Ο Ισοκράτης επιλέγει
ΜΑΧΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΑΜΙΣΟΥΣ
Ήτον ακόμη στην αρχή του πολέμου και οι δυστυχίες δεν μας είχαν ακόμη υποχρεώσει να κλειστούμε στο κάστρο. Μας επολεμούσε ο σουλτάνος, αλλά είμαστε ακόμη δυνατοί και ελεύθεροι, ετρέχαμε από μίαν άκρη στην άλλη, να χτυπήσουμε τους εχθρούς, να προστατεύσουμε τους πατριώτας, οπού εκινδύνευαν. Ευρισκόμαστε μια μέρα, ενθυμούμαι, στο χωριό Πλέσια και όλα εφαίνοντο καλά και άξια, οι χωριανοί ήσαν ήσυχοι. Από μας άλλοι εξουρίζοντο, άλλοι επάστρευαν τα όπλα τους, άλλοι έψεναν στη στια κουλούρια να φάμε. Όταν νάσου και έρχεται ένας καπετάνιος με την συντροφιά του, γυρίζοντας από ένα από εκείνα τα συνηθισμένα κελεπούρια (=επιδρομαί μικρών συντροφιών κατά του εχθρού προς αναζήτησιν λείας) πού εκάναμε για να παραμονεύουμε τον εχθρό, για να κλεφτούμε ό,τι ετύχαινε, ζωντανά, στάρια, ό,τι ετύχαινε και πολλές φορές να σκοτώσουμε εχθρούς για να τους πάρουμε τα όπλα, χρήματα, σκουτιά.
Ο καπετάνιος έφερνε ένα σφαχτό για να το ψήσουν και μας είπε
— «Εκεί κάθεστε; Για εβγήτε σ' εκείνη τη ράχη να ιδήτε τί κατεβαίνει από τα Γιάννινα». Εσηκωθήκαμε όλοι, ανεβήκαμε απάνου στη ράχη του βουνού και τί είδαν τα μάτια μας;... Δύο χιλιάδες και απάνου Τούρκοι, κατεπάνου στο χωριό Δραμισιούς...
—«Παιδιά!» λέει ο Μάρκος «αν φύγουμε και πάμε στα σπίτια μας, όλοι θα χαθούν όσοι ευρίσκονται εδώ τριγύρου. Να πιάσουμε μεις πρώτοι, τους Δραμασιούς και ο θεός βοηθός. Κάλλιο να χαθούμε εμείς οι εξήντα παρά να χαθή τόσος λαός, εμπρός παλληκάρια».
Ήξευρε ο Μάρκος να ομιλή με ένα τρόπο, το πρόσωπο του είχε τόση ζωή, η φωνή του τόσο ήτο γλυκεία, τη γενναιότητα της καρδιάς του ήξερε να την ρίχνει μέσα στην καρδιά των συντρόφων του, ώστε μαζί με αυτόν καπετάνιο, όλοι εγένοντο ανδρείοι, παλληκάρια ωσάν και αυτόν. Τί άνθρωπος ήτον ο Μάρκος! Τί δυστύχημα να σκοτωθή τόσο νέος!. . .
Τα λόγια λοιπόν εκείνα του Μάρκου ακουστήκανε και όλοι μια είπαμε : -
- «Πάμε!.. . Εμπρός Μάρκο!»
Ο Μάρκος μας εμοίρασε τα φυσέκια, μας έβαλε σε τόσες συντροφιές, μας έδειξε τις θέσεις οπού έπρεπε να πιάσουμε και εκινήσαμε αποφασισμένοι. Αυτός επήρε μαζί του δέκα συντρόφους και επήγε δεξιά των Τούρκων πού κατεβαίνανε. Εμείς οι άλλες συντροφιές ετρέξαμε και επιάσαμε ταις θέσεις από την κορυφή του χωριού. Οι Τούρκοι ως τόσο εζύγωναν, οι τουφεκιές αρχίσανε να πέφτουν και ο πόλεμος επιάστηκε από όλα τα μέρη. Τρεις ώρες εκτυπούσαμε απάνου εις το σωρό και σωρό επέφτανε οι Τούρκοι. Δύο φορές έκαμαν γιουρούσι ( = έφοδον) για να μας διώξουν από τις θέσεις και δύο φορές τους εγύραμε πίσω. Εάν επιτυχαίνανε να μας βγάλουν από τις θέσεις, ούτε ένας από μας θα εγλύτωνε. Δεν εμπόρεσαν να μας διώξουν. Το τουφέκι μας τους εθέριζε!..θαύμα!. . . τους ενικήσαμε. . . Εφύγαμε, ετζακισθήκανε και νικηταί εμβήκαμε στους Δραμισιούς. Οι Τούρκοι φεύγοντας εσέρνανε τους σκοτωμένους, ωσάν νάσερναν προβιές στον κατήφορο από δυο την φορά. Όταν εφθάσανε στον κάμπο εσταθήκανε. Το Δραμισιούς ήτον ψηλά στο βουνό και τους εβλέπαμε, ήσαν πολλοί. Είχαν ίππικό και δεν μπορούσαμε να τους ξεκυνηγήσουμε, τους εκυττάζαμε με χέρια σταυροωμένα: Στο χωρίο εκαθήσαμε από κάτου από μια σκαμνιά.(=μουριά) Ο Μάρκος ερώτησε να μετρηθούν για να ιδούμε πόσοι από μας είχαν σκοτωθή. Εκετρηθήκαμε. . . Σκοτωμένος κανένας!... Ένας μοναχά είχε λαβωθή στο χέρι!. . . Ο Μάρκος τότες εσηκώθηκε, έβγαλε το φέσι του και ευχαρίστησε τον θεόν, ότι εις την φοβερά εκείνην μάχη οπού εβάσταξε τρεις ώρες κανένας από μας δεν έμεινε σκοτωμένος. Τα μάτια του εδακρύζανε!. . . Η χαρά μας ήτον μεγάλη. Με την λαμπράν εκείνη νίκη, εσώσαμε τους πατριώτας από βέβαιη μεγάλη καταστροφή. Εκαθήσαμε να φάμε. Είμαστε νηστικοί από την αυγή και επεινούσαμε φοβερά. Τί δεν μας έκαμαν οι Δραμισιώτες; Πόσος λαός δεν έτρεπε, εμαζώχτηκε από τα περίχωρα για να μας ιδούν!. . . Με τί περιέργεια, με τί μάτια μας εκύτταζαν.
Ενώ ακόμη είμαστε καθισμένοι, ήλθον στο χωριό δεκατρείς Λακκιώτες, οπού με χαρτιά επηγαίνανε στα Γιάννινα, ήλθαν και αυτοί να μας ιδούν, γιατί είχαν ακούσει τον πόλεμον, που δια τρεις ώρες είχαμε βαστάξει. Όταν τα έμαθαν όλα, όταν έμαθαν πως ετελείωσε ο πόλεμος για τους Τούρκους και όταν με τα μάτια τους είδαν την κακή κατάσταση, την αταξία, το πολύ κακό οπού εγένετο κάτω εις τον κάμπο ενθουσιαστήκανε, εζήλευσαν και αυτοί για πόλεμο και «θα πάμε και μεις, εφώναξαν, να σκοτώσουμε Τούρκους». Ο Μάρκος άκουσε αυτά τα ανόητα, τα τρελλά λόγια και επροσπάθησε να τους εμποδίσει
⁃ «θα χαθήτε όλοι σας, μωρές παιδιά, τους είπε, αν κατεβήτε στον κάμπο. Δεκατρείς είσαστε, τί θα μπορέσετε. . . να κάμετε; Μέσα σ' εκείνο τ’ ασκέρι, με καβαλλαρία, με κανόνια;» Δεν ηθέλησαν ν’ ακούσουν. .. Ήσαν ωσάν άνθρωποι μεθυσμένοι από τον ενθουσιασμό, οι δύστυχοι!...
⁃ «—θα πάμε να σκοτώσουμε Τούρκους, όπως μπορέσουμε». Ο Μάρκος από την οργή του δεν έβλεπε μπροστά του, δεν ήξερε τί έλεγε, μην ημπορώντας να τους εμπόδιση εφώναζε :
⁃ «Σκοτώσατέ τους, σεις παιδιά, θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων, θα τούς_πάρουν τα κεφάλια»__
⁃ Μεγάλη ατιμία, μεγάλη εντροπή, ήταν για μας, όταν οι Τούρκοι έκοβαν τα κεφάλια των παλληκαριών μας, και επάνω σε παλούκια τα φέρνανε γύρω στα χωριά, στις πολιτείες
⁃ (=πόλεις) θριαμβευτικώς για περιφρόνηση για να τρομάξουν τους Ρωμιούς, πολλές φορές τα έστελναν τα κεφάλια μας στην Κωνσταντινούπολι, και τότες ακόμη περισσότερη εντροπή, μεγαλύτερη ατιμία.
⁃ «Σκοτώσατέ τους παιδιά» εφώναζεν ο Μάρκος. Αλλά ποιος θά τους εσκότωνε, ούτε ο ίδιος που τόλεγε δεν το έκανε. Τους αφήσαμε, και αυτοί όλοι οι δεκατρείς επήρανε τρέχοντες τον κατήφορο. Τους εκυττάζαμε και τους εκλαίγαμε. Όταν εφθάσανε κάτω, εκάμανε φωτιά και οι δεκατρείς, απάνου στο σορό !, . . Οι Τούρκοι τους επερικυκλώσανε!. . . Εχαθήκανε. . . Επτά από τους δεκατρείς επετύχανε να πέσουν εις ένα τάφρο και εγλύτωσαν, οι άλλοι έξη δεν ημπόρεσαν να φύγουν και απάνου τους ωσάν λύκοι εχυθήκανε οι Τούρκοι. Η καβαλλαρία τους εσκόρπισε. Τρεις καβαλλαραίοι ξεκυνήγησαν τον Γιανναλέξη, γυρίζει ο Γανναλέξης, μπουκάρει το τουφέκι, βαρεί κατά του πρώτου, οπού τον είχε προφθάσει και αντίς να τον πετύχη επιτυχαίνει τ’ άλογο, κάτω και οι δύο, αλλά ο Τούρκος σηκώνεται, αναβαίνει πισωκάπουλα στ’ άλογο του συντρόφου του και τον προφθάνουν και οι δύο τον κακόμοιρον τον Γιανναλέξη. Ο δυστυχής δεν επρόφθασε να κρυφτή απάνου σε μια καρυδιά, οπου ήτανε εκεί κοντά — θα τον εγλυτώναμε ίσως. Τον είδαμε πού επολεμούσε πεζός με το γιαταγάνι, το τουφέκι το είχε αδειάσει και τόχε ρίξει. Οι τρεις Τούρκοι τον σκότωσαν με τις κουμπούρες των, του πήραν το κεφάλι, του έκοψαν τα δύο πουγγιά, γιατί επίστευαν να εύρουν χρήματα. Ήσαν μακρυά άπο τους πολλούς συντρόφους των, μας είδαν, έφυγαν, γιατί είμαστε έτοιμοι, να κατέβουμε.
Ο Γιαννελέξης ήτον άξιο παλληκάρι, του έπρεπε για καπετάνιος, αδίκως εχάθηκε! Ο Κολιομαντσιούκας είχε σπαθί και οι Τούρκοι κόσκινο τον έκαμαν από μακρυά με τα τουφέκια, γιατί εφοβούντο να τον ζυγώσουν, όταν έπεσε κομμάτια τον έκαμαν. Του είχαν τσακίσει τα δυο μπράτσα και τα εβλέπαμε που εκρέμαντο. Ο δύστυχος ! Τον Τασοκοκκίνη και αυτόν εξεκυνήγησαν τρεις καβαλλαραίοι. Εγονάτισε ο Τασοκοκκίνης επρόφτασε να γιόμιση το τουφέκι, όταν εζύγωσαν, ετράβηξε και εγκρέμισε από τ’ άλογον τον ένα, αλλά δεν είχε ούτε πιστολιές, ούτε σπαθί και τον έπιασαν ζωντανό. Τον τρύπησαν με τα γιαταγάνια. Το αίμα έτρεχε από όλο το σώμα του. Από τους πόνους εφώναζε. Έβγαζε κάτι φωνές πού μας εσπάραζαν την καρδιάν. Ο Μάρκος έξω φρενών από τη λύπη, ενώ έβλεπε εκείνα τα φρικτά πράγματα εφώναξε. . . τους αναθεμάτισε
⁃ «Δεν σας τόλεγα σκυλιά, δεν σας τόλεγα!»
⁃ Τους σκοτώνανε μπροστά στα μάτια και δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Έτσι εσκοτωθήκανε και τα δυο αδέλφια ο Ζώης Μότζης και ο Μπέλο Μότζης, πέντε όλοι. Εις όλους έκοψαν και επήραν τα κεφάλια. Για τον άλλο τον έκτο δεν εμάθαμε τί απέγινε, θα έφυγε; θα τον έπιασαν ζωντανόν; δεν είδαμε. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν ολίγη τάξη και εσύμασαν τον στρατό τους εσηκωθήκανε και εφύγανε στα Γιάννινα. Αφήσανε στον κάμπο ό,τι δεν ημπόρεσαν να πάρουν μαζί τους, με τόσην βία έφυγαν. Κατεβήκαμε τότες και με τα σχοινιά, οπού εφέρναμε πάντοτε απάνου μας για να δένουμε τα σφαχτά μας εκάμαμε με δυο ξύλα σκάλες (φορεία), εβάλαμε τα κορμιά εκείνων των πέντε δυστυχισμένων χριστιανών χωρίς κεφάλια τα πήραμε και τα εθάψαμε. Τί δεν ευρήκαμε στον κάμπο ! Ρύζια, παξιμάδια, τσαντήρια, ήτοι παβιλιόνια, όπλα κάθε λογής, φυσέκια. Μεταξύ των σκοτωμένων οπού δεν μπόρεσαν φαίνεται να πάρουν φεύγοντες ευρέθηκε και ένας, οπού από την φορεσιά του, εφαίνετο ωσάν κάποιος πολύ μεγάλος, πολύ πλούσιος, από την Πόλη. Τον είχαν όμως πρωτοϊδει άλλοι δικοί μας και του είχαν πάρει όλα τα όπλα, τουφέκι, πιστόλαις, σπαθί, γιαταγάνι, όλα ασημένια. Άν με είχε ακούσει η συντροφιά μου και είχαμε κατεβή από κει οπού τους είχα πει εγώ, θα τον ευρίσκαμε ημείς πρώτοι και τα ωραία εκείνα όπλα, εμείς θα τα παίρναμε. Άλλοι που τον ευρήκαν κατόπιν, για να του πάρουν τα όμορφα τζόχινα φορέματα, το λαμπρό κεμέρι, τον σήκωσαν και τον βαστούσαν ορθόν, και όλοι και ήσαν πολλοί, έκοβαν κομμάτια από πάνου του, φυλάγοντες τα χέρια τους, από τα ίδια τους μαχαίρια και τα γιαταγάνια, εκεί οπου έκοβαν όλοι. Άλλος του κατέβασε το βρακί, το μεταξωτό
⁃ —«Μωρέ τί κάνεις! του εφώναξαν, και του κατεβάζεις το βρακί;»
⁃ —«θα κάμω πεσελιά!»(=χρυσοποίκιλτο γιλέκο με χειρίδες) αποκρίθηκε και εξακολουθούσε να κάμη την δουλειά του. Τον αφήσανε ζόρκον (=ολόγυμνο) και για εντροπή όταν τον έρριξαν κάτου, τον σκέπασαν με κλαριά και φύλλα. Αλλά ο δυστυχής δεν ήτανε σκοτωμένος, είχε λιποθύμησει, μια μπάλλα τον είχε τρυπήσει στο λαιμό και του βγήκε από την πλάτη. Όταν ανελπίστως του εγύρισε η πνοή, έπειτα, από τόσα βάσανα οπού του έκαμαν, ο Μάρκος πού ευρέθηκε παρών τον ηρώτησε δια μέσου ενός Τούρκου δικού μας
⁃ —«Τί ερχόσασταν από την Πόλη να μας πολεμήσετε, τα σπίτια μας; Τί σας εκάμαμε;»
⁃ — «Με το στανιό μας φέρνανε. . . με το ξύλο μας έ’ μασαν. . .» αποκρίθηκε και η φωνή του μόλις ακούετο. Έπειτα από λίγο ένας από τους πέντε η έξη Τούρκους οπού επολεμούσανε με μας, βλέπουν ότι εκείνος ο δυστυχής δεν ήτο για ζωή, ψυχοπονώντας αυτόν, αλλά για να δείξη με μας όπου ήτον αληθινός φίλος μας του εβάρεσε μία πιστολιά και τον ξεμπέρδεψε.
Μεταξύ των εξήντα όπου επολεμήσαμε εις Δραμισιούς, ευρίσκονταν και, οι ρηθέντες πέντε ή έξη Τούρκοι σύμμαχοι τάχα, άλλα πραγματικώς ήσαν εχθροί μας. Στη φοβερή εκείνη μάχη στους Δραμισιούς τί έκαναν; Για να βοηθήσουν τους ομοθρήσκους των, όταν εγιόμιζαν τα τουφέκια τους έκοβαν με τα δόντια τα φυσέκια από την ανάποδη και έρριχναν τα βόλια στην γη. Ετραβούσαν για σμπάρο. Εκαταλάβαμε την προδοσία ύστερα, όταν δικοί μας εύρηκαν τα βόλια και με αυτά στα χέρια, επήγαν να τα δείξουν του Μάρκου και του είπαν :
⁃ «Για ιδές, την προδοσία των φίλων μας των Τούρκων !»
⁃ Ο Μάρκος για ν αποφυγή χειρότερα είπε :
⁃ «Ησυχάστε, μην κάμετε τίποτε, παιδιά! Αφήστε και τους διώχνουμε».
Απομνημονεύματα Σουλιώτου Αγωνιστή του 1821 Σ.Τζίπη εκδ. «Δωδώνη» σελ 62-66
Ο Ισοκράτης σχολιάζει
Εδώ, σ’ αυτή την αφήγηση του γέρο-Σουλιώτη, βλέπει ο καθένας πως πολέμαγαν οι Έλληνες την εποχή των Ναπολεόντιων Πολέμων. Βλέπει, ο καθένας, όλα αυτά που «καταγράφει» η «υπερπαραγωγή» του Σκάι. Μόνο που τα βλέπει....ανάποδα!!!
me sugxwreite gia ta greeklish(elleipsei logismikou) alla o mparmpa-Spuros o Tziphs egrapse gia to pws polemousan oi Arbanites Souliwtes kai oxi oloi oi Ellhnes etsi genika ki aorista!!!Giati o Isokraths den parathetei kai th selida 81(an thumamai kala) tou idioi bibliou?Egw san Arbaniths eniwsa polu sugkinhmenos pou s’authn thn ,”kataptusth” kata th gnwmh orismenwn,seira…diafwnw se para polla pragmata,polla ap’ta opoia anaferei kai o kurios Miltiadhs Salemhs, alla gia to rolo twn Arbanitwn einai h monoi pou milhsan.. gia prwth fora akousa na anaferontai oi progonoi mou…p.s.1OLA ta onomatepwnuma sto parapanw keimeno einai Arbanitika p.s.2oti anaferetai ws Tourkos sto parapanw keimeno einai eksislamismenos Albanos se antithesh me ton exonta ellhnikh suneidhsh ekxristianismeno Albano(kata Iwna Dragoumh) pou kaleitai Ellhn…H selida 81 to apodeiknuei…
Gewrgios Milt.Salemhs ennoousa…me sugxwreite!
Σιοκ Βαγγέλη, μην κολακεύεσαι από τα φτιασίδια της εκπομπής.
Είναι για ξεκάρφωμα. Το ψητό είναι αλλού.
Υπομονή. Θα γράψω και για τους Αρβανίτες.
Τώρα για το κείμενο του μπάρμπα Σπύρου.
Έτσι πολεμούσαν οι Αρβανίτες Έλληνες και ο τρόπος που πολεμούσαν εκείνοι ήταν και ο τρόπος που πολεμούσαν όλοι οι Έλληνες στην ξηρά.
Δεν υπήρχε άλλος.
Ισοκράτης
αντ’ αυτού
Γιώργος Μιλτ.Σαλεμής
Shok Giwrgo exw upopsh mou oti to zoumi einai allou…s’exw parakolouthhhsei,se ektimw kai sumfwnw se para polla shmeia me th skepsh sou.Auto pou eipa einai oti apoloustata o mparmpa-Phliotziphs periegrapse auton eidika ton tropo sugkroushs…to diko tou(den exw ta episthmonika exeggua kai ergaleia wste na kserw pws polemousan-sumperiferontan oi upoloipoi omoethneis,gia tous Arbanites antitheta kati skampazw:-))…se mia epoxh pou oi tautothtes akolouthousan ton ugih tropo(kata th gnwmh mou) sugkrothshs.Dhladh th sxesh,thn amesh kai biwmatikh.Emathan oi anthrwpoi na sxetizontai prwta me thn oikogeneia kai me to eikonostasi ths,meta me to maxala tous kai ta sogia-sumpetheria,epeita me to katounti kai tous Agious tou kai teleutaia me to “millet”-Genos(proswpika niwthw megaluterh anesh,eueliksia kai eustoxia ston oro “Rwmhos” para ston antistoixo “Ellhn”).
p.s.1
Zw sthn Italia ksereis mik kai exw thn tuxh na gnwrizw pollous Arberesh oi opoioi didaskontai th glwssa mas sto dhmosio sxoleio…emeis giati oxi?Telos pantwn megalh koubenta
p.s.2
t’ mas po t’ ntouas email im ga diaxeiristin t’ou tsoim.Do giam shoum gk’zouar t’ou nioxm gkapse ti ektimonj shum.