Πάνε σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που το περιοδικό “Αντί” δημοσίευσε το άρθρο μου “Οικολογία: Το Όπιο των Ακτιβιστών” (Ιούνιος 1990, τ. 440, σελ. 38-39). Το θυμήθηκε πρόσφατα ένας φίλος εκεί που συζητούσαμε σε μια παρέα για την “κλιματική αλλαγή”. “Δεν μας έφτανε η υπερθέρμανση του πλανήτη, έχουμε και τα μέτρα εναντίον της”, είπε ο φίλος, παραφράζοντας και επικαιροποιώντας με τον τρόπο του την ειρωνική κατακλείδα του άρθρου.
Γραμμένο σε πολεμικό ύφος, το άρθρο αυτό ήταν μια κριτική προς τη νεαρή, τότε, ιδεολογία της οικολογίας, που με την ορμή και τη φρεσκάδα της ερχόταν να διαδεχθεί τη συρρικνούμενη εκείνα τα χρόνια ιδεολογία της αριστεράς, έχοντας όμως τις ίδιες λίγο ως πολύ ψυχολογικές προδιαγραφές: Ενός εγκοσμιοκρατικού μεσιανισμού, που αντιμάχεται το κακό σε μια ριζική σύγκρουση ζωής και θανάτου, ώστε στο τέλος να ζήσουν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα. Αυτή την ψυχολογική μετάθεση από τη μια ιδεολογία στην άλλη ήταν που ήθελα κυρίως να επισημάνω τόσο με το περιεχόμενο όσο και με το ύφος του κειμένου, σε μια εποχή έντονης αισιοδοξίας, αλλά και των πρώτων αμφιβολιών για το μέλλον της πολιτικής οικολογίας στην Ελλάδα.
Θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψη του ότι την προηγούμενη μόλις χρονιά είχε ιδρυθεί το κόμμα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, οι οποίοι είχαν καταφέρει να περιλάβουν στους κόλπους τους τις περισσότερες οικολογικές κινήσεις της χώρας, συσπειρώνοντας και κάποιες ομάδες από τη ριζοσπαστική αριστερά (εξ ου και το “Εναλλακτικοί” ως δεύτερο συνθετικό στην ονομασία του κόμματος). Οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί λοιπόν είχαν πετύχει να εκπροσωπηθούν στο ελληνικό κοινοβούλιο, γεγονός που συνιστούσε φοβερή επιτυχία. Αυτό όμως αντί να δώσει ώθηση στο όλο εγχείρημα, είχε, αντιθέτως, φέρει στο προσκήνιο μια σειρά προβλήματα και αδυναμίες που τελικώς κατέληξαν στην αποτυχία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και σε αντίθεση με την κοινή τότε πεποίθηση που έριχνε την ευθύνη στην αδυναμία των Ελλήνων οικολόγων να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, εγώ θεωρούσα το πρόβλημα θα έπρεπε να αναζητηθεί όχι στις ιδιαίτερες αδυναμίες του ελληνικού οικολογικού εγχειρήματος, αλλά στον ίδιο τον ισχυρό ιδεολογικό πυρήνα της Οικολογίας αυτής καθεαυτής. Και είναι αυτό που προσπαθώ να αναπτύξω στο άρθρο.
Βέβαια, τρεις δεκαετίες μετά, ο οικολογικός λόγος έχει αλλάξει άρδην. Δύσκολα θα βρει κανείς στις σημερινές οικολογικές τάσεις κάποια ευθεία αναφορά σ’ αυτό που στο άρθρο κατονομάζω ως “πνευματικό πυρήνα” της οικολογίας. Οι ολιστικές αντιλήψεις, που τη δεκαετία του 80 ήταν κυρίαρχες, φλερτάροντας μάλιστα (άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε λιγότερο καθαρά) είτε με τις ανατολικές θρησκείες, είτε με τον παγανισμό ή με άλλες μορφές παραδοσιακής φυσιοκρατικής πνευματικότητας, βρίσκονται τώρα σε υποχώρηση. Τον τόνο πλέον στον οικολογικό χώρο δίνει μια μάλλον τεχνοκρατική, χρησιμοθηρική και ανθρωποκεντρική ρητορική, που δεν έχει καμία σχέση ούτε με τις μεταφυσικές ανησυχίες της αδικοχαμένης Πέτρας Κέλλυ, ηγέτιδας των Γερμανών Πρασίνων τη δεκαετία του 80, ούτε με την ολιστική-κοσμολογική προσέγγιση του φυσικού Φρίτγιοφ Κάπρα, συγγραφέα του “Το ταό και η φυσική” (1975), “Η κρίσιμη καμπή” (1982) κ.ά. Υπάρχουν βέβαια κάποιες εναλλακτικές ομάδες που αναφέρονται στη “μητέρα γη” και περιλαμβάνουν στην πρακτική τους διάφορες “παραδοσιακές” υποτίθεται τελετές, αλλά αυτές είναι μάλλον περιθωριακές. Και όπως λέω και στο άρθρο, δεν είναι αυτό το ζήτημα.
Αυτό που υποστηρίζω εκεί, και που κατ’ εμέ εξακολουθεί να ισχύει παρά τις οποιεσδήποτε αλλαγές, είναι ότι στον πυρήνα της οικολογικής αντίληψης βρίσκεται η ιδέα πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα επιμέρους τμήμα του ευρύτερου φυσικού κόσμου και πως, υπό το πρίσμα αυτό, οφείλει να ξαναδεί και τον εαυτό του και την παρέμβασή του στο περιβάλλον μέσα από μια λογική “σεβασμού των ορίων” (των φυσικών ορίων). Είτε αυτό το πούμε “εναρμόνιση”, είτε το πούμε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, είτε το περιγράψουμε με μια ολιστική-κοσμολογική γλώσσα ή τεχνοκρατικά και ανθρωποκεντρικά, το οικολογικό αίτημα, στον πυρήνα του, είναι αυτό: Ο άνθρωπος ως φυσικό ον οφείλει να προσαρμοστεί στα όρια που του θέτει η φύση.
Και είναι κακό αυτό; – θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, δεδομένου ότι η οικολογική αυτή αντίληψη έχει γίνει πια μέρος της διεθνούς κοινής λογικής. Δεν ξέρω – θα απαντούσα. Πάντως, αν αυτό το παλιό αυτό άρθρο είναι σε κάτι επίκαιρο, είναι ακριβώς σ’ αυτό. Στο ότι θέτει αυτήν την κοινή, πλέον, αντίληψη υπό ερωτηματικό.
Το άρθρο δεν προχωρά πέρα απ’ αυτό το ερωτηματικό. Δεν προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση. Δεν το έκανα τότε, και δεν προτίθεμαι να το κάνω ούτε τώρα μ’ αυτή και μόνο την αφορμή της αναδημοσίευσης του παλιού άρθρου. Θα χρειαζόταν μια πολύ πιο συστηματική και πιο εκτεταμένη μελέτη.
Για την ώρα θα μπορούσα να πω μόνο τούτο: Πως για μένα, ως χριστιανό, υπάρχει μια εναλλακτική προσέγγιση στην ιδέα της φυσικής αρμονίας και στο οικολογικό ιδεώδες της εναρμόνισης με τη φύση, κι αυτή είναι η αγάπη. Η αγάπη, χωρίς να αναιρεί τη φύση, την υπερβαίνει. Η οντολογική ελευθερία που επαγγέλλεται το χριστιανικό ευαγγέλιο είναι υπέρτερη κάθε φυσικού περιορισμού. Υπ’ αυτή την έννοια το αντίθετο της αυθαιρεσίας και του δαιμονικού δεν είναι η θεληματική αυτοσυγκράτηση και προσαρμογή του ανθρώπου στη φυσική του θέση ως “μορίου” του σύμπαντος, αλλά η απεριόριστη δημιουργική ελευθερία του ως κυρίου του κόσμου και συνδημιουργού του Θεού.
Όμως εδώ ακριβώς αγγίζουμε το αγκάθι που συνιστά για την οικολογία η λεγόμενη “ιουδαιοχριστιανική” παράδοση. Κι όπου η χριστιανική εκκλησία κρύβεται πολλές φορές πίσω από το δάχτυλό της, πίσω από μια απολογητική φιλοπεριβαλλοντική ανάγνωση της βίβλου και της χριστιανικής παράδοσης. Στάση που δεν οδηγεί πολύ μακριά. Για να υπάρξει κάποια ουσιαστική συνεννόηση πάνω σ’ αυτό χρειάζεται ένας μακρύς και βαθύς διάλογος ανάμεσα στην ολιστική και τη βιβλική θεώρηση του ανθρώπου και του κόσμου. Ένας διάλογος που θα πάει πέρα από τις αμοιβαίες αβροφροσύνες και την πρακτική και μόνο συμπόρευση οικολογικών και θρησκευτικών θεσμών σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας(*). Προσωπικά, παρά την κριτική διάθεση που αποπνέει το άρθρο του “Αντί”, είμαι θερμός οπαδός ενός τέτοιου διαλόγου και ελπίζω στην ουσιαστική αλληλοκατανόηση και την προσέγγιση που θα προκύψει μέσα απ’ αυτόν.
(*) Μ’ αυτή την ευκαιρία θα ήθελα να προσθέσω στα παραπάνω και κάτι ακόμα. Πώς πέρα από την κριτική στην οικολογία, υπήρχε κι ένα δεύτερο κίνητρο που με οδήγησε στο άρθρο του “Αντί”, όσο κι αν αυτό δεν κατονομάζεται ούτε διαφαίνεται με οποιονδήποτε τρόπο στα γραφόμενα. Έχει να κάνει με τις πρώιμες εκείνα τα χρόνια, αλλά σαφείς ενδείξεις θετικού ενδιαφέροντος του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Δημητρίου για τα περιβαλλοντικά θέματα· αρκετά δηλαδή πριν τις τελικές περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες του νυν Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Θυμίζω την 3η Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1986 στη Γενεύη, τα δύο Διορθόδοξα Οικολογικά Συνέδρια (το 1987 στη Σόφια και το 1988 στην Πάτμο), την Πατριαρχική Εγκύκλιο τα Χριστούγεννα του 1998, και κυρίως το Πατριαρχικό Μήνυμα τον Σεπτέμβριο του 1989, με το οποίο και καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως “ημέρα προσευχής και ικεσίας της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος”. Δεν είχα προσωπικά κανέναν λόγο να είμαι αντίθετος σε όλα αυτά – κάθε άλλο. Είχα εντούτοις την έγνοια μήπως όλη αυτή η ιστορία, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επικοινωνιακή προσαρμογή της “ορθόδοξης ατζέντας” στα ζητήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη, κατ’ απομίμηση αντίστοιχων πρωτοβουλιών Καθολικών και Προτεσταντών, χωρίς τον απαραίτητο υποψιασμό για το πνευματικό υπόστρωμα των οικολογικών αντιλήψεων. Έτσι τουλάχιστον το αντιλαμβανόμουν εκείνη την περίοδο, κι αυτός ήταν για μένα ένας ακόμα λόγος να δείξω πως πέρα από τη μέριμνα για το περιβαλλοντικά προβλήματα η Οικολογία έχει και έναν πνευματικό πυρήνα, που θα πρέπει κανείς να τον γνωρίζει αν είναι να μπει σε μια συζήτηση μαζί της.
Για το αρχικό άρθρο βλ. Β. Ξυδιάς, “Οικολογία: Το Όπιο των Ακτιβιστών” (περιοδικό “Αντί”, Ιούνιος 1990, τ. 440, σελ. 38-39).
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Χρήστου Γαρουφαλή.
πηγή: Aντίφωνο