱ τραγικοί ἀγῶνες ἀποτελοῦν παλλαϊκή γιορτή τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου καί τό θέατρο ἀποτελεῖ ἕνα κρατικό θεσμό πλάϊ στούς λοιπούς δημοκρατικούς θεσμούς–τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, τήν Βουλή τῶν Πεντακοσίων, τήν Ἡλιαία καί τά λοιπά Δικαστήρια. «Ἡ τραγωδία δέν εἶναι μονάχα μιά μορφή τέχνης, εἶναι ἕνας κοινωνικός θεσμός, πού εἰσάγει ἡ πόλη μέ τήν ἵδρυση τῶν τραγικῶν ἀγώνων, πλάι στά πολιτικά καί δικαστικά της ὄργανα».[ii]

    Στίς παριστώμενες τραγωδίες ὑπό τόν τραγικό μῦθο παρουσιάζονταν, σχολιάζονταν καί κρίνονταν τά ἐπίκαιρα πολιτικά, ἠθικά, ἰδεολογικά ζητήματα πού ἀπασχολοῦσαν τόν Ἀθηναϊκό Δῆμο. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ ποιητής ἐνοφθαλμίζει στόν ὑπό δραματοποίηση μύθο σύγχρονους προβληματισμούς, καθιστώντας ἔτσι ἐπίκαιρο τό ἔργο του καί ἐνεργό τήν παρουσία του στό ἱστορικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι τῆς ἐποχῆς του».[iii] Χρησιμοποιεῖται τό παρελθόν, τό ἡρωϊκό παρελθόν, προκειμένου νά μιλήσουν οἱ τραγικοί ποιητές γιά τό σύγχρονο δημοκρατικό παρόν.[iv] Ὁ Βρετανός ἑλληνιστής Σάϊμον Γκόλντχιλ γράφει γιά τή λειτουργία τῆς τραγωδίας στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία: «ἡ τραγωδία δέν πρέπει νά προσληφθεῖ ὡς μία ἐμπειρία ἀποκλειστικά αἰσθητικῆς, συναισθηματικῆς ἤ τελετουργικῆς πράξεως (μολονότι εἶναι καί τά τρία αὐτά μαζί). Συνιστᾶ μία πράξη ἡ ὁποία θέτει στό ἐπίκεντρο τῆς δημόσιας σφαίρας τίς ἐντάσεις καί τίς ἀμφιλογίες πού διέπουν ἕνα ἁλματωδῶς ἀναπτυσσόμενο πολιτικό καί πολιτισμικό σύστημα, ὥστε αὐτές νά τεθοῦν σέ δημόσια συζήτηση καί ἀντιπαράθεση».[v] Ἡ Τραγωδία ἀποτελοῦσε Σχολεῖο Δημοκρατίας καί ἡ παιδευτική της διάσταση στούς Ἀθηναίους πολῖτες ἦταν ἔκδηλη. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ ἀττική τραγωδία τοῦ 5ου αἰώνα εἶχε πολιτικό χαρακτῆρα· ἦταν, κατά κύριο λόγο, τρόπος ἐπικοινωνίας τῆς πόλεως. Κατανοώντας τήν παιδευτική της λειτουργία, δέν ἐπιβεβαιώνουμε ἁπλῶς τήν πολιτική φύση τῆς τραγωδίας, τῆς δίνουμε ἀξία. Ἡ τραγωδία ἔχει πολιτικό χαρακτῆρα, ἐπειδή, ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἄλλους κύριους θεσμούς τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας τοῦ 5ου αἰώνα, διδάσκει (ἔστω καί μέ τόν δικό της ἰδιότυπο τρόπο). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐκπαίδευση εἶχε πολιτικό χαρακτῆρα, καί ἡ πόλις ἀποσκοποῦσε στήν παιδεία».[vi]

2. Αἰσχύλειες τραγωδίες καί δημοκρατία

   Ἡ πρώτη σωζόμενη τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου εἶναι τό (μοναδικό διασωθέν) ἱστορικό δρᾶμα Πέρσαι. Ἡ τραγωδία αὐτή παρεστάθη τό 472 π. Χ., ὀκτώ μόλις χρόνια μετά τήν περιφανῆ νίκη τῶν Ἑλλήνων, πρωτοστατούντων τῶν Ἀθηναίων, στή ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας μέ χορηγό μάλιστα τόν Περικλῆ, τόν πρωτεργάτη τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ἠ Ἀθήνα ἦταν τότε μιά νεαρή δημοκρατία, μάλιστα ὀρθότερο εἶναι νά ποῦμε ὅτι δέν ἦταν μία ὁλοκληρωμένη δημοκρατία, ἀλλά βρισκόταν στό ἀμέσως προγενέστερο στάδιο τῆς (ἀπηρτισμένης) δημοκρατίας, στό στάδιο τῆς ἰσονομίας, κατά τό ὁποῖο οἱ λαϊκές μᾶζες εἶχαν ἀποκτήσει ἀποτελεσματικό πολιτικό λόγο καί προνόμια ἀπέναντι στήν ἀριστοκρατία,[vii] χωρίς ὅμως μέχρι τότε νά ἔχουν μπορέσει νά τήν ἐξουδετερώσουν τελείως καί νά τῆς ἀφαιρέσουν τόν (οὐσιαστικό) ἔλεγχο τῆς δημόσιας ζωῆς καί τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐξουσίας. Ἡ Ἀθήνα λοιπόν ἦταν σέ ἕνα δυναμικό ἱστορικό προτσές (διαδικασία) πρός τήν δημοκρατία, εἶχαν πραγματοποηθεῖ σημαντικά ἐπιτεύγματα ὑπέρ τοῦ δήμου,[viii] ἀλλά δέν εἶχε ἀκόμη ἐπιτευχθεῖ ἡ πλήρης καί ὁριστική κυριαρχία του.

  Στούς Πέρσες ὁ Αἰσχύλος δραματοπεῖ τή σύγκρουση δύο διαμετρικά ἀντίθετων κόσμων: τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ ἀσιατικοῦ δεσποτισμοῦ. Ἐκεῖνο πού προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι τά λόγια τῆς Ἄτοσσας, τῆς μητέρας τοῦ Ξέρξη, ἡ ὁποία ἀναμένει ἐναγωνίως τήν ἐπιστροφή τοῦ γυιοῦ της-ἀπόλυτου μονάρχη πού δέν λογοδοτεῖ σέ κανένα:

     “Εὖ γάρ ἴστε, παῖς ἐμός,

      πράξας μέν εὖ θαυμαστός ἄν γένοιτο ἀνήρ.

      κακῶς δέ πράξας οὐχ ὑπεύθυνος πόλει,

      σωθείς δ᾿ ὁμοίως τῆσδε κοιρανεῖ χθονός.”[ix]

  Μετάφραση (Τ. Βουρνᾶ):

    «Ὁ γυιός μου,

     ἄν θά πετύχει, κέρδισε δόξα μεγάλη·

    μά κι ἄν χάσει κι ὅλα ἐρθοῦν ἐνάντια,

    λόγο δέ δίνει σέ κανένα· κι ὡς θά γυρίσει,

    πάντα θέ νά ᾿ναι ρήγας μας κι ἀφέντης».[x]

  Ἡ λογοδοσία ἀποτελεῖ βασική λειτουργία τῆς δημοκρατίας. Βασικό χαρακτηριστικό τοῦ Ἕλληνα πολίτη στήν Ἑλληνική δημοκρατία ἦταν ἡ συχνή ἐναλλαγή τῶν πολιτικῶν ρόλων του ἀπό ἄρχοντα σέ ἀρχόμενο καί τοὔμπαλιν. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀριστοτέλης χαρακτήριζε ὡς δόκιμο πολίτη αὐτόν πού ἤξερε καί μποροῦσε νά ἄρχει καί νά ἄρχεται. «Δεῖ τόν πολίτην τόν ἀγαθόν ἐπίστασθαι καί δύνασθαι καί ἄρχεσθαι καί ἄρχειν, καί αὕτη ἀρετή πολίτου, τό τήν ἐλευθέρων ἀρχήν ἐπίστασθαι ἐπ᾿ ἀμφότερα».[xi]Μετάφραση (Πηνελόπης Τζιώκα-Εὐαγγέλου): «Ὁ ἀγαθός πολίτης ὀφείλει νά γνωρίζει καί νά εἶναι σέ θέση νά ἄρχεται καί νά ἄρχει. Ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή τοῦ πολίτη, ἡ γνώση δηλαδή καί τῶν δύο διαστάσεων τῆς ἐξουσίας πού ἀφορᾶ ἐλεύθερους ἀνθρώπους».[xii]Κάθε πολίτης ὁποιοδήποτε ἀξίωμα καί ἄν κατεῖχε στήν πολιτεία, μετά τό τέλος τῆς θητείας του ἤ καί κατά τήν διάρκεια αὐτῆς, ἔπρεπε νά λογοδοτεῖ στήν πόλη, στό σύνολο τῶν πολιτῶν. Κάθε πολίτης εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στούς συμπολῖτες του καί εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἐξαίρεση οἱουδήποτε πολίτη ἀπό αὐτό τό καθῆκον. Στό Ἀθηναϊκό δημοκρατικό πολίτευμα ἡ λογοδοσία, ἡ λεγομένη εὐθύνη,[xiii] ἀποτελοῦσε βασικό ἔλεγχο τῆς ἐξουσίας[xiv], καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὑπόκεινταν στήν δημόσια αὐτή δοκιμασία. Ὁ Αἰσχύλος μέ τά λόγια αὐτά τῆς Ἄτοσσας ἀπεικονίζει μία κεφαλαιώδη διαφορά τοῦ δημοκρατικοῦ ἀπό τό δεσποτικό πολίτευμα, στό ὁποῖο κατά τόν Χέγκελ ἕνας μόνο εἶναι ἐλεύθερος, ὁ ἀπόλυτος μονάρχης καί δέν λογοδοτεῖ σέ κανένα. Ὁ  Jean-Pierre Vernant γράφει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά σχετικά μέ τήν ἀπόδοση εὐθυνῶν: «ὁ ἄτεγκτος ἔλεγχος τῆς κοινότητας ἀσκεῖται τόσο πάνω στίς δημιουργίες τοῦ πνεύματος ὅσο καί στίς δημόσιες λειτουργίες τοῦ κράτους. Ὁ νόμος τῆς πόλης, σέ ἀντίθεση  μέ τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ μονάρχη, ἀξιώνει νά ὑποτάσσονται ὅλοι ἀδιακρίτως στή διαδικασία τῆς “ἀπόδοσης λογαριασμῶν”, εὔθυναι. Οἱ τελευταῖες αὐτές δέν ἐπιβάλλονται πλέον μέ τή δύναμη ἑνός προσωπικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ γοήτρου· ὀφείλουν νά ἀποδείξουν τήν ὀρθότητά τους μέ διαδικασίες διαλεκτικοῦ χαρακτήρα».[xv]

    Ὁ Αἰσχύλος στούς Πέρσες παριστάνει δραματικά τή σύγκρουση δύο ἀσύμβατων κόσμων: τῆς δημοκρατικῆς Ἀθήνας, ὅπου δεσπόζει ἡ ἐλευθερία καί ἡ εὐθύνη τῶν πολιτῶν της καί τῆς μοναρχικῆς Ἀσίας, στήν ὁποία δεσπόζει ἡ τυραννία καί τά μέλη της εἶναι καθυποταγμένοι σκλάβοι. Ἀκόμη ὁ Αἰσχύλος ὑπαινίσσεται τήν ὕβριν τοῦ Ξέρξη νά καθυποτάξει μία ἐλεύθερη πολιτεία καί τήν δίκαιη ἄτην (=συμφορά) ὡς ἐπακόλουθο αὐτῆς. Ἐπίσης θέλει νά ὑπομνήσει στούς συμπολῖτες του καί στούς ἡγέτες τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας τούς κινδύνους πού συνεπάγεται ἡ ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας. Ἡ Δημοκρατία εἶναι ἕνα εὐαίσθητο καί εὐπαθές πολίτευμα. Ἡ μετακύλιση ἀπό τήν ἐλευθερία στήν δεσποτεία, ἐπιπλέον δέ ἡ γενικευμένη καταστροφή καί ὁ ὄλεθρος εἶναι φυσικά ἐπακόλουθα τῆς ὑπέρβασης τῶν ὁρίων τῆς πολιτικῆς δράσης. Ὅπως γράφει καί ὁ Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Ἔτσι π.χ. ὁ Αἰσχύλος στούς “Πέρσες” του, τό πρῶτο σωζόμενο θεατρικό κείμενο τῆς Ἀνθρωπότητας, πού ἤδη ἔχει ξεφύγει ἀπό τό διονυσιακό μύθο καί ἀναφέρεται στά σύγχρονα ἱστορικά γεγονότα στά ὁποῖα μάλιστα ὁ ποιητής συμμετεῖχε, ἀφοῦ ἦταν ὁπλίτης στή Μάχη τοῦ Μαραθώνα καί ναυμάχος στή Ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, προειδοποιεῖ τούς πολίτες τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἕνα καθεστώς μπορεῖ νά ἐκφυλιστεῖ σέ τυραννικό, ἀλαζονικό καί νά αὐτοκαταστραφεῖ ἐξαιτίας τῶν χειρισμῶν τῶν φιλοδόξων ἡγετῶν του. Οἱ Πέρσες καί ὁ ἀλαζόνας Ξέρξης εἶναι ἁπλῶς τό ἱστορικό παράδειγμα. Κανείς Πέρσης τό 472 π.Χ. δέν εἶδε στήν Ἀθήνα τούς “Πέρσες” ὥστε νά νουθετηθεῖ. Στούς Ἀθηναίους κυρίως πολιτικούς ἀπευθυνόταν ὁ Αἰσχύλος καί ἦταν παρόντες καί ὁ Θεμιστοκλῆς καί ὁ Κίμων καί ὁ Μιλτιάδης καί ὁ Ἀριστείδης. Καί τούς ἐξηγοῦσε μέ ποιούς μηχανισμούς ὁ αὐταρχισμός καί ἡ ἐγωπάθεια ἑνός ἡγέτη μπορεῖ νά ὁδηγήσουν τό λαό του στόν ὄλεθρο».[xvi]

    Ὁ Αἰσχύλος ἀποσκοπεῖ στήν μετριοπαθῆ χρήση τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου καί τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Ἡ ὑπερβολή ὁδηγεῖ στήν ὕβριν, τήν ὑπέρβαση τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων, ἡ ὁποία ὕβρις συνεπάγεται τήν καταστροφή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό ἔργο (οἱ Πέρσαι) πρέπει νά θεωρηθεῖ προειδοποίηση πρός τή νεοσύστατη ἀθηναϊκή δημοκρατία καί τήν ἰμπεριαλιστική πολιτική της».[xvii] Στό θέμα αὐτό θά ἐπανέλθουμε παρακάτω.

      Οἱ Ἱκέτιδες ἐθεωροῦντο παλαιότερα ἡ ἀρχαιότερη ἀπό τίς σωζόμενες τραγωδίες, λόγῳ τῆς ἀρχαϊκῆς πλοκῆς της καί τῶν μεγάλων χορικῶν. Πράγματι ἡ δράση εἶναι ἁπλοϊκή, ὁ ρόλος τοῦ χοροῦ, πού ἀπετελεῖτο ἀπό τίς πενῆντα Δαναΐδες, εἶναι ἐκτεταμένος καί ἔχει ὀργανική σχέση μέ τό ξετύλιγμα τῆς δράσεως. Ἡ παράστασή της σήμερα τοποθετεῖται τό 462 μετά τούς Πέρσες καί τούς Ἑπτά ἐπί Θήβας, ἄν καί ἔχει εἰκασθεῖ ὅτι ἐγράφη πρό αὐτῶν.[xviii] Κατά τόν Δρομάζο οἱ Ἱκέτιδες πρέπει νά ἐγράφησαν περί τό 490 π.Χ., ἀλλά τελικά παρεστάθησαν τό 464 π. Χ.[xix] Μάλιστα οἱ Ἱκέτιδες λόγῳ τῆς ἀρχαϊκῆς μορφῆς τους δείχνουν τό πέρασμα ἀπό τόν διθύραμβο στήν τραγωδία.

  Ἡ ὑπόθεση ἐκτυλίσσεται σέ μιά ἀκρογιαλιά ἔξω ἀπό τό Ἄργος, ὅπου φθάνουν μέ ἕνα πλοῖο οἱ πενῆντα κόρες τοῦ Δαναοῦ μαζί μέ τόν πατέρα τους. Καταδιώκονται ἀπό τούς ἐξαδέλφους τους, τούς πενήντα γιούς τοῦ Αἰγύπτου, ἀδελφοῦ τοῦ Δαναοῦ, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τίς νυμφευθοῦν. Αὐτές ἀποποιοῦνται τούς κατ᾿ αὐτές ἀνόσιους γάμους καί ζητοῦν ἄσυλο καί προστασία ἀπό τόν Πελασγό, βασιλέα τοῦ Ἄργους. Τό τραγικό δίλημμα πού τίθεται στόν Πελασγό εἶναι ἤ πόλεμος μέ τούς ἐξ Αἰγύπτου ἐπήλυδες ἐφ᾿ ὅσον παραχωρήσει ἄσυλο στίς Δαναΐδες καί ἀρνηθεῖ νά τίς παραδώσει σ᾿ αὐτούς ἤ ἄγος, μίασμα γιά τό Ἄργος ἐφ᾿ ὅσον τίς παραδώσει στούς γιούς τοῦ Αἰγύπτου. Ὁ Πελασγός λέγει ὅτι δέν μπορεῖ νά πάρει μία τόσο σημαντική ἀπόφαση  μόνος του, ἀλλά πρέπει νά καταφύγει στήν ἐτυμηγορία τοῦ λαοῦ τοῦ Ἄργους, ὁ ὁποῖος λαός, τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν, εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νά πάρει μιά τόσης βαρύνουσας σημασίας γιά τήν πόλη τῶν Ἀργείων ἀπόφαση.

   “ οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι

    ἐμῶν· τό κοινόν δ᾿ εἰ μιαίνεται πόλις,

    ξυνῇ μελέσθω λαός ἐκπονεῖν ἄκη.

    ἐγώ δ᾿ ἄν οὐ κραίνοιμ᾿ ὑπόσχεσιν πάρος.

   ἀστοῖς δέ πᾶσι τῶνδε κοινώσας πέρι”.[xx]

Μετάφραση (Κ.Χ. Μύρη):

   «Δέν κάθεστε στούς βωμούς τοῦ σπιτιοῦ μου.

   Ἄν τό κρίμα τήν πόλη πλακώσει κοινό,

   ὁ λαός ἄς φροντίσει νά βρεῖ γιατρικό.

  Ἐγώ νά δώσω ὑπόσχεση δέ δύναμαι,

   πρίν τούς πολίτες κοινωνούς σέ τοῦτα κάνω».[xxi]

Καί

   “ οὔκ εὔκριτον τό κρῖμα· μή μ᾿ αἱροῦ κριτήν.

    εἶπον δέ καί πρίν, οὐκ ἄνευ δήμου τάδε

    πράξαιμι ἄν, οὐδέ περ κρατῶν, μή καί ποτε,

    εἴπῃ λεώς, εἴ πού τι μή τοῖον τύχοι,

   «ἐπήλυδας τιμῶν ἀπώλεσας πόλιν”.[xxii]

Μετάφραση (Κ.Χ. Μύρη):

    « Δύσκολη κρίση. Μή μέ βάνεις κριτή.

     Εἶπα καί πρίν, χωρίς λαοῦ βουλή,

     κι ἄς εἶμαι βασιλιάς, δέν κάνω βῆμα·

     μή βρεθεῖ πολίτης, ἄν ἔρθει συμφορά.

     καί πεῖ: «Φυγάδες τίμησες, ἔχασες πόλη».[xxiii]

  Τό κεντρικό πρόβλημα πού τίθεται στίς Ἱκέτιδες τοῦ Αἰσχύλου εἶναι τό ἑξῆς: Τίς ἄρχει; ὁ μονάρχης, οἱ ὀλίγοι ἤ ὁ δῆμος (τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν); Ὁ δημοκρατικός Αἰσχύλος μέ τό ἔνδυμα τοῦ τραγικοῦ μύθου προτάσσει τόν δῆμο ὡς τόν ἔσχατο κριτή καί τό βαρῦνον κέντρο λήψεως τῶν ἀποφάσεων. Οἱ κρίσιμες ἀποφάσεις πού ἀφοροῦν τήν πολιτική κοινωνία πρέπει νά λαμβάνονται ἀπό τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καί ὄχι ἀπό ἕνα ἤ ὀλίγους, ὅσο ὑψηλά κι ἄν βρίσκονται οἱ τελευταῖοι στήν ἱεραρχία τῆς ἐξουσίας.

     Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα τήν πόλη (καί τήν πολιτική – ἡ λέξη πολιτική παράγεται ἀπό τήν λέξη πόλις καί σημαίνει τήν δραστηριότητα, τήν ἀνήκουσα στήν πόλιν) συγκροτοῦν οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες. Ὁ πολίτης  εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά τῆς ἀρχαίας πόλεως-κράτους.Εἶναι πασίγνωστη ἡ ἀπόφανση τοῦ Νικία πρός τούς Ἀθηναίους λίγο πρίν τήν ὁλοσχερῆ καταστροφή τους στόν Ἀσσίναρο ποταμό ἄνδρες γάρ πόλις, γιά νά τούς ἐμψυχώσει θυμίζοντάς τους ὅτι τήν πόλη τήν συγκροτοῦν κυρίως καί κατ᾿ ἐξοχήν οἱ πολῖτες. Ἔτσι λοιπόν στήν ἀρχαία Ἑλλάδα δέν ἔχουμε τήν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά τήν πόλιν τῶν Ἀθηναίων.  Τό κέντρο βάρους δέν βρίσκεται στόν ἀπρόσωπο πολιτειακό θεσμό, ἀλλά στούς ἔμψυχους πολῖτες πού συγκροτοῦν, φανερώνουν καί προσδίδουν τό ἰδιαίτερο ποιόν στήν πολιτειακή ὀργάνωση. Ὅταν κυβερνοῦν οἱ ἄριστοι ἔχουμε ἀριστοκρατία, ὅταν κυβερνοῦν οἱ ὀλίγοι ὀλιγαρχία, ἐνῶ ὅταν τήν ἐξουσία ἔχει στό σύνολό του ὁ δῆμος ἔχουμε δημοκρατία.

  Ἐξάλλου οἱ Ἱκέτιδες, ὅπως σημειώνει ὁ καθ. Ἰωάννης Τουλουμάκος, εἶναι «τό δρᾶμα πού ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελῆ τό πρῶτο ἀπό τά ὡς τώρα γνωστά τεκμήρια τοῦ δημοκρατικοῦ λεξιλογίου». Ὁ στίχος 604 “δήμου κρατοῦσα χείρ ὅπῃ πληθύνεται;” (Μετάφραση Κ.Χ. Μύρη: «μέ πόσες ψήφους μίλησε ὁ κυρίαρχος λαός;») εἶναι τό πρῶτο γραπτό κείμενο τῆς ἀρχαιότητος, στό ὁποῖο – σέ περίφραση βεβαίως – χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “δημοκρατία”. Ὁμοίως τήν ἔννοια τῆς δημοκρατίας ἀποδίδει σαφέστατα ἡ φράση “τό δάμιον, τό πτόλιν κρατύνει” (στιχ. 698) (Μετάφραση Κ.Χ. Μύρη: «ἡ βουλή τοῦ λαοῦ πού τήν πόλιν ὁρίζει».)

    Πέραν τούτου ὅμως ὁ ἀνωτέρω στίχος 604 “δήμου κρατοῦσα χείρ ὅπῃ πληθύνεται” πού ἀπευθύνουν οἱ Δαναΐδες στόν πατέρα τους Δαναό δείχνουν τήν μετατόπιση στήν ἀντίληψη τῶν Δαναΐδων ὅσον ἀφορᾶ τήν πηγή λήψεως τῶν ἀποφάσεων πού ἀφοροῦν τήν πολιτική κοινωνία. Συγκεκριμένα στούς στίχους 370-375 οἱ Δαναΐδες ἀπευθυνόμενες στόν Πελασγό, αὐτόν θεωροῦν ὡς τήν πηγή, τό κέντρο τῆς λήψεως τῶν ἀποφάσεων στήν πόλη:

   “σύ τοι πόλις, σύ δέ τό δήμιον·

    πρύτανις ἄκριτος ὤν,

    κρατύνεις βωμόν, ἑστίαν χθονός,

    μονοψήφοισι νεύμασιν σέθεν,

    μονοσκήπτροισι δ᾿ ἐν θρόνοις χρέος

    πᾶν ἐπικραίνεις· ἄγος φυλάσσου.”

Μετάφραση (Κ.Χ. Μύρη):

   «Σύ πόλη καί σύ λαοῦ βουλή

      κι ἀλάθευτος ἀφέντης, Σύ.

      Τῆς χώρας τόν κοινό βωμό κρατεῖς·

      τό γνέψιμό σου μόνος νόμος

      καί μονοκράτορας στό θρόνο σου

      τελεύεις πᾶσα χρεία. Κοίτα μή μολευτεῖς».[xxiv]

 Βλέπουμε ὅτι στούς ἀνωτέρω στίχους οἱ Δαναΐδες ἀποδίδουν στόν Πελασγό τά διακριτικά σημεῖα τῆς ἀπόλυτης θεοκρατικῆς μοναρχίας σάν αὐτῆς πού ὑπῆρχε στήν Αἴγυπτο.  Στούς  στίχους 604 καί 698 θεωροῦν τόν λαό ὡς κυρίαρχη δύναμη στήν πολιτική κοινωνία. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χορός τῶν Δαναΐδων συνειδητοποιεῖ ὅτι στό Ἑλληνικό Ἄργος ὑπερισχύουσα ἀρχή εἶναι ἡ βούληση καί βούλευση τοῦ δήμου καί ὄχι ἡ βούληση καί ἡ βούλευση τοῦ ἀπόλυτου μονάρχη, ὅπως συνέβαινε στήν Αἴγυπτο. Ἀκόμη στόν στίχο 604 δέν ὑποδηλώνεται μόνο ἡ κυριαρχοῦσα ἀρχή (πού εἶναι ὁ δῆμος), ἀλλά συνυποδηλώνεται καί ἡ διαδικασία λήψεως τῶν ἀποφάσεων, πού εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν δημοκρατική, ἡ ψηφοφορία δι᾿ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν. Ἀκόμη ὑποδηλοῦται μέ τό ρῆμα πληθύνεται ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας πού κυβερνᾶ στό δημοκρατικό πολίτευμα.[xxv]

  Τήν ἀρχή τῆς ἰσονομίας καί τῆς ἰσοκρατίας, συνώνυμες μέ τήν δημοκρατία,[xxvi] ἐκφράζουν στίς Ἱκέτιδες καί οἱ στίχοι πού δηλώνουν τήν ἐτυμηγορία τῆς πόλεως τῶν Ἀργείων νά μή παραδώσει στούς γιούς τοῦ Αἰγύπτου τίς Δαναΐδες, ἐκφραζόμενη ἀπό τόν Πελασγό:[xxvii]

  “Τοιάδε δημόπρακτος ἐκ πόλεως μία

   ψῆφος κέκρανται, μήποτ᾿ ἐκδοῦναι βίᾳ

   στόλον γυναικῶν·”[xxviii]

Μετάφραση (Κ.Χ. Μύρη):

   «Ἡ πόλη τέτοια κύρωσε πάνδημη ψῆφο,

     νά μήν ἐκδώσει μέ τή βία ποτέ της τίς γυναῖκες».[xxix]

Καί

Προστάτης δ᾿ ἐγώ

 ἀστοί τε πάντες, ὧνπερ ἥδε κραίνεται

 ψῆφος. Τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις;”[xxx]

Μετάφραση (Κ.Χ. Μύρη):

«Ἐγώ προστάτης σας·

  καί κάθε πολίτης δά πού ψήφισε τό νόμο.

  Θέλεις κι ἄλλους μέ πιότερο κῦρος;»[xxxi]

Ἑπομένως οἱ ἀπόλυτοι “κύριοι” τῆς πόλεως εἶναι οἱ πολῖτες. Ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀπόλυτη κυριότητα τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νά ρυθμίζουν τήν τύχη της καί κανείς ἄλλος πέρα ἤ ὑπεράνω αὐτῶν.

  Ἡ τραγωδία Ἑπτά ἐπί Θήβας παρεστάθη τό 467 π.Χ. καί ἀναφέρεται στό καταραμένο γένος τῶν Λαβδακιδῶν. Ὁ Λάϊος, γιός τοῦ Λαβδάκου, ἔλαβε χρησμό νά μή τεκνοποιήσει, γιατί τό παιδί του θά τόν ἐφόνευε. Ὁ Λάϊος ὅμως παρήκουσε καί ἀπέκτησε γιό, τόν Οἰδίποδα, τόν ὁποῖο καί ἐξέθεσε ὡς βρέφος στόν Κιθαιρώνα προκειμένου νά χάσει τή ζωή του ὁ Οἰδίπους καί νά ἀποτραπεῖ ἔτσι ἡ ἐπαλήθευση τοῦ χρησμοῦ. Ὁ Οἰδίπους διασώθηκε ἀπό ἕνα βοσκό καί τελικά κατέληξε στήν Κόρινθο, υἱοθετηθείς ἀπό τόν ἄτεκνο βασιλέα τῆς Κορίνθου, τόν Πόλυβο. Πληροφορηθείς, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ὅτι εἶναι νόθος γυιός τοῦ Πολύβου καταφεύγει στό μαντεῖο τῶν Δελφῶν ὅπου ἔλαβε χρησμό ὅτι θά σκοτώσει τόν πατέρα του καί θά νυμφευθεῖ τήν μητέρα του. Ὁ Οἰδίπους νομίζοντας ὅτι γονεῖς του εἶναι ὁ Πόλυβος καί ἡ Μερόπη, τό ἄτεκνο βασιλικό ζεῦγος τῆς Κορίνθου, κατευθύνεται πρός τήν Θήβα, γιά νά ἀποφύγει τήν ἐπαλήθευση τοῦ χρησμοῦ. Σ᾿ ἕνα τρίστρατο συναντᾶ τόν πραγματικό του πατέρα, τόν Λάϊο, καί τόν φονεύει ἐν ἀγνοίᾳ του, ἀφοῦ διαπληκτίσθηκε μ᾿ αὐτόν καί τούς ἀκολούθους του. Στή Θήβα λύνει τό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας καί παίρνει ὡς ἔπαθλο τήν μητέρα του Ἰοκάστη ὡς γυναῖκα, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι ἡ πραγματική μητέρα του, καί ἀποκτᾶ μ᾿ αὐτήν τέσσερα παιδιά, τόν Ἐτεοκλῆ, τόν Πολυνείκη, τήν Ἀντιγόνη καί τήν Ἰσμήνη. Μετά ἀπό χρόνια, ἀφοῦ ἔπεσε λιμός στήν Θήβα, ὁ Οἰδίπους ἀναγνωρίζει τήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή εἶναι φονεύς τοῦ πατέρα του καί σύζυγος τῆς μητέρας του. Ὁ Οἰδίπους αὐτοτυφλώνεται καί ἡ Ἰοκάστη αὐτοκτονεῖ. Τήν ἐξουσία ἀναλαμβάνουν οἱ δύο γιοί τοῦ Οἰδίποδα, ὁ Ἐτεοκλῆς καί ὁ Πολυνείκης καί συμφωνοῦν νά τήν ἀσκοῦν ἐναλλάξ, ἕνα χρόνο ὁ ἕνας καί ἕνα ὁ ἄλλος. Ὁ Ἐτεοκλῆς ὅμως ἀρνεῖται νά παραδώσει τήν ἐξουσία στόν Πολυνείκη στή λήξη τοῦ ἔτους πού αὐτός, ὁ Ἐτεοκλῆς, ἀσκοῦσε τήν ἐξουσία. Ὁ Πολυνείκης καταφεύγει στό Ἄργος, ὅπου πείθει τόν βασιλέα του Τυδέα νά τόν βοηθήσει νά ἀνακαταλάβει τή νόμιμη – ἀπό κοινοῦ μέ τόν ἀδελφό του συμπεφωνημένη – ἐξουσία του στήν Θήβα.Ἡ τραγωδία ἀρχίζει ἀπό τό χρονικό σημεῖο, στό ὁποῖο οἱ ἑπτά στρατηγοί τοῦ Ἄργους, ἔχουν φθάσει στήν Θήβα καί τήν πολιορκοῦν. Τά δύο ἀδέλφια, ὁ Ἐτεοκλῆς καί ὁ Πολυνείκης, βρίσκονται ἀντιμέτωποι στήν ἕβδομη πύλη, συγκρούονται καί ἀλληλοσκοτώνονται. Ὑπάρχει μάλιστα καί ἡ ἐκδοχή τοῦ μύθου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Οἰδίπους καταράστηκε τά παιδιά του νά ἀλληλοεξοντωθοῦν λόγῳ τῆς ἀπληστίας τους στήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας  καί τῆς ἀσέβειάς τους πρός τόν ἀνήμπορο πατέρα τους.

   Ποιό εἶναι τό βαθύτερο μήνυμα τοῦ ἔργου αὐτοῦ; Ὁ Δρομάζος σημειώνει πώς «τό τραγικό τέλος τῆς γενιᾶς τῶν Λαβδακιδῶν σημαίνει καί τό τέλος τοῦ πρωτόγονου γεναρχικοῦ συστήματος».[xxxii] Ὁ Τζώρτζ Τόμσον ἰσχυρίζεται ὅτι στούς Ἑπτά ἐπί Θήβας τό πρωτόγονο σύστημα συγγενείας ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἀνώτερη ὀργάνωση τῆς πολιτείας.[xxxiii] Ὁ Μπάμπης Ἠσαΐας γράφει πώς μέ τό ἔργο αὐτό ὁ Αἰσχύλος ἀσκεῖ καταλυτική κριτική στό κληρονομικό σύστημα διακυβερνήσεως καί στήν αὐθαιρεσία τῆς μοναρχίας-ἀριστοκρατίας. «Προσωπικά, πιστεύω ὅτι ὁ μῦθος ἦταν βασικά μία κριτική τοῦ κληρονομικοῦ συστήματος διακυβερνήσεως μέ τήν ἐπισήμανση τῶν δεινῶν πού μποροῦν νά φορτωθοῦν σέ μία πόλη, χωρίς νά φταίει ὁ λαός της, ἀλλά μόνο γιατί φταίει ὁ κληρονομικός ἡγέτης της. Διαλέγει μάλιστα ὁ ποιητής μερικές ἀκραῖες καταστάσεις ὅπου ὑπάρχουν δύο γιοί μέ ἴσα κληρονομικά δικαιώματα ἐπάνω στόν θρόνο καί τῶν ὁποίων ἡ ἀδυναμία νά συμβιβαστοῦν δίνει τό καθοριστικό πλῆγμα στήν ἠρεμία τῆς πόλης καί τῶν ἀνθρώπων της. Ἡ κατάρα τοῦ Οἰδίποδα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία προδιαγραφή ἑνός βεβαίου ἐπερχομένου. Ἡ κοινή πατρότητα ἦταν ἡ μοιραία κατάρα νά συγκρουσθοῦν, ἐπειδή τούς ἔδινε ἴσα δικαιώματα ἐπάνω στό θρόνο, κάτι πού σέ συνδυασμό μέ τήν ἔμφυτη ἀνθρώπινη ροπή πρός τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία θά τούς ὁδηγοῦσε σέ μοιραία σύγκρουση. Καί νά μήν τούς καταριόταν ὁ πατέρας τους πάλι θά συγκρούονταν, γιατί θά ἦταν ἀπίθανο νά ἀπεμπολήσει κάποιος δικά του δικαιώματα ὑπέρ ὁποιουδήποτε ἄλλου, ἔστω καί ἀδελφοῦ. Ἄν συνέβαινε αὐτό, δέν θά ἦταν πειστικό γιατί θά ἦταν ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα. Αὐτά βέβαια τά πληρώνει μαζί τους καί ὁ ἀμέτοχος λαός ἐπάνω στήν πλάτη τοῦ ὁποίου τσακώνονται γιά τό ποιός θά τόν ἐξουσιάζει. Ἄν τό πολίτευμά τους ἦταν δημοκρατικό, τότε δέν θά ὑπῆρχε κανένας κίνδυνος γιά τέτοια σύγκρουση.   Ἕνα ἄλλο μειονέκτημα τοῦ μοναρχικοῦ, καί σέ μικρότερο βαθμό τοῦ ὀλιγαρχικοῦ συστήματος, εἶναι τό θεόπνευστο τῶν ἀποφάσεων τοῦ ἄρχοντα ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ὑποχρεωτική ἐπιβολή τους στόν λαό, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει δικαίωμα νά συμμετάσχει στήν λήψη τους ἀλλά ὑποχρεοῦται νά τίς ὑπομείνει καί νά ὑποστεῖ τίς συνέπειές τους. Βλέπουμε ὅτι παρά τήν ὕπαρξη συμφωνίας, μόλις ὁ Ἐτεοκλῆς κατέλαβε τήν ἀρχή, ἔπαψαν νά ἰσχύουν τά δίκαια καί οἱ συμφωνίες καί ἴσχυε μόνο ἡ διαταγή του. Σάν νά λέγεται ὅτι, ἄσχετα μέ τίς ὑποσχέσεις τους, μόλις πάρουν τήν ἐξουσία στά χέρια τους οἱ ὀλιγαρχικοί, θά πάψει νά ἰσχύει κάθε δέσμευσή τους ἀπέναντί σας καί ἐσεῖς θά εἶστε ὑποχρεωμένοι νά τούς ἀκολουθεῖτε τυφλά».[xxxiv]

    Τό ἀριστοκρατικό πολίτευμα στηριζόταν στήν κυριαρχία τῶν ἀριστοκρατικῶν γενῶν, στά ὁποῖα ἡ μεταβίβαση τῆς ἰδιότητος τοῦ “ἀρίστου” γινόταν μέ τρόπο κληρονομικό. Δέν μποροῦσε ὁ οἱοσδήποτε νά εἰσχωρήσει στά ἀριστοκρατικά γένη. Γι᾿ αὐτό καί ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Κλεισθένη μέ τή νέα γεωγραφική διαίρεση τῶν φυλῶν καί τῶν δήμων ἀπέβλεπε στό σπάσιμο τοῦ τοπικισμοῦ τῶν ἀριστοκρατικῶν γενῶν καί τή λειτουργία τῆς, δημοκρατικῆς πλέον, Ἀθηναϊκῆς πολιτείας σέ νέες βάσεις. Στή δημοκρατία οἱ ἐξουσίες δέν παραχωροῦνται μέ κληρονομικό τρόπο, ἀλλά μέ τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ. Ἐπίσης καθοριστικός παράγοντας στήν ἄμεση Ἀθηναϊκή δημοκρατία εἶναι ἡ ἀξία αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος θά ἀναδειχθεῖ στήν ἐξουσία καί ὄχι ἡ καταγωγή του ἤ, ἔστω, ὁ πλοῦτος του. Ὁ Περικλῆς αἴφνης λέγει στόν Ἐπιτάφιό του, τόν διθύραμβο τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας: «Σχετικά μέ τίς ἰδιωτικές διαφορές, οἱ νόμοι τίς ἀντιμετωπίζουν ὅλες μέ βάση τήν ἰσότητα, σχετικά πάλι μέ τήν προσωπική ἀνάδειξη στά δημόσια ἀξιώματα, καθένας προτιμᾶται ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση πού ἔχει μέ βάση ὄχι τήν κοινωνική τάξη ἀλλά τήν ἀξία του· οὔτε πάλι ἡ φτώχεια μέ τήν ἀσημότητα πού τήν συνοδεύει ἔχει ἀποτελέσει ἐμπόδιο γιά κάποιον ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά πράξει κάτι καλό γιά τήν πόλη».[xxxv]

      Στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ὑπῆρχε γραφειοκρατία καί ὑπαλληλική ἱεραρχία, δέν ὑπῆρχε παγιωμένη Δημόσια Διοίκηση, ἐξειδικευμένο διπλωματικό καί δικαστικό σῶμα. Μέ ἄλλα λόγια δέν ὑπῆρχαν ἐπαγγελματίες δημόσιοι ὑπάλληλοι, διπλωμάτες, δικαστές καί φυσικά “πολιτικοί”, μέ τήν ἔννοια πού ὑπάρχουν σήμερα. Ὅλοι οἱ πολῖτες ἀνά πᾶσα στιγμή μποροῦσαν νά κληθοῦν νά ἀναλάβουν τέτοιες διπλωματικές, δικαστικές καί πολιτικές ὑπηρεσίες. Τό 95% τῶν δημοσίων ἀξιωμάτων στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία ὁριζόταν διά τῆς κληρώσεως. Ὅθεν γιά νά λειτουργήσει ἡ Ἀθηναϊκή πολιτεία προϋπέθετε καί στηριζόταν στίς διανοητικές καί ἠθικές ἀρετές τῶν πολιτῶν της. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δεσπόζον κριτήριο ἀναλήψεως δημοσίων ἀξιωμάτων – διότι ὑπῆρχαν ὁρισμένα ἀξιώματα μή κληρωτά, ἀλλά αἱρετά – καί ἐπιτυχοῦς διεκπεραιώσεως τῶν δημοσίων καθηκόντων πού ἀπέρρεαν ἀπό ἀξιώματα, εἴτε κληρωτά εἴτε αἱρετά, ἦταν ἡ ἀξία, ἡ ὁποία δέν εἶναι κληρονομικῶς μεταβιβάσιμη ὅπως ἡ εὐγένεια καί ὁ πλοῦτος.

        Ἡ Ὀρέστεια ἀνέβηκε στήν Ἀθηναϊκή σκηνή τό 458 π.Χ. Ἡ Ὀρέστεια συνιστᾶ τριλογία καί ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς τραγωδίες: τόν Ἀγαμέμνονα, τίς Χοηφόρους καί τίς Εὐμενίδες. Ἡ Ὀρέστεια εἶναι ἡ μόνη ὁλοκληρωμένη τριλογία πού ἔφτασε ὡς ἐμᾶς καί μάλιστα κέρδισε τό πρῶτο βραβεῖο. Στό πρῶτο δρᾶμα, τόν Ἀγαμέμνονα, παριστάνεται ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἀγαμέμνονα ἀπό τήν Τροία καί ἡ σφαγή του ἀπό τήν γυναῖκα του Κλυταιμνήστρα καί τόν ἐραστή της Αἴγισθο. Στό δεύτερο δρᾶμα, τίς Χοηφόρους, ἔχουμε τήν ἐκδίκηση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀγαμέμνονα, τοῦ Ὀρέστη γιά τόν φόνο του. Συγκεκριμένα ὁ Ὀρέστης παρωθούμενος ἀπό τόν Ἀπόλλωνα καί μέ τή σύμπραξη τῆς ἀδελφῆς του Ἠλέκτρας σκοτώνει τήν μητέρα του Κλυταιμνήστρα καί τόν ἐραστή της Αἴγισθο. Οἱ φοβερές θεότητες Ἐρινύες καταδιώκουν τόν Ὀρέστη ζητώντας ἐκδίκηση γιά τήν μητροκτονία πού ἔκανε. Τό τρίτο καί τελευταῖο δρᾶμα, οἱ Εὐμενίδες, ἀρχίζουν στούς Δελφούς μέ τόν Ὀρέστη νά καταδιώκεται ἀπό τίς Ἐρινύες.Ὁ Ὀρέστης καταφεύγει στήν Ἀθήνα στό βωμό τῆς Παλλάδας Ἀθηνᾶς ζητώντας λύτρωση. Στόν Ἄρειο Πάγο συγκροτεῖται δικαστήριο καί γίνεται δίκη – ἡ πρώτη νομική δίκη στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Κατήγοροι τοῦ Ὀρέστη εἶναι οἱ Ἐρινύες καί ὑπερασπιστές του ὁ Ἀπόλλων καί ἡ Ἀθηνᾶ. Καί οἱ δύο μεριές ἔχουν τά ἐπιχειρήματά τους, τά ὁποῖα ὑπερασπίζονται μέ φανατισμό. Στήν ψηφοφορία πού ἀκολουθεῖ οἱ ψῆφοι τῶν θνητῶν δικαστῶν ἰσοψηφοῦν, μοιράζονται σέ δύο ἴσα μέρη. Μένει ἡ ψῆφος τῆς Ἀθηνᾶς καί ἡ Ἀθηνᾶ δίνει τήν ψῆφο της ὑπέρ τοῦ Ὀρέστη καί αὐτός ἀθωώνεται. Στήν συνέχεια πείθει τίς Ἐρινύες νά μεταμορφωθοῦν σέ Εὐμενίδες καί νά γίνουν προστάτιδες θεότητες τῆς Ἀθήνας.

 Ὁ ἑλληνιστής Swinburne λέγει ὅτι ἡ Ὀρέστεια εἶναι ἴσως «τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ».[xxxvi] Ἐμεῖς ἐδῶ δέν πρόκειται νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἑρμηνεία σύνολης τῆς Ὀρέστειας, παρά μόνο μέ τούς πολιτικούς ὑπαινιγμούς της. Ἡ τριλογία παρεστάθη, ὅπως εἴπαμε, τό 458, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ δημοκρατικοῦ ἡγέτη Ἐφιάλτη, τίς ὁποῖες καί ἀπηχεῖ. Ὁ Ἐφιάλτης τό 462 ἀφαιρεῖ ὅλες τίς πολιτικές δικαιοδοσίες τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τίς μεταβιβάζει στόν δῆμο καί τούς δημοκρατικούς θεσμούς, περιορίζοντας τίς δικαιοδοσίες τοῦ Ἀρείου Πάγου μόνο σέ ποινικές ὑποθέσεις καί βασικά στόν ἐκ προμελέτης φόνο.

      Ὁ θεσμός τοῦ Ἀρείου Πάγου ἦταν καθαρά ἀριστοκρατικός καί ἀποτελοῦσε τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, δηλαδή τόν θεσμό πού ἐπισκοποῦσε καί ἐπιτηροῦσε τήν τάξη καί τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων πολιτεία γράφει γιά τόν θεσμό τοῦ Ἀρείου Πάγου: “Ἡ δέ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλή τήν μέν τάξιν εἶχε τοῦ διατηρεῖν τούς νόμους, διῲκει δέ τά πλεῖστα καί τά μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει, καί κολάζουσα καί ζημιοῦσα πάντας τούς ἀκοσμοῦντας κυρίως. Ἡ αἵρεσις τῶν ἀρχόντων ἀριστίνδην καί πλουτίνδην ἦν, ἐξ ὧν οἱ Ἀρεοπαγῖται καθίσταντο· διό καί μόνη τῶν ἀρχῶν αὕτη μεμένηκε διά βίου καί νῦν”.[xxxvii] (Μετάφραση: «Ἡ βουλή τῶν Ἀρεοπαγιτῶν εἶχε ὡς ἔργον της τήν διαφύλαξιν τῶν νόμων, ἔπαιζε ὅμως τόν σπουδαιότατον ρόλον εἰς τήν διακυβέρνησιν τῆς πόλεως, ἐπιβάλλουσα ἀνεξελέγτως σωματικάς ὅσον καί χρηματικάς τιμωρίας εἰς ὅλους τούς ἐνόχους. Ἡ ἐκλογή τῶν ἀρχόντων ἐγίνετο μεταξύ τῶν εὐγενῶν καί τῶν πλουσίων, ἀπό τούς διατελέσαντας δέ ἄρχοντας προήρχοντο καί οἱ Ἀρεοπαγῖται· διά τοῦτο εἶναι τό μόνον ἀξίωμα πού παρέμεινε καί διατηρεῖται ἀκόμη ἰσόβιον»[xxxviii]). Ὁ Πλούταρχος ἀναφερόμενος στήν ἀφαίρεση τῶν πολιτικῶν καί δικαστικῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Ἀρείου Πάγου γράφει: “Οἱ πολλοί (=οἱ δημοκρατικοί) ἀφείλοντο (=ἀφαίρεσαν) τῆς ἐξ Ἀρείου Πάγου Βουλῆς τάς κρίσεις πλήν ὀλίγων ἁπάσας καί τῶν δικαστηρίων κυρίους ἑαυτούς ποιήσαντες εἰς ἄκρατον δημοκρατίαν ἐνέβαλον τήν πόλιν”.[xxxix] Ὁ Ἄρειος Πάγος λοιπόν ἦταν τό τελευταῖο προπύργιο τῶν ἀριστοκρατῶν, ἡ δέ μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη μετεβίβαζε ὅλες τίς πολιτικές καί δικαστικές (πλήν τῆς ἀνθρωποκτονίας) ἐξουσίες του στούς δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τήν βουλή τῶν πεντακοσίων καί τήν Ἡλιαία. Ὁ λαός ἦταν πλέον ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ πολιτεύματος μέ σχεδόν ἀπεριόριστη ἐξουσία. Ἔκτοτε περνᾶμε ἀπό τήν μετριοπαθῆ δημοκρατία τοῦ Κλεισθένη στήν ἄκρατη-ριζοσπαστική δημοκρατία τοῦ Περικλῆ.

       Κάνοντας μία παρένθεση πρέπει νά σημειώσουμε μερικά δομικά στοιχεῖα τῆς ἄκρατης-ριζοσπαστικῆς Περίκλειας δημοκρατίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅσο ριζοσπαστικοποιεῖται ἡ δημοκρατία στήν Ἀθήνα τόσο πιό ἐπεκτατική καί ἰμπεριαλιστική γίνεται ἡ Ἀθηναϊκή πολιτεία. Ἡ δημοκρατική παράταξη ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Περικλῆ ἀπομυζοῦσε τούς «συμμάχους» − στήν πραγματικότητα ὑπηκόους – τῆς Ἀθήνας πρός ὄφελος τοῦ κλεινοῦ ἄστεως. Οἱ δημοκρατικοί ἦσαν ὑπέρ τῆς ἡγεμονικῆς καί ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς τῆς Ἀθήνας, ἀκριβῶς διότι ὁ ἰμπεριαλισμός τῆς Ἀθήνας ἦταν ἡ βάση, τό ἔρεισμα, ἡ sine qua non προϋπόθεση τῆς ριζοσπαστικῆς - «ἄκρατης» δημοκρατίας της. Κυριολεκτικά ὁ Ἀθηναϊκός ἰμπεριαλισμός ἦταν ὁ θεμελιακός λίθος, τό ἀγκωνάρι, τῆς Ἀθηναϊκῆς ριζοσπαστικῆς δημοκρατίας, γιατί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἦσαν διαθέσιμοι οἱ ἀπαραίτητοι οἰκονομικοί πόροι γιά τήν μισθοδοσία καί τῶν πλέον πτωχῶν Ἀθηναίων πολιτῶν, ὥστε νά ἔχουν αὐτοί τή δυνατότητα νά συμμετέχουν ἀπαλλαγμένοι ἀπό βιοτικές μέριμνες στά διάφορα ἀξιώματα τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Χωρίς αὐτόν, τόν ἰμπεριαλισμό, ἦταν ἀμφίβολο ἕως ἀδύνατον νά λειτουργήσει ὁμαλά ἡ ἀκραία, ριζοσπαστική δημοκρατία. Ὁ Περικλῆς μάλιστα ἐξώθησε στά ἄκρα τή ρήξη μέ τή Σπάρτη, ὑπερασπιζόμενος τήν Ἀθηναϊκή ἡγεμονία, ὁδηγώντας τούς Ἀθηναίους στόν καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο. «Τῆς μέν γνώμης, ὦ Ἀθηναῖοι, αἰεί τῆς αὐτῆς ἔχομαι, μή εἴκειν (=νά μή ὑποχωρήσουμε) Πελοποννησίοις…»[xl] ἦταν τό σταθερό δόγμα τῆς πολιτικῆς τοῦ Περικλῆ στή διένεξη μεταξύ Ἀθήνας- Σπάρτης. Ἡ ἡγεμονία τῆς Ἀθήνας ἐπέσυρε τό μῖσος καί τήν ὀργή τῶν λοιπῶν Ἑλλήνων ἐναντίον της. Κατά τόν Θουκυδίδη, «οὕτως ἐν ὀργῇ εἶχον οἱ πλείους τούς Ἀθηναίους, οἱ μέν τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι, οἱ δε μή ἀρχθῶσι φοβούμενοι».[xli] Μετάφραση (Ἰωάννου Σταματάκου): «Τόσον πολύ οἱ περισσότεροι ὠργίζοντο κατά τῶν Ἀθηναίων, ἄλλοι μέν διότι ἤθελον νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κυριαρχίαν, ἄλλοι δέ διότι ἐφοβοῦντο μήπως περιέλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν των».[xlii]

    Ἐπανερχόμενοι στό θέμα μας ἀντικείμενο διερεύνησης εἶναι ἄν ὁ Αἰσχύλος τάσσεται ὑπέρ ἤ κατά τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Ἐφιάλτη. Κατ᾿ ἀρχήν ἄς σημειώσουμε τήν ἀναφορά στόν Ἄρειο Πάγο στίς Εὐμενίδες. Ἠ Ἀθηνᾶ λέγει:

(Μετάφραση Κ.Χ. Μύρη)

 «Λαέ τῆς Ἀττικῆς, πρώτη φορά δικάζοντας

 γιά φόνο, ἀκοῦστε τό θεσμό πού ἐγκαινιάζω.

 Ἀπό τώρα καί γιά πάντα μές στή χώρα τοῦ Αἰγέα

  ἱδρύεται τῶν δικαστῶν τοῦτο τό Βουλευτήριο.

  Σ᾿ αὐτόν τόν βράχο τοῦ Ἄρη...

  ἀπ᾿ ὅπου πῆρε τό ὄνομα ὁ βράχος, Ἄρειος Πάγος-

  σ᾿ αὐτόν ὁ σεβασμός τῶν πολιτῶν

  καί ὁ ἀδελφός του φόβος μέρα καί νύχτα

  τήν ἀδικία θά συγκρατοῦν· φτάνει

  νά μή νοθεύουν τή ροή τῶν νόμων οἱ πολίτες.

  Ποῦ θά ᾿βρεις καθαρό νερό νά ξεδιψάσεις

  ὅταν μέ λάσπες καί βρωμιές τό μαγαρίζεις;

  Τούς φρόνιμους πολίτες συμβουλεύω

  νά μήν ἀνέχονται τήν ἀναρχία καί τό δεσποτισμό

  καί τό δέος πέρα γιά πέρα νά μή διώξουν ἀπ᾿ τήν πόλη.

  (Τό μήτ᾿ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον

   ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,

   καί μή τό δεινόν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν.)

  Ποιός εἶναι δίκαιος ἄνθρωπος καί δέ φοβᾶται τίποτα;

  Τιμώντας τό θεσμό μέ σεβασμό καί φόβο,

  θά ᾿χεις τῆς σωτηρίας φρούριο στή χώρα καί στή πόλη,

  τέτοιο πού δέν ἀπόκτησε κανείς λαός

  οὔτε στούς Σκύθες οὔτε στοῦ Πέλοπος τόν τόπο.

  Ἀδέκαστο στήνω τό Βουλευτήριο τοῦτο,

  ἀγέλαστο καί σοβαρό, φρουρό πού ξαγρυπνᾶ

 στῆς κοιμισμένης πόλης τό προσκέφαλο.

 Αὐτή τήν ἀνοιχτή παραίνεση χαρίζω στούς πολίτες

 γιά τό μέλλον».[xliii]

   Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Αἰσχύλου μέ τό στόμα τῆς Ἀθηνᾶς προτρέπουν στήν ἀποφυγή τῶν ἀκροτήτων καί στήν υἱοθέτηση τῆς μετριοπάθειας στήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας. Ὁ Αἰσχύλος φαίνεται νά τάσσεται ὑπέρ τῆς μεσότητος καί τῆς ἀποφυγῆς τῆς ὀλέθριας ἀμετρίας-ἀκρότητας. Ὁ Αἰσχύλος ἦταν πιό κοντά στό πνεῦμα τῆς μετριοπαθοῦς Σολώνειας καί Κλεισθένειας δημοκρατίας παρά στό πνεῦμα τῆς ριζοσπαστικῆς Περίκλειας δημοκρατίας. Γι᾿ αὐτό καί πλέκει τόν ὕμνο στόν Ἄρειο Πάγο. Τίς ὑπερβολές τῆς ἄκρατης δημοκρατίας προέβλεπε καί ἀπό αὐτές ἀκριβῶς ἤθελε νά προφυλάξει τόν Ἀθηναϊκό δῆμο.

   Οἱ γνῶμες τῶν μελετητῶν τοῦ ἔργου τοῦ Αἰσχύλου εἶναι διχασμένες ὅσον ἀφορᾶ τήν στάση του ἀπέναντι στήν μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη: ἄλλοι διατείνονται ὅτι ὁ Αἰσχύλος ὑπεστήριζε τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτη, ἄλλοι ὄχι. Ἡ Ζακλίν ντέ Ρομιγύ ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Αἰσχύλος τάσσεται εὐνοϊκά ἀπέναντι στίς δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ἄλλοι μελετητές ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Αἰσχύλος τάσσεται ὑπέρ τῆς μετριοπαθοῦς Σολώνειας καί Κλεισθένειας δημοκρατίας καί ἦταν ἀρνητικός ἔναντι τῆς ἄκρατης δημοκρατίας τῶν Ἐφιάλτη-Περικλῆ. Κατά τόν Τζώρτζ Τόμσον ὁ Αἰσχύλος ἦταν ἕνας μετριοπαθής δημοκράτης.[xliv] Ἐπίσης ὁ Τζώρτζ Τόμσον γράφει γιά τή στάση τοῦ Αἰσχύλου ἀπέναντι στήν περιστολή τῶν ἐξουσιῶν τοῦ Ἀρείου Πάγου: «Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό τό γεγονός πώς ὁ Αἰσχύλος καθόρισε μέ τούς ὅρους αὐτούς τή στάση του ἀπέναντι στό Δικαστήριο λίγους μονάχα μῆνες ὕστερα ἀπό τήν ἀφαίρεση ὅλων τῶν εἰδικῶν λειτουργιῶν ἐξόν ἀπό τή δικαιοδοσία του στίς περιπτώσεις ἀνθρωποκτονίας – μεταρρύθμιση πού γέννησε τήν πιό μεγάλη ἀντίδραση ἀνάμεσα στούς συντηρητικούς, τόσο μεγάλη ὥστε ὁ εἰσηγητής τῆς μεταρρύθμισης, ὁ Ἐφιάλτης, δολοφονήθηκε λίγο καιρό ἔπειτα ἀπό τήν ἐφαρμογή της. Ἀλλά ἀφοῦ ἡ Ἀθηνᾶ ἵδρυσε τό Δικαστήριο γιά τόν εἰδικό σκοπό νά δικάσει τόν ἀνθρωποκτόνο Ὀρέστη, καί μιά καί στήν εἰσήγησή της ἀναφορικά μέ τά μέλη του τά περιγράφει σά “δικαστές φόνων ἀνθρώπου” (486) πρέπει νά κατασταλάξουμε στό συμπέρασμα  πώς ὁ Αἰσχύλος συμφωνοῦσε ἀναδρομικά μέ τό κολόβωμα τῶν ἐξουσιῶν του. Ἀλλά ἡ ἐπιμονή του στό σεβασμό πού χρωστιόταν σ᾿ αὐτό καί πιό ξέχωρα πώς τό ἀνασχετικό ἀποτέλεσμα τῶν νόμων εἶναι οὐσιαστική πλευρά τοῦ μέσου ὅρου, δείχνει ὁλοφάνερα πώς, τό λιγότερο στό τέλος τῆς ζωῆς του, εἴταν ἀντίθετος στήν προοδευτική πολιτική τῶν ριζοσπαστῶν δημοκρατικῶν».[xlv] Ὡσαύτως ὁ δικός μας Γιάννης Κορδάτος ὑποστηρίζει πώς ὁ Αἰσχύλος ἦταν ἀντίθετος στίς δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτη: «Οἱ πολιτικές του ἰδέες εἶναι καθυστερημένες. Καί μπορεῖ βέβαια νά καταδικάζει στόν Ἀγαμέμνονα κάθε καταχτητή μονάρχη, ὡστόσο ὅμως στίς Εὐμενίδες ὑπερασπίζεται τό ἀρχαῖο δικαστήριο – τόν Ἄρειο Πάγο, γιατί τό θεωρεῖ σά μοναδικό προπύργιο τῶν παλιῶν θεσμῶν καί σάν τροχοπέδη τῶν νέων ἰδεῶν. Γράφει μάλιστα καί ὕμνο στόν Ἄρειο Πάγο καί προσπαθεῖ νά ἐπηρεάσει τούς Ἀθηναίους. Δέν τό πέτυχε ὅμως. Ὁ Ἐφιάλτης κι ὁ Θεμιστοκλής, πρῶτοι, καί κατόπι, στά χρόνια αὐτά, ὁ Περικλής, ἀφαιρέσανε ὅλες τίς δικαιοδοσίες τοῦ Ἀρείου Πάγου κι ἔτσι πάψανε οἱ ἀρεοπαγίτες νά ᾿χουν δύναμη κι ἐξουσία. Ἡ δημοκρατία ὁλοκληρώθηκε, ὅταν καταλύθηκε καί τό τελευταῖο ὀχυρό τῆς ὀλιγαρχίας».[xlvi]

    Οἱ Alan H. Sommerstein καί Simon Goldhill ἑστιάζουν τήν θέση τους στήν συντακτική ἀμφισημία τῶν στίχων 690-692 τοῦ λόγου τῆς Ἀθηνᾶς:

 “Ἐν δέ τῷ σέβας

ἀστῶν φόβος τε ξυγγενής τό μή ἀδικεῖν

σχήσει τ᾿ ἧμαρ καί κατ᾿ εὐφρόνην ὁμῶς,”

Μετάφραση (Κ.Χ.Μύρη):

«σ᾿ αὐτόν ὁ σεβασμός τῶν πολιτῶν

 καί ὁ ἀδελφός του φόβος μέρα καί νύχτα

 τήν ἀδικία θά συγκρατοῦν·»

     Ἀπό μιά πρώτη ὄψη ἡ ἑρμηνεία τῶν λόγων τῆς Ἀθηνᾶς (Ἄν τό ἀστῶν ἐκληφθεῖ ὡς γενική ὑποκειμενική καί τό ἀστός νοηθεῖ ὡς ὑποκείμενο τοῦ μή ἀδικεῖν) εἶναι ὅτι οἱ πολῖτες θά συγκρατοῦνται ἀπό τοῦ νά διαπράττουν ἀδικήματα ἀπό σεβασμό καί φόβο πρός τό δικαστήριο τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ὅμως εἶναι ἐξίσου νόμιμο συντακτικά νά ἐκλάβουμε τό ἀστῶν ὡς γενική ἀντικειμενική καί νά θεωρήσουμε «τούς Ἀρεοπαγῖτες» ὡς ὑποκείμενο τοῦ ἀπαρεμφάτου. Σ᾿ αὐτήν τήν ἐκδοχή τό νόημα εἶναι ὅτι οἱ Ἀρεοπαγῖτες θά συγκρατοῦνται καί δέν θά ἀδικοῦν ἀπό σεβασμό καί φόβο πρός τόν δῆμο. Ἀποτελεῖ μία δημοκρατική προειδοποίηση πρός τόν Ἄρειο Πάγο νά μή ὑπερβαίνει τίς ἁρμοδιότητές του καί νά μή διαστρέφει τό δίκαιο ὅταν λειτουργεῖ ὡς δικαστήριο ἀνθρωποκτονίας. Αὐτή εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Alan. H. Sommerstein.[xlvii] Μάλιστα ὁ ἴδιος συγγραφέας σημειώνει: «Καί αὐτό εἶναι πού ὁ ποιητής κάνει, μόνο πού γίνεται μέσῳ μιᾶς ἀσάφειας ἡ ὁποία ἀναμφίβολα εἶναι σκόπιμη, καί στήν πραγματικότητα ἐξαρτᾶται ἀπό τρία ξεχωριστά στοιχεῖα τῆς προτάσεως – τήν ἀοριστία τοῦ ἐν δέ τῷ, τίς δύο δυνατές ἑρμηνεῖες τῆς γενικῆς ἀστῶν, καί τήν παράλειψη νά προσδιορισθεῖ τό ὑποκείμενο τοῦ μή ἀδικεῖν (ἤ, ἀντιστοίχως, τό ἀντικείμενο τοῦ σχήσει). Ἔτσι τό “ριζοσπαστικό” καί τό “ἀντιδραστικό” μποροῦν καί τά δύο μαζί νά ἑρμηνεύσουν τά λόγια τῆς Ἀθηνᾶς μέ ἕναν τρόπο πού θά κρίνουν πρόσφορο».[xlviii]

   Ὁ Simon Goldhill γράφει σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία τῶν ἐπίμαχων στίχων: «Ἐντούτοις, μία συναρπαστική ἀμφιλογία ἐλλοχεύει στή φράση σέβας ἀστῶν. Ἄραγε, δηλώνει τόν “σεβασμό τῶν πολιτῶν πρός τόν Ἄρειο Πάγο” – τό γεγονός, δηλαδή, ὅτι ἡ νομοταγής συμπεριφορά ἐξαρτᾶται ἀπό τόν σεβασμό πού θά ἐπιδείξουν οἱ πολῖτες πρός τό θεσμοθετημένο δίκαιο; Ἤ ὑποδηλώνει τόν σεβασμό πού τό δικαστικό σῶμα ὀφείλει νά ἐπιδεικνύει πρός τούς πολῖτες – τό ὅτι δηλαδή ἡ δικαστική ἐξουσία, στό πλαίσιο τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος εἶναι ὑπόλογη στούς ἀστούς, τά δέ δικαστήρια ὀφείλουν νά σέβονται τούς πολῖτες; Καί οἱ δύο ἀναγνώσεις εἶναι δυνατές, ἀπό σημασιολογικῆς καί γραμματικῆς πλευρᾶς. (Αὐτό ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπό τό ἄν ἡ γενική ἀστῶν ἐκληφθεῖ ὡς γενική ὑποκειμενική ἤ ἀντικειμενική).Σέ κάθε περίπτωση, ἡ ἐνυπάρχουσα ἀμφιλογία διερευνᾶ καί ἀνιχνεύει ὅλο τό εὖρος τῶν πολιτικῶν ἀπόψεων οἱ ὁποῖες συνδέθηκαν μέ τίς ταραχές πού προκλήθηκαν ἐξαιτίας τῶν μεταρρυθμίσεων σχετικά μέ τόν χαρακτῆρα τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ποιός λογοδοτεῖ σέ ποιόν;»[xlix]

  Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἑρμηνεῖες δέν καθίσταται ἀναντιλέκτως σαφές ἄν ὁ Αἰσχύλος ἦταν ὑπέρ ἤ κατά τῆς μεταρρύθμισης τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ὁ Alan H. Sommerstein ὑποστηρίζει ὅτι καί ἄν ἀκόμη ὁ Αἰσχύλος ἐτάσσετο ὑπέρ τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Ἐφιάλτη, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦταν ὑπέρμαχος τῆς ριζοσπαστικῆς δημοκρατίας: «Τό ὅτι ἦταν ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ὑποστηρικτής μᾶλλον τοῦ Ἐφιάλτη καί τοῦ Περικλῆ παρά τοῦ Κίμωνος δέν συνεπάγεται ὑποχρεωτικά ὅτι καί ὁ ἴδιος ὑπεστήριζε ἐνθέρμως στόν τόπο του τήν ριζοσπαστικήν δημοκρατία».[l]

 Ἡ μετριοπάθεια εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας καί τοῦ ἔργου τοῦ Αἰσχύλου. Ἡ ριζοσπαστικότητα καί ἡ ἀκρότητα ἦσαν ξένες στόν χαρακτῆρα του.

3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

  Ὁ Αἰσχύλος ἔζησε, ἔδρασε καί δημιούργησε τίς τραγωδίες κατά τά χρόνια στά ὁποῖα ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία ἐγκαθιδρύθηκε, στερεώθηκε, διευρύνθηκε καί ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν ἕνας μετριοπαθής δημοκράτης. Ὑπῆρξε σταθερά προσηλωμένος στά δημοκρατικά ἰδεώδη τῆς πόλεώς του, χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές. Αὐτό τό “μάθημα” προσπάθησε νά μεταδώσει στούς συμπολῖτες του μέ τίς τραγωδίες του: τήν μεσότητα καί τήν ἀποφυγή τῆς ὀλέθριας ἀμετρίας-ὑπερβολῆς. Εἶναι ἀμφίβολο κατά πόσον τό ἐγκολπώθηκαν οἱ ἑπόμενες γενεές τῶν Ἀθηναίων. Ἡ Σικελική ἐκστρατεία κατέληξε σέ ὁλοκληρωτική καταστροφή τῶν Ἀθηναίων. Οἱ Ἀθηναῖοι δέν διδάχτηκαν ἀπό τή σοφή παραίνεση τοῦ Αἰσχύλου στόν Ἀγαμέμνονα στιχ. 472: “μήτ᾿ εἴην πτολιπόρθης” (μετάφραση: «ποτέ νά μή γινόμουν πορθητής στίς πόλεις»). Δέν ἔμαθαν, ὅπως καί οἱ Πέρσες, τήν σοφία τοῦ μηδέν ἄγαν. Μάταια προσπάθησε ὁ Αἰσχύλος νά τούς διδάξει τή μετριοπαθῆ χρήση τῆς ἐξουσίας καί τήν ἀποφυγή τῆς καταχρήσεώς της.Ἤσκησαν μία ἡγεμονική πολιτική πού ὑπερέβη τό μέτρο ἔφθασε στήν ὕβριν καί ἐπακολούθησε ἡ ἄτη, ἡ καταστροφή.

Σημειώσεις

[i] Ulrich von Wilamowtz-Moellendorff, Ἡ Ἀττική τραγωδία. Γένεση καί διαμόρφωση ἑνός εἴδους, μετάφραση Ἠλίας Τσιριγκάκης, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ι. Ἰακώβ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 65

[ii] Jean-Pierre Vernant, Μῦθος καί σκέψη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Στέλλα Γεωργούδη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 27

[iii] Δανιήλ Ἰ. Ἰακώβ, Ἡ ποιητική τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2001. σελ. 55-56

[iv] Neil Croally, “ Ὁ παιδευτικός χαρακτήρας τῆς τραγωδίας” στό Justina Gregory,   Ὄψεις καί θέματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, 31 εἰσαγωγικά δοκίμια, μετάφραση Μαρία Καίσαρ, Ὄλγα Μπεζαντάκου, Γαρυφαλλιά Φιλίππου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ι. Ἰακώβ, ἐκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2010, σελ. 92

[v] Simon Goldhill, Αἰσχύλου Ὀρέστεια, μετάφραση Ἀργύρης Παπασυριόπουλος, Ἰνστιτοῦτο τοῦ βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2008, σελ. 56

[vi] Neil Croally, “ Ὁ παιδευτικός χαρακτήρας τῆς τραγωδίας” στό Justina Gregory,   Ὄψεις καί θέματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, 31 εἰσαγωγικά δοκίμια, μετάφραση Μαρία Καίσαρ, Ὄλγα Μπεζαντάκου, Γαρυφαλλιά Φιλίππου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ι. Ἰακώβ, ἐκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2010, σελ. 95

[vii] Christian Meier, Ἡ Ἑλληνική καταγωγή τῆς πολιτικῆς, μετάφραση Νίκος Στεφάνου, ἐκδ, Χιωτέλλη, Ἀθήνα 2007, σελ. 56

[viii] Ἡ λέξη δῆμος ἔχει διττή σημασία στά ἀρχαῖα ἑλληνικά: σήμαινε α) τήν ὁλότητα τῶν πολιτῶν τῆς ἐλεύθερης πολιτείας καί β) τό κατώτερο κοινωνικό στρῶμα κατ᾿ ἀντιδιαστολήν πρός τούς ἀρίστους (βλ. Ἰωάνν. Σ. Τουλουμάκου, Ἡ θεωρητική θεμελίωση τῆς δημοκρατίας στήν κλασσική Ἑλλάδα, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1979, σσ. 10 καί 143),

[ix] Αἰσχύλου, Πέρσαι στιχ.211-214

[x] Αἰσχύλου, Πέρσαι, μετάφραση Τ. Βουρνᾶς, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 31

[xi] Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1277 b   13-16

[xii] Ἀριστοτέλης Πολιτικά III, IV,πρόλογος Σωκράτης Δεληβογιατζῆς, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πηνελόπη Τζιώκα-Εὐαγγέλου, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 109

[xiii]  Στό λεξικό Liddel-Scott στό λῆμμα εὐθύνη διαβάζουμε «ἐν Ἀθήναις λογοδοσία, ἥν ὑπεχρεοῦτο πᾶς δημόσιος ὑπάλληλος νά δώσῃ κατά τό τέλος τῆς δημοσίας αὑτοῦ ὑπηρεσίας», ἐνῶ στό πληθυντικό εὔθυναι διαβάζουμε «ἐάν τις ἤθελε νά κατηγορήσῃ τινά ἄρξαντα ἤ διοικήσαντα τι τῶν δημοσίων ἐπί κακῇ διαχειρίσει δημοσίων χρημάτων, ἠδύνατο νά φέρῃ τήν ὑπόθεσιν ἐνώπιον τῶν λογιστῶν, καί αὕτη ἡ νομική ἐνέργεια ὠνομάζετο ἐπίσης εὔθυναι».

[xiv] Σάϊμον Γκόλντχιλ, Ἔρωτας καί τραγωδία, μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2004, σελ. 257

[xv] Jean-Pierre Vernant, Οἱ ἀπαρχές τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, μετάφραση Ἑλένη Κακοσαίου-Νικολούδη, ἐπιμέλεια-εἰσαγωγή Ἠ. Π. Νικολούδης, ἐκδ.  Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1992, σελ. 82

[xvi] Κώστας Γεωργουσόπουλος,  Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία 13 Ὀκτωβρίου 2013, σελ. 54

[xvii] Suzanne Saïd,“ Ἡ τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου”, στό Justina Gregory,   Ὄψεις καί θέματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, 31 εἰσαγωγικά δοκίμια, μετάφραση Μαρία Καίσαρ, Ὄλγα Μπεζαντάκου, Γαρυφαλλιά Φιλίππου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ι. Ἰακώβ, ἐκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2010, σελ. 304

[xviii] Μπάμπης Στεφ. Ἠσαΐας, Ἡ ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία ἀπό μία ἄλλη σκοπιά, τόμος Α΄, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθήνα 2006, σελ. 313

[xix] Στάθη Ἰωαν. Δρομάζου,  Ἀρχαῖο δρᾶμα, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1985, σελ. 14

[xx] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες στιχ. 365-369

[xxi] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, εἰσαγωγή-σχόλια, Ἀθ. Φραγκούλης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 63

[xxii] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες στιχ. 396-401

[xxiii]Αἰσχύλου Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, εἰσαγωγή-σχόλια, Ἀθ. Φραγκούλης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 65

[xxiv] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, εἰσαγωγή-σχόλια, Ἀθ. Φραγκούλης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 87

[xxv]  Στό Λεξικό Liddel-Scott στό λῆμμα πληθύνω δίδεται ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία: «φέρω εἰς πέρας διά πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω»

[xxvi] «Ἡ ἰσονομία καί ἡ ἰσοκρατία εἶναι οὐσιώδεις ἀρχές τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας. Καί ὡς πρός μέν τήν ἰσονομία, νοουμένη ὡς ἰσότητα ὅλων τῶν πολιτῶν ἐνώπιον τοῦ νόμου, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι μιά ἀρχή πού ἱκανοποιεῖ καθολικά τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ δημοκρατικοῦ ἀνθρώπου· ὡς ἐκ τούτου δέν ἀμφισβητεῖται οὔτε ἐγείρονται μεγάλα προβλήματα ὡς πρός τόν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς της. Τό ἴδιο ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά λεχθῆ καί γιά τήν ἀρχή τῆς ἰσοκρατίας. Ἡ ἀρχή αὐτή ἐπιδέχεται διάφορες ἑρμηνεῖες, ὅπως εἶναι οἱ ἀκόλουθες:

   α. Ἡ ἰσοκρατία, νοουμένη ὡς ἰσότητα δικαιωμάτων γιά τήν ἀνάδειξη στίς ἀρχές, μπορεῖ νά νοηθῆ ὡς ἡ δυνατότητα πού ἔχει κάποιος νά ἐκφράσει τή βούλησή του καί νά ἐπιδιώξει τήν νόμιμη κατάληψη τῆς ἀρχῆς ἐξασφαλίζων ὑπέρ αὐτοὺ τήν πλειονοψηφία τοῦ δήμου (ἀνάδειξη στήν ἀρχή διά τῆς ψήφου).

   β. Ἡ ἰσοκρατία μπορεῖ νά νοηθῆ ὡς ἡ καθιέρωση μιᾶς διαδικασίας πού ὁρίζει τήν κατά σειρά κατάληψη μιᾶς ἀρχῆς γιά ἄσκηση τῆς ἐξουσίας καί

   γ. Ὡς ἰσοκρατία μπορεῖ νά νοηθῆ ἡ δυνάτότητα πού ἔχουν ὅλοι οἱ πολῖτες νά καταλαμβάνουν ἤ νά ἀνέρχονται στίς ἀρχές διά τοῦ κλήρου (ἡ διά τοῦ πάλου ἀρχή)». (Κωνσταντίνου Βουδούρη, “Ἰωνική διανόηση καί ἰσοκρατία”, στήν Ἑλληνική Φιλοσοφική Ἐπιθεώρηση, τόμος 13, τεῦχος 39, Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 1996, σσ. 237-238). Πάλος εἶναι κατά τό λεξικό Liddel-Scott «ὁ κλῆρος ὁ ἐκπηδῶν ἐκ τῆς σειομένης περικεφαλαίας» καί γενικά ὁ κλῆρος.

[xxvii] Ἰωάννου Σ. Τουλουμάκου, ἔνθ. ἀν., σελ. 28

[xxviii] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες στιχ. 942-944

[xxix] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, εἰσαγωγή-σχόλια, Ἀθ. Φραγκούλης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 105

[xxx] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες στιχ. 963-965

[xxxi] Αἰσχύλου Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, εἰσαγωγή-σχόλια, Ἀθ. Φραγκούλης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997, σελ. 105

[xxxii] Στάθη Ἰωαν. Δρομάζου, ἔνθ. ἀν., σελ. 31

[xxxiii] Τζώρτζ Τόμσον, Αἰσχύλος καί Ἀθήνα (Β′), μετάφραση Γιάννης Βιστάκης-Φώτης Ἀποστολόπουλος, ἐκδ. Θεωρία, Ἀθήνα 1983, σελ. 140

[xxxiv] Μπάμπη Στεφ. Ἠσαΐα, Ἡ ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία ἀπό μιά ἄλλη σκοπιά, τόμος Α΄, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθῆναι 2006, σελ. 362-363

[xxxv] Θουκυδίδη Ἱστορία, Βιβλίο Β, 37, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 259

[xxxvi] Βλ. Gilbert Murray, Αἰσχύλος ὁ δημιουργός τῆς τραγωδίας, μετάφραση Βασιλείου Μανδηλαρᾶ, ἐκδόσεις Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1993, σελ. 153

[xxxvii] Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων πολιτεία, ΙΙΙ, 6. Βέβαια ὅσα γράφει ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρονται στήν ἀπωτάτη, ἀρχαϊκή ἐποχή. Ὅμως καί στήν ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου διατηροῦσε πολλά παλαιά προνόμια, ὅπως νά εἶναι ὁ “ἐπίσκοπος”, δηλαδή ὁ ἐπιτηρητής τῆς ὁμαλῆς λειτουργίας τοῦ πολιτεύματος, ἀκόμη δέ τόν ἀριστοκρατικό καί ἰσόβιο χαρακτήρα του

[xxxviii] Αριστοτέλους, Ἀθηναίων πολιτεία, ΙΙΙ, 6, προλεγόμενα Γ. Κορδᾶτος, μετάφραση Γ. Κοτζιούλας, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 59-61

[xxxix] Πλουτάρχου, Κίμων 15

[xl] Θουκυδίδη, Ἱστορίαι, 1, 140

[xli] Θουκιδίδου, Ἱστορίαι, ΙΙ, 8

[xlii]Θουκυδίδου Ἱστορίαι, τόμος πρῶτος, βιβλίον I καί II, μετάφρασις ὑπό Ἰωάννου Σταματάκου, ἔκδοσις τρίτη, ἐκδ. οἶκος Δημ Δημητράκου ΑΕ, Ἀθῆναι 1939, σελ. 249

[xliii] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἑστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 193 (Εὐμενίδες, στιχ.681-709)

[xliv] Τζώρτζ Τόμσον, ἔνθ.ἀν. , σσ.113 καί 174

[xlv] Τζώρτζ Τόμσον, ἔνθ. ἀν. , σσ. 107-108

[xlvi] Γιάνη Κορδάτου, Ἡ ἀρχαία τραγωδία καί κωμωδία. Ποιές εἶναι οἱ κοινωνικές ρίζες τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ θεάτρου, Ε′ ἔκδοση, ἐκδόσεις Μπουκουμάνη, Ἀθήνα 1974, σελ. 214

[xlvii] Αἰσχύλου Εὐμενίδες, Κριτική καί ἑρμηνευτική ἔκδοση τοῦ A.H. Sommerstein, μετάφραση Νικολάου Γεωργαντζόγλου, Κλασσική βιβλιοθήκη Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2000, σελ. 317

[xlviii] Αἰσχύλου Εὐμενίδες, Κριτική καί ἑρμηνευτική ἔκδοση τοῦ A.H. Sommerstein, μετάφραση Νικολάου Γεωργαντζόγλου, Κλασσική βιβλιοθήκη Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2000, σελ. 318

[xlix] Simon Goldhill, Αἰσχύλου Ὀρέστεια, μετάφραση Ἀργύρης Παπασυριόπουλος, Ἰνστιτοῦτο τοῦ βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2008, σσ. 185-186

[l] Αἰσχύλου Εὐμενίδες, Κριτική καί ἑρμηνευτική ἔκδοση τοῦ A.H. Sommerstein, μετάφραση Νικολάου Γεωργαντζόγλου, Κλασσική βιβλιοθήκη Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2000, σελ. 63

πηγή: Αντίφωνο

2 Σχόλια

  1. Εκπληκτικό άρθρο! Συγχαρητήρια Φώτη. Μια παρατήρηση μόνο: Στις διάφορες ελληνικές πόλεις, τα φτωχά στρώματα και οι δημοκρατικοί ήταν φίλα προσκείμενοι στην Αθήνα, ενώ οι αριστοκράτες κι οι ολιγαρχικοί υποστήριζαν την Σπάρτη. Η ένταξη μιας πόλεως στην Αθηναϊκή Συμμαχία σήμαινε, στις πλείστες περιπτώσεις, ανακατανομή της δυνάμεως και του πλούτου υπέρ των κατωτέρων τάξεων.

  2. Εὐχαριστώ, Γιῶργο, γιά τά καλά σου λόγια. Εὔστοχη ἡ παρατήρησή σου. Ἡ λέξη “δῆμος” εἶναι δίσημη: Σημαίνει και το σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν ἀλλά καί τούς πτωχούς. Ἡ γενική “Ἀθηναίων” στό φραστικό σύνολο “ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων” μπορεῖ να ἐκληφθεῖ εἴτε ὡς γενική κτητική, ὁπότε σημαίνει το σύνολο τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν, εἴτε ὡς γενική διαιρετική, ὁπότε σημαίνει τους φτωχούς ἀπό τους Αθηναίους πολῖτες. Πράγματι οἱ Ἀθηναῖοι ὅπου κυριαρχοῦσαν ἐπέβαλλαν δημοκρατικό πολίτευμα, ἐν ἀντιθέσει προς τους Σπαρτιάτες, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλλαν ὀλιγαρχικό πολίτευμα.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ