[Θεωρώντας ότι η Κυπριακή κρίση τον Μάρτιο του 2013 προμιλούσε ολοκάθαρα όσα συνέβησαν με πολύ πιο δραματικό τρόπο τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή τραγωδία συνεχίζεται...]
Μάρτιος 2013
Ένα Όνειρο
Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα εμείς οι Έλληνες;
Πάει πάνω από χρόνος (το βιβλίο αυτό δεν παύω να το χαλνώ και να το ξαναφτιάχνω, προσμένοντας να γαληνέψει η σκέψη μου) που είδα, σε ώρες βαριάς κα τάθλιψης, ένα όνειρο. Ήταν η νύχτα του Σαββάτου της 11ης προς την Κυριακή της 12ης Φεβρουαρίου 2012, οπότε θα διεξαγόταν στην ελληνική Βουλή η ψηφοφορία για ένα ακόμα μνημόνιο και για το «κούρεμα» του χρέους· ίσως η πιο κρίσιμη των τελευταίων χρόνων, γιατί με αυτήν έμελλε να ξεκινήσει το ξήλωμα του δικομματισμού που θα βλέπαμε αργότερα, από τη στιγμή που κάμποσοι βουλευτές και από τα δύο μεγάλα κόμματα ψήφισαν «όχι» και διαγράφτηκαν από τις ηγεσίες τους. Στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα τα πνεύματα ήταν εξημμένα, ταραγμένα, διχασμένα. Η κυβέρνηση του τεχνοκράτη Παπαδήμου έτρεμε μπρο στά στο ενδεχόμενο να μη συγκεντρώσει την απαραί τητη για την επιβίωσή της πλειοψηφία. Εκείνη λοιπόν τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι παρακολουθούσα την αυρια νή συνεδρίαση της Βουλής και ότι οι περισσότεροι βου λευτές ανέβαιναν στο βήμα, ο ένας μετά τον άλλον, και δήλωναν πως αρνούνταν να συμμετάσχουν με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» σ’ αυτή την εκβιαστική ψηφοφορία για ένα μακροσκελές και δυσνόητο κείμενο, που δεν είχαν καν προλάβει να διαβάσουν· και πως διαπιστώνοντας την αδυναμία να εκπληρώσουν το κοινοβουλευτικό λειτούργημά τους, που καταντούσε παρωδία, παραιτούνταν.
Ξύπνησα με μια παράξενη ανακούφιση και βάλθηκα να συλλογιέμαι: ένα τέτοιο ομαδικό χαρακίρι των αντιπροσώπων μας δεν θα ήταν άραγε η αρχή της κάθαρ σης για όλα τα –υπαρκτά ή υποθετικά– ανομήματά τους; Κάτι σημαντικότερο: μια πράξη αντίστασης, που θα εκτόνωνε την αφόρητη αγανάκτηση των πολιτών και θα ένωνε τη διχασμένη κοινωνία μας. Δεν θα ήταν ταυτόχρονα ένα συγκλονιστικό μήνυμα προς όλη την Ευρώπη ότι η κατάρρευση της ελληνικής πολιτείας προαναγγέλλει ίσως μια πολύ γενικότερη καταστροφή, που απειλεί να τινάξει στον αέρα την ήπειρό μας και τον κόσμο; Ένα εγερτήριο σάλπισμα, όπως εκείνο που σήμανε για αρκετούς υπόδουλους Ευρωπαίους το ελληνικό «όχι» του 1940, το οποίο θα μας βοηθούσε όλους να ανακτήσουμε τη χαμένη αξιοπρέπεια και υπερηφά νεια μας. Με λίγα λόγια: μια πράξη ελληνικού και ευρωπαϊκού πατριωτισμού – έστω κι αν οι Έλληνες θα πέφταμε στον γκρεμό. Φαίνεται πως οι χοροί του Ζαλόγγου, η έξοδος του Μεσολογγιού και το ολοκαύτω μα στο Αρκάδι στοιχειώνουν τη φαντασία ορισμένων από εμάς. Αλλά πού τέτοια παραδείγματα αυτοθυσίας στον καιρό μας! Θα ήταν σαν οι απανταχού της γης εργαζόμενοι στις βιομηχανίες όπλων να απεργούσαν για να διεκδικήσουν το... κλείσιμό τους! Αυτά συμβαίνουν μόνο στα όνειρα. Κι ας δείχνουν κάποτε τα όνειρα το μονοπάτι της ελπίδας.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο άκαμπτος «αντιμνημονιακός» Αντώνης Σαμαράς μεταμορφώθηκε, μόλις χρίστηκε πρωθυπουργός, στον πιο πιστό θιασώτη των μνημονίων, με τη βοήθεια της ΔΗΜΑΡ και του πάλαι ποτέ πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ, που τώρα καταρρέει – ας πάει καλιά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε αξιωματική αντιπολίτευση λιγότερο χάρη σε μια μα ζική ιδεολογική μεταστροφή του εκλογικού σώματος και πολύ περισσότερο χάρη στη δυστυχία του κόσμου, δεν κατορθώνει να υπερβεί τις αντιφάσεις του. Όσο για τη λέπρα της Χρυσής Αυγής, εξακολουθεί να διαδίδεται ανάμεσά μας υπό τη σκέπη της διακυβέρνησης Ελλήνων και Ευρωπαίων, που θρέφει γενναιόδωρα την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Και, στο μεταξύ, η σφαίρα δεν παύει να γυρίζει.
Αλλά το νέο πικρό μάθημα μας ήρθε, καθώς τελειώνει αυτός ο μήνας –Μάρτης του 2013–, από την Κύπρο. Είδα κι εγώ, όπως θαρρώ οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι, το αρχικό τρανταχτό «όχι» της Βουλής τους ως πράξη αντίστασης στον τροϊκανό και ευρωπαϊκό εκβιασμό. Λες και το όνειρο που με είχε επισκεφτεί τον περυσινό Φλεβάρη έπαιρνε σάρκα και οστά στο μαρτυρικό νησί της Αφροδίτης. Κι ας με προειδοποιούσε από την αρχή το λογικό μου πως εκείνο το «όχι» δεν θα έβγαζε πουθενά. Αδιάφορο: για λίγες ώρες ένιωσα ότι το εθνεγερτικό πνεύμα του 1821 ξαναζωντάνευε εκεί, όπως είχε ξαναζωντανέψει στην Ελλάδα του 1940 με το «όχι» της 28ης Οκτωβρίου. Ώσπου, όταν, μόλις λίγες μέρες αργότερα, η Κύπρος υπέκυψε σε ακόμα πιο ιταμές αξιώσεις των Ευρωπαίων, συνειδητοποίησα ότι η πραγματικότητα ήταν χειρότερη απ’ ό,τι μου υπαγόρευε η λογική: σήμερα ζούμε έναν πρωτόγνωρο και –για την ώρα– ακήρυχτο πόλεμο, που δεν πληρώνεται πια με αίμα, αλλά με χρήμα· και σ’ αυτή την αναίμακτη μα φονική κατά βάθος σύρραξη τα πάντα παίζονται διαφορετικά. Γιατί όταν εκείνο που διακυβεύεται δεν είναι τυπικά η προσωπική ή εθνική ελευθερία, ούτε άμεσα η ζωή, αλλά ένας τρόπος ζωής που έχει ταυτίσει καταχρηστικά τη ζωή και την ελευθερία με την πλαστή υλική ευημερία (η οποία, αργά ή γρήγορα, θα φέρει την ανέχεια), τότε και η ελευθερία και η ανθρώπινη ζωή είναι χαμένες από χέρι. Τι άλλο λοιπόν έδωσε το πάτημα στους Ευρωπαίους για να ασκήσουν τον εκβιασμό τους, παρά η οικονομική ευμάρεια που πρόσφεραν στους Κύπριους το ξένο χρήμα και η –πραγματική ή υποθετική– ασυδοσία των τραπεζών τους; Όχι γιατί η Δυτική Ευρώπη είχε το ηθικό κύρος να το πράξει (τα ίδια και πολύ χειρότερα διαπράττονται, σε ασύγκριτα πιο μεγάλη κλίμακα, στη γειτονιά της), αλλά επειδή είχε τη δύναμη να επιβάλει τις αποφάσεις της στον πιο αδύναμο.
Ξαναγυρίζουμε στα «θεμελιώδη» της ανθρώπινης ιστορίας, όπως τα ξεσκεπάζει ο Θουκυδίδης περιγρά φοντας τη σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους.
Και, συνάμα, στα «θεμελιώδη» του νεότερου ελληνι σμού, όπου Ελλάδα και Κύπρος ξανασμίγουν μέσα στον ίδιο τους τον χωρισμό: μια Ελλάδα και μια Κύπρος που φιλοδόξησαν να επωφεληθούν, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, από τα πλούτη και τα παιχνίδια των Με γάλων, αλλά με τόση προχειρότητα και τόσες αυτα πάτες, ώστε να σπάνε σήμερα τα μούτρα τους πάνω στον τοίχο της κυνικής ισχύος. Φαντάσου: η Κύπρος, «ισότιμο» μέλος της ευρωζώνης, θάρρεψε ότι θα εξα κολουθούσε ατιμώρητα να στηρίζει την ευημερία της σε μια «οικονομία καζίνο», όπως είπε ωμά ο Πιερ Μοσκοβισί, υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας, και στον φορολογικό «παράδεισο» που χάριζε απλόχερα σε Ρώ σους και άλλους «ολιγάρχες»! Αυτή ήταν η δική της ὕβρις, όχι πολύ διαφορετική στο βάθος από την ελλαδική.
Όμως όλα τούτα αποτελούν μόνο τη μισή αλήθεια, που αν την κοιτάξουμε ολόκληρη θα καταλάβουμε κα λύτερα πόσο ρηχό και υποκριτικό είναι το ηθικό «κα τηγορώ» των Ευρωπαίων. Τι άλλο μπορούσε να κάνει μέσα στις σημερινές συνθήκες τούτο το ταλαίπωρο νησί, όπως μεταλλάχθηκε από την αγγλική αποικιο κρατία, την τουρκική εισβολή, την κατοχή και την προσφυγιά, παρά να αντισταθμίσει τα δεινά του με κά ποιας λογής οικονομική «ανάπτυξη», όπως την εννοεί η κυρίαρχη φιλοσοφία των καιρών μας, θεμελιακή αξία και μέτρο της οποίας είναι η δύναμη του χρήματος; Και πού αλλού μπορούσε να στηρίξει την «ανάπτυξή» της μια τόσο μικρή και καθημαγμένη χώρα, αν όχι στον τουρισμό και σε ένα ανθηρό τραπεζικό σύστημα, το οποίο, όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική δίνη, αποκάλυψε σχεδόν παντού τη σαθρότητά του; Τι μπορούν να κάνουν οι μικροί και αδύνατοι απέναντι στους δυνατούς και στους μεγάλους, παρά να συμπεριφέρονται λίγο πολύ με την κατεργαριά του Καραγκιόζη;
Να γιατί δεν μπορώ να συμφωνήσω με όσους είδαν στο αρχικό «όχι» των Κυπρίων «μια πράξη αυτοδιά θεσης και ελεύθερης επιλογής να τερματίσουν οι ίδιοι την ευημερία τους [...] όταν και όπως [...] βούλονται», καταπώς έγραφε τις προάλλες ένας από τους πιοαξιό λογους Έλληνες επιφυλλιδογράφους – ποια επιλογή, ποια βούληση και ποια ευημερία, όταν ετούτη είναι ήδη καταδικασμένη; Και βέβαια δεν συμφωνώ καθόλου με τους «φιλοευρωπαίους» Ελλαδίτες που σαρκάζουν αφ’ υψηλού τον «ψευτοπαλικαρισμό» των Κυπρίων. Το έχω πει και θα το ξαναπώ: για να είναι σωστή και δίκαιη η αυτοκριτική μας, χρειάζεται να πηγάζει από συμπάθεια και συμπόνια για τους αδύνατους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την αναπόδραστη νέμεση όχι ως θεϊκή τιμωρία, αλλά ως ανεξήγητη αδικία· ώσπου να κλείσει κάποτε –αν κλείσει– ο τραγικός κύκλος. Και τώρα μόλις συλλογιέμαι ότι ο αριστοτελικός ἔλεος, τον οποίο –αντάμα με τον φόβον– αισθάνονται για τα πάθη των ηρώων οι θεατές της τραγωδίας για να οδηγηθούν στην κάθαρσιν του τέλους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που εμείς οι σημερινοί ονομάζουμε συμπόνια. Αυτή εί ναι το αναγκαίο προκαταρκτικό στάδιο: «δι’ ελέου καί φόβου περαίνουσα τήν των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Πόσο κοντά στο τραγικό πνεύμα βρίσκεται η βασανισμένη ιστορία του νέου ελληνισμού!
Αλλά αυτόν τον τραγικό ψυχισμό –και τον βαθύτερο μηχανισμό που τον κινεί πώς να τον καταλάβουν οι Γερμανοί και οι άλλοι Δυτικοί; Ή, πιο σωστά: πώς και γιατί να τον κατανοήσουν, όταν έχουν όλοι προ σκυνήσει τόσο ταπεινωτικά το χρήμα, ώστε να αγνοούν τη δική τους ὕβριν, που θρέφει εκείνην των μικρών και των αδύνατων; Μπορεί, από τη μεριά τους, να μην έχουν άδικο – αυτή τη νοοτροπία υπαγορεύει η σημε ρινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Στο κάτω κάτω cosi fan tutti (έτσι κάνουν όλοι). Όμως φοβάμαι –ή ελπίζω– ότι η Νέμεσις πλησιάζει για όλους. Δείτε το κύμα λαϊκισμού και ανορθολογισμού που απλώνεται στην Ευρώπη, όπως έδειξαν οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Ιταλία. Δείτε πόσο βαθιά έχουν απαξιω θεί στα μάτια των περισσότερων λαών οι πιο σοβαροί, υποτίθεται, πολιτικοί ηγέτες. Δείτε προπάντων πώς φουντώνουν κάθε μέρα τα ακροδεξιά, νεοφασιστικά κόμματα σε τόσες χώρες της ηπείρου μας. Αυτή είναι η εκδίκηση της πρωτόγονης ανθρωπιάς, που φωλιάζει λίγο πολύ μέσα σε όλους μας, όταν συνθλίβεται από τον άψογο «ορθολογισμό» κυβερνητών, τεχνοκρατών και οικονομολόγων.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κιουτσάκη ''Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου'' εκδ. Πατάκη, σελ 108-114.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Ιωάννη Αλταμούρα.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο