Ο Χριστός ενσαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε όχι για να γίνουμε ένας «τέταρτος» της Τριάδας, αλλά για να ενταχθούμε στον Υιό και να αναφερθούμε στον Πατέρα εν Πνεύματι. Αυτό σημαίνει τη σωτηρία ενός κόσμου που διαφέρει από τον Θεό οντολογικώς και φυσικώς και στις διαφορές αυτές συμπεριλαμβάνεται κατ’ εξοχήν η θνητότητα. Η θνητότητα δεν ταυτίζεται ακριβώς με τον θάνατο. Ως θνητότητα εννοούμε ότι ο κόσμος δεν έχει φυσική αθανασία και αϊδιότητα, αλλά είναι δημιουργημένος εκ του μηδενός και περατός. Η θνητότητα είναι μια δυνατότητα ο κόσμος και ο άνθρωπος να πεθάνει, αν εγκλειστεί στις δικές του δυνάμεις και παλινδρομήσει στην εκ του μηδενός αρχή του, αποκοπτόμενος από τον Θεό. Στο πατερικό ιδίωμα, «πτώση» λέμε αυτόν τον τρόπο υπάρξεως του κόσμου να καθίσταται περίκλειστος, να μην αναφέρεται στο τέλος του, ανοιγόμενος στον Θεό, με αποτέλεσμα ο θάνατος να γίνεται ενεργείᾳ ένα αναπόσπαστο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης και ευρύτερης κοσμικής συνθήκης. Βεβαίως, στο πατερικό ιδίωμα υπάρχουν και όροι, όπως το φυσικόν θέλημα, που σημαίνει την ορμή για απερίσταλτη και άπειρη αθάνατη ζωή. Αλλά και οι λόγοι των όντων ως θελήματα του Θεού για το μέλλον τους πυροδοτούν αυτήν την ανθρώπινη επιθυμία για ζωή απειροδύναμη. Οι λόγοι, όμως, ταυτοχρόνως οριοθετούν ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος σώζονται ακριβώς ως φυσικώς διαφορετικοί από τον Θεό. Η κατά χάριν αθανασία είναι στην πατερική ανθρωπολογία η εκπλήρωση μιας δίψας του φυσικού θελήματος, καθώς το «κατά φύσιν» «αναπαύεται», ήτοι υπάρχει και όντως υποστασιάζεται μόνο στο «υπέρ φύσιν» και όχι στην ανεξαρτησία του.
Η Σταύρωση του Χριστού είναι μια οικείωση των αποτελεσμάτων της πτώσεως, άνευ προσλήψεως της ίδιας της αμαρτίας· είναι όμως και η ανάληψη της θνητότητας της ανθρώπινης φύσης, ήτοι της φυσικής διαφοράς μας από τον Θεό και της σωτηρίας μέσα ακριβώς από αυτήν την κατάφαση της διαφοράς. Βεβαίως, ο Χριστός είναι Θεία Υπόσταση και στην Ενσάρκωσή Του υποστασιάζει την ανθρώπινη φύση με ένα καινό Χριστολογικό τρόπο: Δεν μετέχει στον κύκλο της αναπαραγωγής, γεννάται εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, συμπηγνύει μια καθολική ανθρώπινη φύση ως «απαρχή» της εσχατολογικής καθολικής ανθρωπότητας· δηλαδή δεν είναι απλώς άλλο ένα κομμάτιασμα της ανθρώπινης φύσης προορισμένο να αναπαραχθεί και να πεθάνει απερριμμένο για χάρη της επιβίωσης του είδους, αλλά αντιθέτως είναι ένα πρόσωπο που μας φέρει όλους και για αυτό και η ανάστασή Του είναι η «απαρχή» και της δικής μας ανάστασης. Γι’ αυτό και λέμε ότι ο Σταυρός είναι ένα «εκούσιον πάθος» του Χριστού: ο Χριστός δεν προσέρχεται καταναγκαστικά στον θάνατο, (όπως εμείς οι πτωτικοί άνθρωποι, που είμαστε κατ’ ανάγκην και θύματα του θανάτου και θύτες- αμαρτωλοί φονείς), αλλά εθελοντικά για να μας σώσει εκ των ένδον της οικείωσης και του εν ενεργείᾳ θανάτου. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο διαστάσεις του μυστηρίου, αφενός το «εκούσιον» πάθος του Χριστού και, αφετέρου, η σταύρωση ως ανάληψη από τον Χριστό της ανθρώπινης θνητότητας, ως διαφοράς του κτιστού από το άκτιστο. Στην ανθρωπολογία, βεβαίως, υπάρχει μία απαλή αντινομία: Ποθούμε την αθανασία και την απερίσταλτη ζωή (φυσικόν θέλημα), αλλά ταυτοχρόνως καλούμαστε να αναλάβουμε τη θνητότητα και την περατότητα της ύπαρξής μας για να σωθούμε ακριβώς ως διαφορετική φύση από τον Θεό, διά του Υιού προς τον Πατέρα εν Πνεύματι.
Θάνατος: Έσχατος εχθρός ή μακαρία οδός;
Τι είναι, λοιπόν, ο θάνατος; Είναι ο «ἔσχατος ἐχθρός» (Α΄ Κορ. 15,26) ή μια «μακαρία ὁδός»; Θα λέγαμε ότι σε μια χαλκηδόνειο σωτηριολογία ο άνθρωπος αναλαμβάνει τη θνητότητά του ως μια φυσική διαφορά του από τον Θεό και σώζεται διά του Χριστού, μετέχοντας και στη Σταύρωση και στην Ανάστασή Του. Η θνητότητα είναι μία φυσική διαφορά την οποία αναλαμβάνουμε, ώστε να μην οδηγούμαστε σε μία ψευδαισθητική αυτόματη αθανασία, που είναι μάλλον πειρασμική. Ωστόσο, ο ίδιος ο θάνατος είναι ο έσχατος εχθρός, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, και χρειάζεται να καταργηθεί από τον Χριστό χωρίς ούτε να τον εξωραΐζουμε, αλλά ούτε και να αποφεύγουμε τον ενοπτρισμό του σε όλη την απουσία είδους και κάλλους που αυτός συνεπάγεται. Ιστορικώς, συνυπήρξαν με τον χριστιανικό πολιτισμό σωτηριολογίες ψευδαισθητικής «αυτόματης» αθανασίας που αλλοτριώνουν το Ευαγγέλιο. Εννοούμε κατ’ αρχήν την πλατωνική θεωρία της αυτομάτου και φυσικής αθανασίας της ψυχής, που σημαίνει ότι ο θάνατος είναι τρόπον τινά μια ευλογία γιατί μας απελευθερώνει από το φορτίο της σάρκας. (Εξέλιξη του πλατωνισμού είναι οι διάφορες μορφές Αρειανισμού που συγχέουν τη φυσική διαφορά ανάμεσα στον άκτιστο Θεό και τον κτιστό κόσμο). Εννοούμε κατά δεύτερον μία Μονοφυσιτική μη χαλκηδόνειο Χριστολογία κατά την οποία η σωτηρία μας οφείλεται σε μία καινή Θεανθρώπινη φύση που ως ενιαία και νέα φύση μας σώζει αυτομάτως (κατά τη Χριστολογία του Σεβήρου). Εννοούμε κατ’ επέκταση κάθε πολιτισμική προσπάθεια ο θάνατος είτε να ωραιοποιείται ως «φίλος» μας, είτε να απωθείται και να παραμερίζεται ως αδιάφορος· τα δύο συχνότατα συμβαδίζουν ως πολιτισμικές στάσεις.
Χαλκηδόνειο πένθος αντί για μονοφυσιτική μελαγχολία
Σε μία μεταφορά από τη Θεολογία στην ψυχολογία, θα λέγαμε ότι η χαλκηδόνειος Χριστολογία σημαίνει μία ανάληψη του πένθους από τον Χριστό. Η αντίθετη στάση είναι η σύγχυση του Μονοφυσιτισμού, που σε ένα ψυχολογικό επίπεδο σηματοδοτεί μία γενικευμένη και συγκεχυμένη μελαγχολία. Όταν ο θάνατος απωθείται ή ωραιοποιείται ή θεωρείται ως αυτομάτως νικώμενος από μία δήθεν φυσική αθανασία της ψυχής (Πλατωνισμός) ή από μία δήθεν ενιαία Θεανθρώπινη φύση (Μονοφυσιτισμός), τότε «εκδικείται» ως επάνοδος μίας διεσπαρμένης μελαγχολίας που καθηλώνει ψυχικώς τον άνθρωπο. Ο Χριστιανός πενθεί, ακολουθώντας τον Χριστό, ο Οποίος βίωσε ως άνθρωπος μια υπαρκτική μάχη με τον θάνατο: «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο· ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς Αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. 22,44), σε αντίθεση με τον γαλήνιο Σωκράτη που πριν πιει το κώνειο παρήγγειλε την ευχαριστήρια θυσία ενός πετεινού στον Ασκληπιό για τη θεραπεία του από τη νόσο της ζωής. Ο θάνατος είναι όχι μόνο η απειλή ενάντια στη ζωή, αλλά και η αποκοπή των σχέσεων με την κοινότητα. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι είναι μια μακαρία οδός για τον θανόντα, είναι μια απειλή στην κοινωνία με τους περιλειπομένους, η οποία δεν πρέπει ούτε να μακιγιάρεται ούτε να αποκρύπτεται.
Βεβαίως, οι Χριστιανοί δεν πενθούν «καθώς οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13). Μπορεί να απορρίπτουμε την αυτοματική πλατωνική αθανασία της ψυχής, ωστόσο, πιστεύουμε ότι η προσωπική ταυτότητα επιβιώνει στην αναμονή της εσχατολογικής ανάστασης. Στην εκκλησιαστική εμπειρία, μπορεί να θαυματουργεί ο Θεός και διά των σωματικών λειψάνων των αγίων, αλλά ενδεχομένως και διά μιας κατά χάριν «ψυχικής» παρουσίας τους, όπως όταν οι άγιοι εμφανίζονται στο όναρ και στο ύπαρ των περιλειπομένων για να συμβουλεύσουν και να θεραπεύσουν, μια «ψυχική» παρουσία που χαρακτηρίζεται, όμως, από την πυκνότητα της αγάπης. Στην εκκλησιαστική εμπειρία βλέπουμε αγίους που λένε ότι μετά την κοίμησή τους θα «βρίσκονται πιο κοντά μας». Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί σε ένα Χριστολογικό πλαίσιο, όπως στον Χριστό μετά τη Σταύρωση έρχεται η Ανάσταση και μετά την Ανάληψη η Πεντηκοστή κατά μία σχέση απουσίας και παρουσίας που οδηγεί από το οντικό στο οντολογικό ήτοι από την ατομικότητα του Ναζωραίου στην καθολικότητα του Πνευματολογικού Χριστού που συνιστά την Εκκλησία ως καθολικευόμενη ανθρωπότητα καθ’ οδόν προς την εσχατολογική Βασιλεία. Επομένως, δεν «πανηγυρίζουμε» τον θάνατο, αλλά σχετιζόμαστε με την προσωπική ταυτότητα των εκδημησάντων, η οποία επιβιώνει κατά χάριν εν αναμονή της μοναδικής σωτηρίας που είναι η ψυχοσωματική ανάσταση στο τέλος της Ιστορίας. Προσευχόμαστε και μετά θάνατον για την ανάπαυσή τους και δεχόμαστε, αντιστρόφως, με ευγνωμοσύνη τη μετά θάνατον θαυματουργική και ευεργετική επίδρασή τους στη ζωή μας, αν έχουν βρει χάρη ενώπιον του Θεού και μετά την εκδημία τους ανήκουν πλέον στη σφαίρα του «οντολογικού» αντί για το «οντικό».
Η «θανατική απελευθέρωση» στην ύστερη νεωτερικότητα
Στοχαστές, όπως ο Βίγκεν Γκουρόιαν, έχουν καταδείξει με ενάργεια πώς ο σύγχρονος πολιτισμός μας απωθεί τον θάνατο.[1] Αν κάναμε μία πολιτισμική θεολογική γενεαλόγηση, θα λέγαμε ότι η αναβίωση του Νεοπλατωνισμού στον Θωμά Ακινάτη οδηγεί σε μία υποβάθμιση της διαφοράς μεταξύ κτιστού και ακτίστου, η οποία κατ’ επέκταση οδηγεί σε μία συγχυτική Θεολογία, που στο ψυχολογικό επίπεδο μεταφράζεται ως μελαγχολία αντί για πένθος. Βεβαίως, το αίτημα της ανάληψης της θνητότητας επανέρχεται κατ’ εξοχήν στη Δύση τον 20ο αιώνα, στη Φαινομενολογία, την τέχνη, την ψυχανάλυση και αλλού ως μία αντίδραση στην απώθηση του θανάτου και την παρεπόμενη μελαγχολία.
Στους πολιτισμικούς εθισμούς της ύστερης νεωτερικότητας, πάντως, ο θάνατος όχι μόνο απωθείται με τον καλλωπισμό των νεκρών ή τον εκτοπισμό τους στην περιφέρεια του αστικού τοπίου, αλλά και διεκδικείται ως δικαίωμα στην ευθανασία. Αν εξετάσει κανείς την οντολογική διάσταση του θέματος, θα λέγαμε ότι λαμβάνει χώρα μία «θανατική απελευθέρωση» που είναι η βαθύτερη δυνατή ολοκλήρωση της σεξουαλικής απελευθέρωσης της δεκαετίας του 1960.[2] Ο Michel Houellebecq παρατηρεί στο μυθιστόρημα Ο Χάρτης και η Επικράτεια ότι στην Ελβετία οι κλινικές ευθανασίας ως βιομηχανία του θανάτου ξεπέρασαν σε κέρδη την αντίστοιχη «βιομηχανία» του έρωτα την ακριβή στιγμή που στο χρηματιστήριο της τέχνης ο θανατολάγνος Damien Hirst υπερέβη τον ανέμελα ερωτικό Jeff Koons, σηματοδοτώντας ότι η αυτοδιάθεση επί του τέλους του θανάτου είναι πλέον σημαντικότερη για τον δυτικό άνθρωπο από την αυτοδιάθεση επί της αρχής του έρωτα. O Τζακ Κεβορκιάν, γνωστός για την υποστήριξή του στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή ευθανασία, έκανε λόγο για ειδική κατηγορία ιατρικής, τη νεκριατρική (obitiatry), με την οποία ο άνθρωπος θα μπορούσε να ελέγξει το τέλος του.[3] Αλλά και σε ένα πιο εκλαϊκευμένο επίπεδο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σήμερα για μια διαχείριση του θανάτου (death management), όπου ο μεταμοντέρνος life coach (προπονητής ζωής) δίνει τη θέση του στον death coach (προπονητή θανάτου). Πρόκειται για μια εκλαϊκευμένη μορφή ντοστογιεφσκικού Κυρίλοφ από τους Δαιμονισμένους, ο οποίος επιζητεί την αυτοθέωση μέσα από τη θανατική αυτοδιάθεση. Ή ενός σοφόκλειου Οιδίποδος, ο οποίος αυτοπαράγεται ως υποκειμένο μέσα από την πατροκτονία και αιμομιξία.[4] Ό,τι για τον αρχαίο Έλληνα ήταν τραγωδία και για τον Ντοστογιέφσκι δαιμονισμός, στον μεταμοντέρνο άνθρωπο μετατρέπεται σε έναν ευφρόσυνο μηδενισμό.
Η Εκκλησία και η θεολογία της δεν χρειάζεται ούτε δύναται πάντα να επιβάλλει εξουσιαστικώς το νόημά της μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως βλέπουμε στην ταινία Η θάλασσα μέσα μου (Mar adentro, 2004), όπου ο σκηνοθέτης Alejandro Amenábar καταγγέλλει τον άσχετο με την εμπειρία των οδυνωμένων εξουσιαστικό δογματισμό της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Μπορεί βεβαίως η Εκκλησία, αντιστρόφως, να υπερασπίζεται τη νομοθετική διάσωση του δικού της οράματος για τη μετά θάνατον ιερότητα των ανθρωπίνων λειψάνων, που συνιστούν μια εντοπισμένη προσωπική ταυτότητα καθ’ οδόν προς τα έσχατα. Η Εκκλησία και η θεολογία της χρειάζεται περισσότερο να υπομιμνήσκει ότι είναι ένα κοινοτικό ζήτημα να έχει νόημα η ζωή όλων, ακόμη και των ακραία οδυνωμένων. Ο Πλάτων παρότρυνε να μην τερματίζουμε τη ζωή μας, όπως οι στρατιώτες δεν εγκαταλείπουν αυτοβούλως τη σκοπιά τους προτού τους αντικαταστήσουν οι επερχόμενοι. Η Εκκλησία αντιστοίχως καταδίκασε τον εκβιασμό του μαρτυρίου και άρα την επιζήτηση του θανάτου στην αίρεση του Δονατισμού. Το χριστιανικό όραμα είναι η ετοιμότητα για θάνατο με εμπιστοσύνη στον Θεό ότι αν αφεθούμε ταπεινά στο θέλημά Του θα υπάρξει ένας κατάλληλος καιρός που θα νοηματοδοτήσει και την οποιαδήποτε οδύνη. Με αυτόν τον τρόπο, ο πολιτισμός της αυτοδιάθεσης του θανάτου δίνει τη θέση του σε ένα ήθος αυτοπαράδοσής μας στην εν Θεώ εσχατολογική προσδοκία, η οποία αφορά κατ’ εξοχήν στους περιλειπομένους. Για αυτούς που μένουν, η χαλκηδόνειος σωτηριολογία σημαίνει μία βίωση του πένθους, -αντί για τη μονοφυσιτίζουσα σύγχυση, ήτοι γενικευμένη μελαγχολία που καθηλώνει το υποκείμενο-, πλην στην προοπτική της ανάστασης, εν όψει της οποίας διασώζονται εν προσδοκίᾳ οι προσωπικές ταυτότητες. Το πένθος αυτό δεν είναι μία συνταγή διαχείρισης του τραύματος εκ μέρους του υποκειμένου, ώστε να αποβεί μακροπρόθεσμα ισχυρότερο μέσα από μια επιβίωση που θα αδιαφορεί εντέλει για τον θανόντα. Είναι μια συνύπαρξη αφενός της ανάληψης της θνητότητας με όλο το τραγικό της βάρος, όταν απειλείται από τον «έσχατο εχθρό» η κοινωνία με το αγαπημένο πρόσωπο, και αφετέρου της βίωσης ότι η αγάπη είναι «κραταιὰ ὡς θάνατος» (Άσμα Ασμάτων 8,6) και στην Καινή Διαθήκη, «κραταιοτέρα τοῦ θανάτου». Στην ανάσταση του Χριστού, άλλωστε, έγιναν πρώτες μάρτυρες, αυτές που Τον πένθησαν, οι Μυροφόρες.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Βίγκεν Γκουρόιαν, Μπροστά στο τέλος. Η ευθανασία, το νόημα της ζωής και το «σύνδρομο του θανάτου», Εν Πλω, Αθήνα 2017.
[2] Paul Ramsey, “Death’s pedagogy”, στο Dennis Horan και David Mall (επιμ.), Death, Dying and Euthanasia, University Publications of America, Lanham, Meryland 1980, σ. 342.
[3] Jack Kevorkian, Prescription Medicide: The Goodness of Planned Death, Prometheus Books, Buffalo, Νέα Υόρκη, 1991.
[4] Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Επέκεινα της απουσίας. Δοκίμιο για το ανθρώπινο πρόσωπο: Στα ίχνη του Οιδίποδος Τυράννου του Σοφοκλή, Ίνδικτος, Αθήνα 2005.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση από το τεύχος 158 της Σύναξης
Στην εικαστική συμπλήρωση της σελίδας έργο της, ουκρανής, Ivanka Demchuk.