Στάθης Κομνηνός
Ο Εφραίμ ο Σύρος ζει τον 4ο μ.Χ αιώνα. Με άλλα λόγια, στον χρυσό αιώνα των θεολογικών γραμμάτων και της επιχειρούμενης ελληνοχριστιανικής σύνθεσης. Γενέθλια πόλη του η Νίσιβις, πολιτικό και εμπορικό κέντρο της Βορειοανατολικής Μεσοποταμίας, όπου φιλοξενούνται αραμαίοι, άραβες, εβραίοι,
πέρσες, έλληνες και όπου εξακολουθούν τον 4ο μ.Χ. αιώνα να λατρεύονται αραμαϊκές ζευγαρωτές θεότητες φοινικικής καταγωγής (οι βααλίμ των εβδομήκοντα, δηλαδή οι Κύριοι, οι Ιδιοκτήτες, οι Σύζυγοι κατά μετάφραση) καθώς και βαβυλωνιακές θεότητες. Άνετα θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια de facto δίγλωσση κοινωνία, ελληνόφωνη και αραμαιόφωνη, εντός της οποίας έδρασε ο Εφραίμ. Ο Εφραίμ ανήκει στην αραμαϊκή κοινότητα της πόλης και γεννιέται στην πρώτη δεκαετία του 300 μ.Χ (γύρω στο 306). Είναι ο αιώνας όπου η χριστιανική κοινότητα, μετά από ασυμβίβαστη και περιθωριακή πορεία τριών αιώνων, θα κουραστεί, θα υποκύψει και θα μπει στην αδιέξοδη και εκφυλιστική περιπέτεια να χαρακτηρισθεί επίσημη κρατική θρησκεία (!). Περιπέτεια απ’ την οποία δεν ανένηψε ποτέ. Ο αντιπαύλειος συσχηματισμός με «τας αρχάς και τας εξουσίας» είχε, πια, μπει σε κίνηση, με όλες τις δυνατές δικαιολογίες που θα μπορούσε κανείς να εφεύρει. Μάλιστα, διατρέχοντας με γρήγορη ματιά το πεδίο της ιστορικής πορείας της εκκλησίας, ο ιστορικός θα μπορούσε εύκολα να πει, πως η εκκλησία με την κίνησή της αυτή αντέστρεψε, ολωσδιόλου ακούσια και αναπάντεχα, τη φύση της περιθωριακότητάς της : κατέστη μονίμως περιθωριακή και μειοψηφική εκ των ένδον (Μεγ. Αθανάσιος, Μεγ.Βασίλειος, Ιω.Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς κ.α.), αντί της περιθωριακότητας, έναντι των φορέων της έξωθεν και κρατικής εξουσίας, που βίωνε μέχρι τότε.
Η αντίδραση μέρους του χριστεπώνυμου πληρώματος, στην εκκοσμικευμένη αυτή στάση τού κρατικοποιημένου και ως εκ τούτου, κατά φυσική συνέπεια, ιδεολογικοποιημένου χριστιανισμού, είναι η φυγή προς την έρημο και η ασυμβίβαστη – αρχικά – ασκητική εμβίωση του χριστιανικού μηνύματος. Ο Εφραίμ αναπτύσσεται στο ασκητικό περιβάλλον του επισκόπου Νισίβεως Ιάκωβου, χειροτονείται διάκονος και ζει μεταξύ Νισίβεως και Έδεσσας. Εγκολπώνεται ασκητικές και ερημιτικές πρακτικές, όμως δεν εγκαταλείπει τον κοινωνικό βίο εντός των πλαισίων της πόλης. Η εγκόλπωση αυτή ασκητικών ιδανικών είναι έκδηλη στα συγγράματά του που έχουν διδακτικό, κηρυγματικό ή ερμηνευτικό περιεχόμενο. Το οικογενειακό του περιβάλλον μοιάζει να είναι θρησκευτικό, εξ όσων αφήνεται να διαφανούν μέσα από το υμνογραφικό του έργο, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν πως ο πατέρας του ήταν εθνικός (ειδωλολάτρης) ιερέας. Ο Ιάκωβος, που το όνομά του παρουσιάζεται μεταξύ όσων υπέγραψαν την πρώτη οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ), τον κατέστησε διδάσκαλο της τοπικής χριστιανικής κοινότητας και ο Εφραίμ αποδύθηκε, έκτοτε, στο έργο οικοδομής των πιστών. Το όνομά του συνδέεται με τη σχολή της Νισίβεως, της οποίας θεωρείται ιδρυτής.
………………………………………………………………
– Συγγραφή
Η συγγραφική παραγωγή του Εφραίμ είναι ευρύτατη και σημαδεύει καίρια τη συριακή/αραμαϊκή λόγια παράδοση μέχρι και τον έβδομο αιώνα.Έκτοτε, η επιρροή της μειώνεται αισθητά μέχρι που σχεδόν εξαφανίζεται, με την δυναμική είσοδο των αράβων και της αραβικής γλώσσας, τόσο στον συριακό χώρο όσο και στο χώρο της μέσης ανατολής και ευρύτερα – μια γλωσσική-πολιτισμική «αντεκδίκηση», θα χαριτολογούσε κανείς, για την αντίστοιχη αραμαϊκή σθεναρή επικράτηση, επί του κοινού σημιτικού στοιχείου, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στον ελληνικό χώρο, αντίθετα με την κατάστασή που επικράτησε στην ίδια του την πατρίδα, το έργο του Εφραίμ αποτέλεσε σταθερή αξία και αναφορά, ειδικά στις μοναστικές κοινότητες και λιγότερο στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο.
Παρεκβατικά, ωστόσο, θέλω να παρατηρήσω πως αυτό δεν αρκεί για να αθωώσει, κατά τη γνώμη μου, την απαράδεκτη, αμαθή, απαξιωτική, αυτιστική και, ως εκ τούτου, επηρμένη και συμπλεγματική αδιαφορία και στάση της ελληνικής διανόησης για τέτοιου είδους κείμενα, αλλά και γενικότερα για την συγγραφική μαρτυρία τής πατερικής γραμματείας, τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα και ύστερα και, ειδικότερα, την ολότελα επαρχιωτική, περιφερειακή και τεταρτοκοσμική στάση της κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Εννοώ, πως είναι αυτονόητο και φυσικό για τον ευρωπαίο λογοτέχνη, ακριβώς κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο στη Δύση, ξεκινώντας από τον Ραμπελέ και φτάνοντας μέχρι τον Έλιοτ, δηλαδή κατά τους 15ο-20ο αιώνες, να διαλέγεται και να τελεί σε αναφορά με την πνευματική παράδοση του δυτικού χριστιανισμού, όπως, με μιαν ολωσδιόλου απλή και επιφανειακή ματιά, μπορεί να φανεί από την εμπλοκή του Αγ. Ιωάννη του Σταυρού ή της Αγ. Θηρεσίας της Άβιλα, για να περιορισθώ σε δύο χτυπητά παραδείγματα, στην δυτική λογοτεχνική και ποιητική παράδοση. Παράδοση την οποία κρίνει, σε κάποια στιγμή, πως οφείλει να γνωρίζει και να ενσωματώσει, ίσως ακόμη, στο έργο του, ο δυστυχής και θλιβερός μιμητής έλλην λογοτέχνης (δευτεροκλασάτος, πάντα, στη γόνιμη λογοτεχνική ενσωμάτωση των φυσικών παρακαταθηκών που διαθέτει ο δυτικοευρωπαίος ομόλογός του), αλλά που, από την άλλη μεριά, παρουσιάζει ενοχλητική, κάποτε, άγνοια και υπνώττουσα αδιαφορία ή περιγελαστικό μειδίαμα για εκείνα που ο Πίνδαρος χαρακτήριζε επιχώρια. Μαθημένος να αγοράζει γρήγορα, φτηνά και στο πεζοδρόμιο ό,τι κυκλοφορεί στην ευρωπαϊκή, κυριότατα, αγορά, δεν διανοείται καν πως έχει τη στοιχειώδη υποχρέωση να διεξέλθει, μέσες-άκρες έστω, σύνολη την πνευματική παρακαταθήκη της χώρας του, αλλά και της γειτονιάς του. Επιστρέφοντας στην αρχή αυτής της παρέκβασης, επισημαίνω πως, φυσικά, η ίδια μομφή, για να είμαστε δίκαιοι, θα μπορούσε με περισσή ευκολία να επιρριφθεί εξίσου και στην αντίθετη πλευρά, εκείνη του εκκλησιαστικού/θεολογικού χώρου, ο οποίος εμμένοντας αυτάρεσκα και αυτοϊκανοποιούμενος, κατά το βολικό κληροδότημα του Αυνάν της Γενέσεως, σε μιαν ιδιότυπη και μονόφθαλμη κατοχή της αλήθειας, αγνοεί επιδεικτικά, με άλλοθι και συγκάλυψη της στάσης του αναχωρητικές φανφάρες, την πνευματική λογοτεχνική και ποιητική παράδοση και τους έγκοπους άθλους που έχει επιτελέσει η…θύραθεν (!) κατ’αυτόν «πνευματικότητα».
……………………………………………………….
Στο σημείο αυτό, αξίζει, νομίζω, η παρατήρηση ότι δια του έξαλλου παραδείγματος τού Εφραίμ να επιχειρήσει ποιητική επέλαση επί κάθε μορφής λόγου και λογοτεχνικού είδους (ομιλίες, κηρύγματα, αντιρρητικά έργα κ.α.), κάτι ανεπανάληπτο, νομίζω, στην πατερική γραμματεία, και να τα προσαρτίσει στην επικράτεια της Ποίησης, έχουμε ένα φαινόμενο, που σίγουρα μπορεί να σχολιάσει τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα και να διαλεχθεί μαζί της, και εννοώ την κλίση τής λογοτεχνικής ζυγαριάς, τα τελευταία 30 χρόνια, υπέρ του μυθιστορήματος και κάθε είδους πεζού λόγου εις βάρος της Ποιήσεως, μέχρι του σημείου τής επιδεικτικής και αλαζονικής απαξίωσης τής Ποίησης και της περιθωριοποίησής της, με την υφέρπουσα και ανομολόγητη κατηγορία τής γραφικότητας ή, την άλλην εκφρασμένη, τού ονειροπολήματος. Θα χαρακτήριζα την πραγματικότητα αυτή, κατανοητή ανθρωπολογική μετατόπιση και, δυστυχώς, αντιρεαλιστική, άκρως ουτοπική και βαθιά φαντασιώδη. Μια επικίνδυνη μείωση των αξιώσεων τής κοινωνίας από τον ίδιο τον εαυτό της., που είναι σαν να πετά θεμελιώδη εργαλεία Ζωής από το παράθυρο, αυταπατώμενη πως στις ανθρώπινες κατοικίες δεν χρειάζεται ο αέρας ως οργανικό στοιχείο του Οίκου (!) (έκτυπο παράδειγμα, η δόμηση και τα δομικά υλικά των πόλεων στις σύγχρονες κοινωνίες), παρά μόνο το γεώδες υλικό ως ο πλίνθος και το τούβλο και σμικρύνοντας, απελπιστικά, τον ορίζοντα θέασης και βίωσης του γεγονότος του Υπάρχειν εν κόσμω, στα όρια του βηματισμού και της μανιχαϊστικής έκφρασης εύληπτων νοημάτων. Λες και το απορείν παύει να υπάρχει μπροστά στο ίδιο, απλά, κρυπτικό φαινόμενο της θάλασσας. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να κρίνω πως η Ποίηση εκδικείται. Και σε κοινωνίες εκφρασμένα αντιποιητικές, ο αυτοχειριασμός τους αποτελεί αναμενόμενη και λυπηρή κατάληξη. Εκείνη του φάλτσου ήχου επικοινωνίας, ομιλίας μεταξύ ανθρώπου και κόσμου…
Το σημαντικό λογοτεχνικά, αλλά θα τολμούσα να πω, ανθρωπολογικά και οντολογικά, είναι η εμμονή του Αγ. Εφραίμ να ενδύσει ό,τι θεωρεί ως θεολογική, ανθρωπολογική ή κοσμολογική αλήθεια, εποχούμενος στο όχημα αποκαλυπτικής φανέρωσης της ζωής που λέγεται Ποίηση. Η αλήθεια καταφεύγει στον Οίκο της Ποίησης, όπου βρίσκει πρόσφορη στέγη (και σπεύδω να επισημάνω πως όποια πολυσημία έχει για εμάς η έννοια Λόγος, ίδια πολυσημία έχει για τους σημιτικούς λαούς και τις σημιτικές γλώσσες, ακολούθως, η έννοια Οίκος). Αν το ζητούμενο είναι η επάνοδος «εις το αρχαίον κάλλος» και η υπαρκτική ολοκλήρωση του ανθρώπου, η πορεία – κατά τη θεολογία – από το κατ’εικόνα στο καθ’ομοίωσιν, τότε υποδεικνύεται, σαφώς, με την φιλοποιητική αυτή «εμμονή» του Εφραίμ, πως η επάνοδος αυτή συστρατεύει οργανικά, στο ριψοκίνδυνο αυτό άθλημα, το ρυθμό, το μέτρο, τη ισοσυλλαβία, τη στροφή, για να οικοδομηθεί ό,τι θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει Εαυτός. Μάλιστα, δεν θα διστάσω να ισχυρισθώ πως αυτά δεν συνιστούν μέσα μόνο για την επίτευξη του όποιου σκοπού (θεολογικού, φιλοσοφικού, αισθητικού κλπ), δηλαδή δεν αποτελούν βοηθήματα μιας τελεολογίας, που σε κάποια χρονική στιγμή τα εγκαταλείπει αδιάφορα ή με ευγνωμοσύνη, όταν ο στόχος έχει επιτευχθεί, αλλά συνιστούν τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου και προσλήψεως του Όντος ή μετοχής του σ’Αυτό. Άλλωστε, δεν είναι νομίζω τυχαίο, πως η σοφία της σημιτικής ποιητικής παραδόσεως αποκαλεί τον στίχο ή την στροφή Οίκο ( بيت , ܒܝܬܐ ).Υπερτερώντας, θεωρώ, εννοιολογικά, για να μην πω και…φιλοσοφικά, έναντι τής ελληνικής ποιητικής ονοματολογίας, η σημιτική ποιητική παράδοση, καταφανώς, δηλώνει πως κάτι κατοικεί στο πεδίο της Ποιήσεως και υπερακοντίζοντας, εδώ, τη γνωστότατη αλλά και βαθύτατης οντολογικής σημασίας απόφανση του Hölderlin, πως ο άνθρωπος οικεί ποιητικά τον κόσμο, θα έλεγα πως αυτό που δηλώνει είναι, ότι ο Θεός οικεί ποιητικά το είναι του και, συνεπαγωγικά, τη Δημιουργία. Άλλωστε, εδώ θα μπορούσε να εντοπισθεί μια λογική θεμελίωση, τόσο του λόγου υπάρξεως και λειτουργίας της Ποιήσεως όσο και του θεολογικού-φιλοσοφικού λόγου, περί αναγωγής από το κατ’εικόνα στο καθ’ομοίωση.
Υπ’αυτή την έννοια, δεν διακρίνω διαφορές στον Εφραίμ, τουλάχιστον ειδολογικές ή στις προθέσεις, από τη στάση των Προσωκρατικών, φερ’ειπείν, να εγκιβωτίσουν τη φιλοσοφική και οντολογική αλήθεια στην Κιβωτό της Ποίησης, ή, ακόμη, από την Ομηρική προσπάθεια να αρθρωθεί η θεολογική μα και ιστορική (ή υπεριστορική αν προτιμάται) αλήθεια, δια των οπλικών συστημάτων του Ποιητικού Λόγου. Και στα σημεία αυτά είναι που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ασυνείδητες ή υποσυνείδητες συγγένειες και θεάσεις.
………………………………………………………….
– Άδειν
Στο σημιτικό παράδειγμα (και τονίζω πως είναι ένα παράδειγμα που αφορά σε μια πολύ εκτεταμένη γεωγραφική, γλωσσική και πολιτισμική περιοχή), ο ρόλος των συμφώνων έναντι των φωνηέντων είναι αυτοκρατορικός και απολυταρχικός. Μια σύνοδος συμφώνων, καθορίζει την κύρια σημασία κάθε λέξης. Τα σύμφωνα αυτά, κυρίως, είναι τρία στον αριθμό.
Ο όρος ύμνος στα αραμαϊκά/συριακά, συγκροτείται από τρία σύμφωνα, όπως άλλωστε ορίζει η ίδια η φύση της σημιτικής γλωσσικής οικογένειας, που δηλώνουν την έννοιας της μάθησης, της διδαχής ενός πράγματος. Από την αρχική αυτή έννοια, κατά την ανάπτυξη της τριγράμματης ρίζας, προκύπτει η έννοια του ύμνου στα αραμαϊκά, που ενδομύχως δεν παύει να φιλοξενεί την τριγράμματη αρχική σημασία των τριων αυτών συμφώνων. Τα τρία σύμφωνα είναι, κατά το δάνειο αλφάβητο
που παρέλαβαν οι ευρωπαίοι από τους Χαλκιδείς, τα εξής : D R S, ή ܫ ܪ ܕ (στα αραμαϊκά/συριακά), س ر د (στα αραβικά), ή ש ר ד (κατά μια τριτεύουσα σημασία της ρίζας στα εβραϊκα και με κυριότερη, εδώ, τη έννοια της αναζήτησης, της έρευνας, που δεν αφίσταται, συνεκδοχικά, από την έννοια της μάθησης…). Αν στρέψουμε πρώτα το βλέμμα στον Ησίοδο, ακόμη και ορολογικά, η συγγένεια μοιάζει προφανής. Διδακτική ποίηση. Ο Όμηρος, πάλι, κυρίως με το ηρωικό έπος, στην Ιλιάδα, δεν μένει αμέτοχος μιας τέτοιας αντίληψης. Άλλωστε, η Ιλιάδα διδάσκει την αρετή του ηρωισμού, της ανδρείας. Αν πάλι, στραφούμε στο θηβαϊκό πινδαρικό υπόδειγμα, για να περιοριστώ μ’αυτά τα τρία παραδείγματα σε κορυφώσεις του ελληνικού πνεύματος, εκεί, και κατά ιδιότυπο δωρικό τρόπο, η διδαχή παίζει πρωτεύοντα και πάλι ρόλο. Αν τώρα μ’ένα άλμα, και χωρίς να υποβαθμίζουμε διόλου τα υπάρχοντα ενδιάμεσα, βρεθούμε στον 19ο αιώνα και βουτήξουμε στα ποιητικά νερά τριών χτυπητών δεκαετιών του, 1820-1850, θα αναδυθούμε με το κάλβειο εν στίχω διδακτικό υπόδειγμα από τη μιά, και το σολωμικό εν σημειώσει, πρωτίστως, διδακτικό/κοσμοθεωρητικό υπόδειγμα από την άλλη. Η συναγωγή συμπερασμάτων μένει ανοικτή…
Οι αμύητοι και προχειρολόγοι, μεταφράζουν αδόκιμα τον όρο διδαχή με εκείνον της ηθικολογίας. Όμως, όποιος διακόνησε στο ελάχιστο την ποιητική τέχνη – και εδώ επικεντρώνεται η σπουδαιότητα και ιερότητα τής ποιητικής διακονίας, ο θεμελιώδης ρόλος της στις ανθρώπινες κοινωνίες και η καίρια συμβολή της σε πολιτειακές θεσμοθετήσεις -, γνωρίζει καλά πως η δημιουργία και λειτουργία του ποιήματος, θέτει αυτομάτως και φυσικά τον προβληματισμό μιας οντολογικής / μεταφυσικής θεμελίωσης του ποιήματος από τη μια, και, ταυτόχρονα, κεντρίζει, μέσα στο καμίνι της δημιουργίας, την ανάδυση της αίσθησης τού ποιητή, τού διδάσκεσθαι την (τέχνη) της Ζωής εν τω γράφειν/δημιουργείν, από την άλλη. Ακριβώς, υπ’ αυτή την έννοια, το ποίημα σου μαθαίνει/διδάσκει το ζην, τη Ζωή, με την ελπίδα, πολύ αργότερα και με κόπους και θυσίες, να σε καταξιώσει να σου την ξεμάθει.
……………………………………………………………………….
– Οίκος της Γλώσσας
Πολύ σχηματικά, η σημιτική θέαση του Κόσμου και των όντων, δια της γλώσσας, παρουσιάζει τις εξής ιδιομορφίες : η γλώσσα/θέαση θέλει το Χρόνο ασαφή, εν μέρει απροσδιόριστο, απείραχτο από ενδεχόμενη ανθρώπινη επιθυμία ακριβούς κατατμήσεώς του, ανενόχλητο μέσα σε πλατιά πλαίσια αοριστίας. Αοριστίας είπα ; Μα βέβαια και αταλάντευτα. Εύστοχη και ακριβής η λέξη. Καθόσον ο Αόριστος είναι ο παντοκρατορικός χρόνος που διέπει όλο το σημιτικό υπόδειγμα, ξεκινώντας από τα ακκαδικά/βαβυλωνιακά και καταλήγοντας στα αραμαϊκά/ συριακά. Μα γιατί, θα μπορούσε να ρωτήσει ένας κάτοικος της γλώσσας από την εδώ πλευρά της, την Ινδοευρωπαϊκή δηλαδή. Μοιάζει να μας δείχνει η γλώσσα, το σημιτικό μάτι που θεωρεί τον κόσμο και τον άνθρωπο, θα απαντούσα μονομιάς. Μοιάζει να μας λέει πως όλα τα ορίζει το Εν, ένα αόριστο και διευθετικό Εν, όλα τα διέπει ένας μυστηριώδης (καθότι αόριστος και παρελθοντικός) μονισμός, μια αρχή που αποβαίνει ρυθμιστική για ό,τι παράγεται και απορρέει απ’ αυτήν. Άραγε, δεν αποτελεί αυτό ακριβώς μια βάση, που θα μπορούσαμε να προβάλουμε πάνω της όλη την σημιτική Ιστορία με το ατέλειωτο, μέχρι των ημερών μας (!), βασιλικό πολιτειακό σύστημα, τους αλλεπάλληλους και ιδιότυπους μονοθεϊσμούς (τόσο τον λεγόμενο αυστηρό της εβραϊκής θρησκείας των Ελοϊμ (θεών!), όσο και τον ελαστικότερο του χριστιανικού μονοθεϊστικά τριπλού (!) παραδείγματος) ή τις πυραμιδωτές (τύπου ζιγκουράτ) θεότητες της Μεσοποταμίας, που καταλήγουν, πανομοιότυπα με το ελληνικό παράδειγμα, στην απόλυτη Αρχή ενός Θεού «πατρός θεών τε και ανθρώπων» ;…
Παράλληλα, διαφαίνεται και κάτι άλλο σ’αυτήν την πεισματική και ιδιότυπη σημιτική εμμονή στην αοριστία του Α-ορίστου και στην οικοδόμηση των πάντων από το παρελθόν.. Κάτι ίσως αναπάντεχα θαυμαστό. Που θα το εκφράσω δια της ελληνικής παραδόσεως (!), η οποία πιστεύω πως το φωτίζει κατά τον καλύτερο τρόπο. «…Απλούν γαρ, και μόνον, και έν, και ταυτόν, και αμερές, καί άτρεπτον και απαθές πράγμα η αλήθεια και αλάθητον, και παντελώς αδιάστατον» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Και ακόμη (οι υπογραμμίσεις και πάλι δικές μου), «Η άληστος γνώσις, αόριστον φησί, έχουσαν την θείαν απειρίαν,…εικονίζει δια της αοριστίας την υπεράπειρον δόξαν της αληθείας».
Δεν σκοπεύω να σχολιάσω τίποτα παραπάνω και ούτε, φυσικά, θα αποπειραθώ εδώ να αποδυθώ σε μια κριτική, φιλοσοφικά, αποτίμηση και εξέταση αυτής της στάσης. Ο μόνος μου σκοπός εδώ είναι να δείξω, σχηματικά, σε ποιόν γλωσσικό Οίκο γεννιέται ο Εφραίμ και πώς έχει ρυθμισθεί η όρασή του, πριν δει το πρώτο φως του ήλιου στον κόσμο…
Και νομίζω πως είναι υποχρέωση αυτής της σχηματικής εισαγωγής να έχει αυτή τη σκοποθεσία, διότι θεωρώ πως ό,τι μένει έξω από τη μετάφραση – και πιστέψτε με μένουν απελπιστικά πολλά -, κερδίζεται με τη θεωρητική και κάπως αναλυτικότερη γνώση, που παρέχεται στον αναγνώστη αυτής της Ποίησης, ο οποίος δεν έχει πρόσβαση στον πρωτότυπο.
Η σημιτική γλώσσα/θέαση κρύβει, ανομόλογητα ίσως βαθιά της, μια νομαδική, θα τη χαρακτήριζα, αίσθηση του χρόνου, καθώς, βάσει αυτής της αίσθησης, όλα μοιάζουν να κυλούν πάνω σε μιαν άμμο, που το μόνο που φιλοξενεί, στιγμιαία, είναι η αναφορική παρουσία μιας παρελθοντικής πράξης, που καθιστά, ίσως, τα πάντα μετά από αυτήν…Ενεστωτικά (Ίσως. Καθώς αυτό μοιάζει εξαιρετικά περίεργο, αν λάβει κανείς υπόψιν τον απόλυτα καθοριστικό παράγοντα του παρελθόντος/αορίστου στην παραγωγή του ρήματος και, εξ’ αυτού, όλων των άλλων σημασιών σε ποικίλα μέρη του λόγου.). Η σημιτική γλώσσα κατάγει επί του Χρόνου μια βαθεία και ολότελα εμφανή τομή και αφήνει σχεδόν όλα τα ενδιάμεσα τμήματα αυτής της τομής ανέγγιχτα. Στη σημιτική θέαση, ο Χρόνος, κατά βάση, χωρίζεται μεταξύ σαφούς απολυταρχικού και αυτοκρατορικού Αορίστου (που στην πορεία της γλώσσας καταδέχεται κάποιες χρονικές αποχρώσεις, παρατατικού κυρίως…) και, κατεξοχήν δευτερογενώς και κατ’εξάρτηση, σαφούς ενεστώτα. Όλα μα όλα προέρχονται και απορρέουν από την πανσθενή «μονοθεϊα» του αορίστου. Η περιοχή του μέλλοντα, ουσιωδώς και θεμελιωδώς μονιστική ( να πω μονοθεϊστική ; ) κι αυτή, χωρίς δηλαδή τις δικές μας επιμέρους κατατμήσεις και διαφοροποιήσεις, κτίζεται, δίχως κανένα ενδιαφέρον δηλωτικών αποχρώσεων, με κάποια μόρια και εμφανίζει, γλωσσικά, έναν ρόλο υποδεέστερο και ουσιωδώς εξαρτώμενο από τον τρόπο σχηματισμού του ενεστώτα. Αλήθεια είναι πως, κάποτε, απογαλακτίζεται δυναμικά απ’ αυτόν και επιχειρεί, σθεναρά, να συστήσει ανεξάρτητο εαυτό, με ολότελα εμφανή διακριτικά γνωρίσματα, όπως συμβαίνει στη εβραϊκή γλώσσα. Σε μια εξειδικευμένη θέαση του σημιτικού παραδείγματος, αυτό το γνώρισμα της εβραϊκής φερ’ειπείν, θα πρέπει να το λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπόψιν. Ωστόσο, σε μια γενική αποτίμηση του ήθους της σημιτικής θέασης και εικονισμού του κόσμου δια της γλώσσας, με κυριαρχεί η αντίληψη ότι σημιτικά ο Χρόνος είναι ουσιωδώς μονοδιάστατος και κατά σύμβαση τμάται, πρωτευόντως,στο σχήμα Πριν-τώρα. Με τραχύτητα. Βάσει μιας ανθρωπολογικής και κοσμολογικής θέασης, που χαρακτηρίζει το σημιτικό Οράν.
Σημειώσεις
1 Δυστυχώς η εποχή κατά την οποία γεννιέται ο Εφραίμ, είναι εποχή μεγάλης επιδείνωσης των σχέσεων χριστιανών και εβραίων στον ευρύτερο χώρο της Μεσοποταμίας και ειδικότερα στη Νίσιβη, και ο Εφραίμ δεν θα ξεφύγει την επιρροή του κακού αυτού κλίματος, φτάνοντας κάποτε στο ιδιαίτερα επικίνδυνο, διχαστικό και αντιθεολογικό σημείο, να εκφράσει μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τον εβραϊκό λαό, όπως «δολοφόνοι», «σταυρωτές» κλπ, συνδαυλίζοντας έτσι πολωτικές συμπεριφορές, στάσεις και θεωρήσεις. Ενδεικτική η μελέτη για το κλίμα της εποχής στη Νίσιβη, το έργο του J. Neusner, Aphrahat and Judaism : The Christian-Jewish Argument in Fourth-Century Iran, Studia Post Biblica 19, Leiden 1971.
2 Θέλω να επισημάνω πως εκείνη την εποχή της επικρατήσεως της χριστιανικής θρησκείας, ο Εφραίμ βρέθηκε να αντιμετωπίζει για το εθνωνύμιο αραμαίος, ακριβώς ό,τι αντιμετώπισε ο ελληνισμός κατά διπλό μάλιστα πλήγμα. Εννοώ τη μομφή, αρχικά, που δέχθηκε η λέξη έλλην = ειδωλολάτρης και αργότερα, τη μομφή που ξαναδέχθηκε με την επιβολή του όρου γραικός = δόλιος, απατεών, αναξιόπιστος, διεφθαρμένος, αποστάτης, σχισματικός κλπ κλπ (το σχόλιο στο Ετυμολογικό λεξικό του Γ.Μπαμπινιώτη, σελ.319-320, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας 2010, μοιάζει να αγνοεί ή να παρασιωπά ηθελημένα και ανεξήγητα μια πολύ οδυνηρή και στρεβλωτική για τον ελληνισμό πραγματικότητα, υφιστάμενη εν μέρει και σήμερα.Υπενθυμίζω πως η ευρωπαϊκή λεξικογραφία, ακόμη και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, συντηρεί αμείωτα κάθε μειωτική και απαξιωτική σημασία για το λήμμα grec!..). Παραπέμπω, σχετικά με τον όρο γραικός, στη μελέτη του Χρ.Γιανναρά Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, 1992, και στις σελίδες 15 και 34, αλλά και σε άλλες μελέτες του ιδίου συγγραφέα με τελευταία την ακόλουθη, Χρ.Γιανναράς Εξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, σελ.269, εκδ. Ικαρος, 2011, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια σχόλια για την ονομασία αυτή. Ο όρος γραικός, μάλιστα, έχει τόσο πολύ διεισδύσει στις συνειδήσεις των διανοητών του 19ου αιώνα και θεωρηθεί αυτονόητη και αποδεκτή ταυτότητα του ελληνισμού, ώστε συναντούμε τον Α. Κοραή να απευθύνεται στους έλληνες ως γραικούς, οι οποίοι συναπαρτίζουν, με μια ολότελα παιδιάστικη αφέλεια, ένα έθνος με τους ευρωπαίους γάλλους, που συντηρούν τις προαναφερθείσες σημασίες στα λεξικά τους ! (Δες το περιβόητο έργο του Κοραή, Άσμα πολεμιστήριον). Με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο μετά τον χωρισμό της αραμαϊκής κοινότητας σε σύρους ιακωβίτες και σύρους νεστοριανούς, λόγω δογματικών διενέξεων, στιγματίστηκε και απαξιώθηκε το εθνωνύμιο αραμαίος, διότι υποδήλωνε τον ειδωλολάτρη και…αντίμαχο της αληθούς πίστεως, με συνέπεια να διαγράφεται ή να αλλοιώνεται η φυλετική/εθνική του ταυτότητα !…
3 Δες, Γέν. 38, 8-10.
4 Λες και ζει εκτός του Κοινού Τόπου της γήινης σφαίρας, ο θεολογικός αυτός «χώρος», παρουσιάζεται οδυνηρά επιλήσμων ακόμη και της ίδιας του της κληρονομίας – αν θεωρηθεί, έστω και συμβατικά, πως υπάρχουν επιμέρους κληροδοτήματα -, που προφητεύει και αποφαίνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο : « Και έσται…και εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών,…και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται» Ιωήλ, 3:1. Επίσης, και Ησ.2:2, 59:21, Ιεζ. 36:24. Ο γενικός και χωρίς στεγανά χαρακτήρας της προφητείας του Ιωήλ, δεν βρίσκει ποτέ φιλόξενο έδαφος στην επίσημη ιδεολογία, που διακρινόμενη από αμβλυωπία και με το πρόσχημα της καταπολέμησης της εκκοσμίκευσης δια των μεθόδων ενός αναχωρητισμού εντός και εκτός πόλης, αρνείται το εκ φύσεως ολιστικό και κοινοτικό της Ανθρώπινης Προσπάθειας. Με απλά λόγια, ό,τι συμβαίνει στον στίχο αφορά στην σπηλιά τού νήφωντος και αντιστρόφως. Περαιτέρω, θέλω να υπενθυμίσω, αναφορικά με τα παραπάνω, την πρώιμη ανάγκη για άμεσο διάλογο των «δύο» χώρων, την οποία συναντούμε στο έργο της Petronia Betitia Proba, όπου με το επικό και πολύστιχο ποίημά της Cento (γύρω στο 360 μ.Χ.), επιχειρεί να εγκαινιάσει διάλογο μεταξύ Βιργιλίου και Αγ.Γραφής (είναι ενδεικτική η αποστροφή του Ιερωνύμου στην προσπάθειά της…), όπως επίσης και την εισαγωγή της «θύραθεν» ποίησης στο κολοσσιαίο έργο Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος θα λέγαμε, μεταξύ άλλων, είναι γεννημένος ποιητής.
5 Τη ροπή αυτή του Εφραίμ, την αισθάνομαι ως μια εύρυθμη και φυσική αναγκαιότητα, δίχως παράλληλα να παραθεωρώ και την τραγική, απο μια μεριά, υφή της και μου φέρνει, κατά έναν τρόπο, στο νού τα λόγια του Στάϊνερ, που έχουν άριστη εφαρμογή στο τρόπο που επιπίπτει η Ποίηση στον άνθρωπο και την πραγματικότητα. George Steiner,“Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης”, Εκδ. Scripta, μετ. Σεραφείμ Βελέντζας, 2007. «Οι άνεμοι της σκέψης – πανάρχαιη παρομοίωση -, που οι πηγές τους είναι απρόσιτες, μας διαπερνούν σαν να είμαστε αναρίθμητες ρωγμές. Ο Κάφκα άκουγε «μεγάλους υπόγειους ανέμους» (η πλαγιογράφηση δική μου). Την έννοια του ανέμου, τη χρησιμοποίησα στο στο τεύχος 2, σελ.83-93 Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010 του περιοδικού περι -Ποίησης ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, στο αφιέρωμα για την αραβική Ποίηση, καθώς και στην Επίκληση που προτάσσεται του κυρίου σώματος τής ποιητικής μου συλλογής «Τριάς Εξαπατήσεων», (Διαβάζεται ο αέρας / Καθηλώνουν ανέμους οι λέξεις / ) και θέλω εδώ να επισημάνω πως η έννοια του ανέμου συμπίπτει στις σημιτικές γλώσσες με εκείνη του πνεύματος. Μάλιστα, η προσωνυμία του Εφραίμ ως «λύρας του Πνεύματος», διασώζει αυτή την ταύτιση των δύο εννοιών. Ακόμη εντονότερη, αμεσότερη και προφανής είναι η ταύτιση των δύο εννοιών στο κείμενο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, όπου ο Ιησούς «παίζει» ευχαρώς με τις δύο έννοιες : «Πνεύμα» το οποίο όπου θέλει «πνει», Κατ. Ιωαν. 3,8., με τεράστιας οντολογικής σπουδαιότητας την παρατήρηση του Ιησού, που θα πρέπει να την λάβει σοβαρότατα υπόψιν της η Ποίηση και οι λειτουργοί της στη διακονία τους προς Αυτήν, για το «ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Κατ.Ιωαν.3,8). Δες και Στάθη Κομνηνού «Τριάς Εξαπατήσεων», εκδ. Δόμος 2009, «Ευτρέπισέ με ξεστράτισμα / Λοξοδρόμισμα δώρησε / Στο άγνωστο εκσφενδόνισέ με / …εύηχο κανονάκι ας ηχήσω την άγνοια / …Δίχως μνήμη καμιά /». Επισημαίνω, σχετικά με την παραπάνω παρατήρηση, πως δυστυχώς ή ευτυχώς, στην εν λόγω ποιητική συλλογή παρεισέφρησαν ακάλεστοι από το δημιουργό τους, πρωτότυποι αραμαϊκοί/συριακοί στίχοι, στις σελίδες 12 και 50 (τρίστιχο), που ο ίδιος τους δημιούργησε χωρίς να έχει καμιά πρόθεση να καταφύγει στη γλώσσα αυτή…
6 Για μια, μέσω της Γλώσσας, διερεύνηση των αντιλήψεων, κοσμοθεάσεων και σχέσεων μεταξύ του ελληνικού και σημιτικού υποδείγματος, με εργαλείο ερεύνης τη φιλοσοφία και τρόπο τον ποιητικό υπαινιγμό και το πολιτισμικό υπονοούμενο, μπορεί να καταφύγει ο φιλόπονος και ενεργητικός/συμμετοχικός αναγνώστης, στο τεύχος 2, σελ.83-93 Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010 του περιοδικού περι -Ποίησης ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ. Το ατύχημα, λόγω τυπογραφικής αβλεψίας ή και θεμιτά συγγνωστής άγνοιας, του αναποδογυρίσματος των σημιτικών γραμματοσειρών, ελπίζω να το συγχωρήσει ο αναγνώστης και εύχομαι να αποκατασταθεί η ορθότητα σε μια επανέκδοση, κάποτε, του ίδιου τεύχους. Μπορεί ακόμη να καταφύγει συμβουλευτικά, στο τεύχος 3 του περιοδικού litteraterra, σελ.89-106, 2010 και στο τεύχος 2 του περιοδικού Ηνιοχείν, σελ. 68-78, Νοέμβριος 2010.
7 Λόγω των ημερών, συγχωρείστε μου την αδυναμία να μπω στον πειρασμό και ευθυμολογώντας να διακηρύξω στεντόρεια, τη μη βιώσιμη, τρισχιλιετή σχεδόν (!), υπερχρέωση της Δύσης, από τις αδιάλειπτες και ακούραστες πολιτισμικές ελληνικές «χρηματοδοτήσεις», που τροφοδότησαν διασωστικά τις τεταρτοκοσμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
8 Δες Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ.81, Αθήνα 1986
*Το πλήρες κέιμενο μαζί με τις από το αραμαϊκό πρωτότυπο μεταφράσεις των Χριστουγεννιάτικων ύμνων θα δημοσιευθούν στις 15 Δεκεμβρίου στο περιοδικό ΠΕΡΙ-ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ
πηγή: Αντίφωνο
Mια ερώτηση θα ήθελα να σας κάνω.
Όταν λέτε Σύρος, εννοείτε τον πρόγονο των σημερινών Σύριων ή τους Ασσύριους, οι οποίοι επιβιώνουν έως σήμερα στη Μέση Ανατολή ως Ασσυροχαλδαίοι.
Ναι, εννοω πως ο Εφραίμ ο Σύρος έζησε σε χώρους της συριακής επικράτειας και ως εκ τουτου είναι σύρος (σύριος). ωστόσο στους χώρους αυτούς (όπως τονίζω και στο άρθρο άλλωστε) έδρασαν οι Ασσύριοι και η επιρροή που άσκησαν είναι κολοσσιαία. Ειναι προφανές πως το όνομα σύρος, οφείλεται σ’ αυτούς.