Σταμάτης Σουφλέρης
Α ΜΕΡΟΣ
Όλα ξεκίνησαν πάλι πριν δυο μήνες, από ένα σχόλιο πάνω σε μια πλατωνική μελέτη, όπου υπήρχε ο εξής στίχος από την Ιλιάδα.
ἐν δὲ φάει καί ὄλεσσον
Κάπως πιάνοντας το νόημα, ταράχτηκα. Άρχισα να ψάχνω μεταφράσεις, είχα δυο σπίτι και οι δύο μέτριες, αλλά δε χρειαζόταν πολύ, έπιανα το βασικό, έφτιαξα και μια δική μου, “μέσα στο φως , χάλασε τους”, είχα πάθει αυτό το γλυκό αμόκ τής ποίησης, έπρηζα φίλους και γνωστούς που θα μπορούσαν να τους ακούσουν, πήρα και άλλες δυο μεταφράσεις και ξανά προς την δόξα τραβάμε. Ήταν οι μέρες που το Μακεδονικό από το πουθενά είχε φουντώσει, ο δικός μου “εθνικισμός” μού έλεγε, δε γίνεται να χαθεί ένα τέτοιο έθνος, δε γίνεται να χαθούν άνθρωποι που παρ’ όλες τις ανοησίες και τους ξεπεσμούς, έχουν τέτοιο υλικό, παραμιλούσα και στριφογυρνούσα, έκοβα βόλτες στην αυλή, δε με χωρούσε ο τόπος και επαναλάμβανα τις λίγες λέξεις τού παππού:
ἐν δὲ φάει καί ὄλεσσον .
Είναι από την προσευχή του Αίαντα στον Δία, Ιλιάδα Ρ 645-647, έχει πέσει σκοτάδι, η αμάχη είναι σε μια κορύφωση, χρειάζεται και πάλι η θεϊκή παρέμβαση, γίνεται αυτή η φρικτή λοιπόν ευχή. Να γίνει φως -το σκοτάδι ήταν μια πρόσκαιρη προστασία, αυτό που θα λέγαμε παραπέτασμα καπνού- για να εξολοθρεύσουμε τους εχθρούς μας. Μέσα μου πάλι έπαιζαν δυο. Το ένα, μήπως εμείς αν είναι να σκοτωθούμε, ας γίνει αυτό στο φως. Από την άλλη το παραπέτασμα είναι για εμένα το μεγάλο εμπόδιο. Ναι μεν σχίστηκε, “και ιδου το καταπετασμα του ναου εσχισθη απ ανωθεν εως κατω εις δυο” αλλά φοβάμαι όλη μας η ζωή βρίσκεται πίσω από ένα βαρύ, αραχνιασμένο, σκονισμένο και σκοτεινό παραπέτασμα. Αλλά μια που μιλώ εξομολογητικά ας συνεχίσω έτσι.
Παράδοξη και λαμπρή βοήθεια ήταν τα λόγια τα παλιά. Ήταν μέρες που η ανοησία, η αμετροέπεια, η φθορά λέξεων και ήθους ( ήθος ανθρώπω δαίμων), είχε πάρει την ανιούσα και όλοι εμείς, χώρα, καταστάσεις, άνθρωποι, την κατιούσα. Από όλους τους χειρότερους, αυτοί που μας κυβερνούν, σε μυαλό, καρδιά, γνώση, ψυχή, είναι οι απείρως χειρότεροι. Έχουν μετρηθεί, ζυγισθεί και καταμετρηθεί από τις πράξεις και τα λόγια τους, ( Μανή, θεκέλ, φάρες ) αλλά από αυτό που θα θέλαμε να είναι μια απελευθέρωση, μια σεισάχθεια, από κάτι που έστω ξεκίνησε σαν αδέξιο αστείο, οδηγηθήκαμε στη χειρότερη θέση που έχουμε υπάρξει, μετά τον Πόλεμο. Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς, αυτοί, είναι σαν να δανείζονται και από τις επόμενες, καταφέρνουν να κάνουν συνεχώς και περισσότερο κακό, να επινοούν καταστάσεις, να γεννούν προβλήματα, να υποθηκεύουν το μέλλον. Αυτό που έμοιαζε γελοιότητα και ανικανότητα, είναι τα πρόθυρα μιας Καταστροφής. Ίσως, μόνο η δυναστεία των Αγγέλων, που οδήγησε στην άλωση του 1204, ή η διάσπαση του 1921-1922 να συγκρίνεται μαζί τους και με το τι προετοιμάζεται. Και δεν το λέω από υπερβολή. Είναι μόνο η αναλογία. Εδώ θα βάλω μερικά δικά μου πονήματα πριν συνεχίσω....
5 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ και 1 ΧΑΙΚΟΥ
1.
“Ανήμποροι” βλέπουμε
τη Χώρα να πέφτει.
“Ανίκανοι” θα λένε οι επόμενοι
“ήταν Αυτοί.
Μα κυρίως Άθλιοι
στις επιλογές τους”.
2.
Σοφός ο κάτοικος
του Μαξίμου,
ο Δίποδος
ο Φτερωτός.
3.
Την Παρασκευή
θα μαζευτεί, έμαθα
το Τσίρκο.
Αχ, Μάρτιε
τι βρέχεις.
4.
Μάρτιε, λυπήσου
τη Χώρα μας.
Αυτών, δεν είναι.
5.
Στις μέρες μας
γράφεται Ιστορία
που οι Πρωταγωνιστές της,
θα ανήκουν αποκλειστικά
στις υποσημειώσεις.
Χαϊκού.
Μια Σπίθα φτάνει
σε σωρό από Φτήνια
να σβήσει το Παν.
Ας δώσω λίγες εξηγήσεις. Τα είχα γράψει όταν μια γυναίκα είχε ρήξει μέσα στου Μαξίμου μια κότα ή κόκορα, τον Μάρτιο του 2016. Θεώρησα ότι ο συμβολισμός δεν ήταν λάθος, ούτε το πτηνό άστοχο, αλλά αυτό που εκφράζεται πλήρως, από τον πρωθυπουργό και τους δικούς του. Και πού να ήξερα τι θα έφερνε ο Μάρτιος του 2018. Διάβαζα τον “Μάστορη” του Μάλαμουντ, βιβλίο με υπόθεση την άδικη φυλάκιση ενός Εβραίου, μόνη αιτία το ότι ήταν Εβραίος και ξαφνικά μέσα στο βράδυ λέω στον εαυτό μου, “Τι κάνουμε; Αυτά τα δυο παιδιά είναι στη φυλακή εδώ και σχεδόν δυο μήνες, γιατί ήταν Έλληνες, γιατί φορούσαν την στολή”. Και όμως συζητάμε ακόμα για καμένους και κουνέληδες.
Πάντα ο ανεκδιήγητος ο πρωθυπουργός, μού θυμίζει το περιστατικό που είχε γίνει με την Ακροκόρινθο, που ενώ ήταν εξοπλισμένη και φορτωμένη από όπλα, αγωνιστές και εφόδια, είχε αρχηγό έναν Αχιλλέα, που βλέποντας και μόνο τον Τούρκο λάκισε. Τους έγραφε με τη χοντρή αλλά ατόφια γλώσσα του ο Κολοκοτρώνης ότι δε γίνεται από το όνομα ο ανδρισμός. Και τώρα έχουμε Αλέξανδρο;
Και όμως σήμερα δε θέλω να γκρινιάξω, αλλά να υμνήσω. Να αισθανθώ όπως ένιωσα εχθές το απόγευμα, όταν έφτασα σε κάτι που ήξερα ότι θα ήταν το κυρίως πιάτο. Βρισκόμουν στο Ζ της Ιλιάδας λίγο πριν από τον αποχαιρετισμό τού Έκτορα και της Ανδρομάχης. Από πολλούς, θεωρείται κορύφωση τής ποιητικής τέχνης, κορύφωση τού ανθρώπου. Αλλά αυτά είναι λόγια θα μου πείτε. Στο 208 υπάρχει αυτό που έχει μείνει σαν ρητό σε εμάς, το περίφημο
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων
αλλά αυτό που ήθελα να απολαύσω ήταν η ανθρωπιά της κουβέντας μεταξύ του ήρωα και της γυναίκας του. Κονταροχτυπιέμαι λοιπόν με το αρχαίο κείμενο και με βοήθεια της μετάφρασης του Μαρωνίτη, αρχικά μου ήταν απωθητική, εντελώς αντιποιητική, αλλά τελικά παραδέχομαι ότι σώζει αρκετά από τα νοήματα. Άλλωστε το να θέλεις να μεταφράσεις Όμηρο είναι σαν να θέλεις να χτίσεις τον Παρθενώνα στην άμμο.
Προσέχω λοιπόν στους στίχους 237-242 για πρώτη μου φορά το άγριο μάζωμα των γυναικών γύρω από τον Έκτορα, μάνες και αδελφές, κόρες και γυναίκες, να τον ρωτάνε για τους δικούς τους, αν είναι ζωντανοί, αν χάθηκαν
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν,
ἀμφ᾽ ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρε
εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε
καὶ πόσιας·
και εκείνος τις συμβουλεύει να ευχηθούν στους θεούς αλλά (θα χρησιμοποιώ διευκρινιστικά την μετάφραση του Μαρωνίτη)
στις πιο πολλές κρεμόταν κιόλας στο κεφάλι τους το πένθος.
ὁ δ᾽ ἔπειτα θεοῖς εὔχεσθαι ἀνώγει
πάσας ἑξείης· πολλῇσι δὲ κήδε᾽ ἐφῆπτο.
Κάτι δεν πάει καλά, είπα μέσα μου. Πώς γίνεται να έχεις τέτοιο υλικό στα χέρια, να περνάς έξι χρόνια από το δημοτικό, έξι από το λύκειο κλπ κλπ κλπ κατά το αστείο από τη γνωστή ταινία και να μην αγγίζεις έστω ελάχιστα, να μην μυρίζεις αυτά που είναι όμορφα, μοσχοβολιστά, καλλωπισμένα. Δεν κρύβω ότι πολλοί σχολικοί φιλόλογοι στα μάτια μου είναι εγκληματίες, γιατί καταφέρνουν το απίστευτο, όχι μόνο να μην μαθαίνεις Αντιγόνη και Οιδίποδα, Λουκιανό και Ξενοφώντα, να μην παίρνεις πρέφα από Πλάτωνα και Όμηρο, αλλά βγαίνεις και τα μισείς κιόλας, μαζί και την ιστορία. Θα μου πεις, καθηγήτρια τού παιδιού μου (τον λένε Σωκράτη) στο λύκειο, Συριζαία και προοδευτική, έλεγε στα παιδιά ότι τα Αρχαία είναι άλλη γλώσσα. (υπόσχομαι να μην ξαναγκρινιάξω, αλλά δε θα με πείραζε να την αναλάμβανε ο Αχιλλέας).
Θα παραλείψω τα ενδιάμεσα και θά πάω στον αποχαιρετισμό.
Β ΜΕΡΟΣ
Από ένα συκαλάκι μπορεί να αλλάξει μια ζωή;
Είναι η εποχή που μαζεύουμε τα αρσενικά και τα άγρια σύκα για να κάνουμε το περίφημο γλυκό το συκάκι. Κάποια χρόνια τώρα πορευόμαστε με την γεωργία, τα σύκα τα ξερά, ελιές, βγάζουμε το δικό μας κρασί, τρώμε το δικό μας ψωμί. Στα μέρη μας το σύκο το λεμέ αρινό, το ξαναλέω και το υπογραμμίζω αρινός . Συχνά παλιά ο πατέρας μου, μας πείραζε με λέξεις που στα αυτιά μας ακούγονταν περίεργες. Πολλές από αυτές τις έβρισκα στο Όμηρο, άλλες ατόφιες και ακοίμητες από των αιώνων το πέρασμα, άλλες με την αλλαγή, τη πιότερη νοστιμιά που φέρνει η ζωή. Αλλά τι γράφω άνθρωποι μου. Νοστιμιά. Χρόνια παραμιλάω για αυτό το "νόστιμον ήμαρ" τού Οδυσσέα, χρόνια όλοι, Οδυσσείς είμαστε. ( οδυσσάμενος σημαίνει αυτός που προκαλεί τον θυμό, την αποστροφή, το μίσος των άλλων...).
Και επιτέλους ξεκινώ τον Αποχαιρετισμό. Ψάχνει ο άνδρας τη γυναίκα του. (370-393)
Η ανησυχία του είναι φανερή. Ρωτάει τις γυναίκες του σπιτιού, πού είναι και του λέει μια, ανέβηκε παραλογισμένη στα τείχη, έμαθε ότι η δύναμη των Αχαιών πολλή
ἐπὶ πύργον ἔβη μέγαν Ἰλίου, οὕνεκ᾽ ἄκουσε
μέγα δὲ κράτος εἶναι Ἀχαιῶν.
Ο νους της γυναίκας έχει φύγει μπροστά στη συμφορά,
μαινομένῃ ἐϊκυῖα.
Η παραμάνα από πίσω με το παιδί. Φεύγει βιαστικός ο
άνδρας, πάει στις Πύλες τις Σκαιές (τυχαίο άραγε το όνομα;) και εκεί την είδε. Αν και το πιο σοφό είναι να διαβάσετε ολόκληρο το κομμάτι, παραθέτω διεύθυνση ηλεκτρονική εντός των αγκυλών [ΟΛΟ ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ στη μετάφραση του Μαρωνίτη και το Αρχαίο κείμενο δίπλα. http://www.greek-language.gr/
θα συνεχίσω με ένα καλό πετσόκομμα, μια ανάδειξη λέξεων, μια γιορτή της γλώσσας. Ο πατέρας βλέπει το μωράκι το “ἀλίγκιον ἀστέρι” και είναι σιωπηλός στην αρχή, μα αμίλητος του χαμογελά
“ὁ μὲν μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ”.
Η γυναίκα αρχίζει τα παράπονα, του λέει να τη λυπηθεί, να λυπηθεί το παιδί του, του λέει ότι δεν υπάρχει για εκείνη άλλη θαλπωρή
“οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλη
ἔσται θαλπωρή”
ότι αυτός είναι για εκείνη τα πάντα και μάνα και πατέρας
“ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ”
και αδελφός και ο ποθητός εραστής μου
“ἠδὲ κασίγνητος, σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης·”
“Γι᾽ αυτό σου λέω, δείξε επιτέλους έλεος, μείνε σ᾽ αυτόν
τον πύργο, να μην αφήσεις το παιδί σου ορφανό και χήρα τη γυναίκα σου.
Στήσε στρατό σ᾽ αυτήν εδώ την άγρια συκιά, όπου
της πόλης μας το κάστρο είναι ευάλωτο, κι όπου μπορεί
ο εχθρός το τείχος να πατήσει.”
Λέω μέσα μου δε γίνεται, με ξεγελούν τα μάτια μου, δε γίνεται καθώς διαβάζω στο πρωτότυπο
“λαὸν δὲ στῆσον παρ᾽ ἐρινεόν”
Φωνάζω το παιδί, του λέω κοίτα πώς είναι ο αρινός, είναι ερινεός, η γλώσσα είναι δικιά μας “στις αμμουδιές του Ομήρου, μονάχη έγνοια η γλώσσα μου”. Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν πάει καλά, δεν γίνεται από παιδιά των Θεών, να γινόμαστε σκύβαλα και αθύρματα των βαρβάρων, περίγελοι τής υφηλίου, θύματα των επιλογών και των πράξεων μας. Ναι. Τραγωδία είναι να ξέρεις και να οδηγείσαι στο χαμό, να βλέπεις και να οδηγεί άλλος την άμαξα στον γκρεμό, το καράβι στα βράχια. Άφρονες εκείνοι, άφρονες εμείς.
Δεν είναι ένας επιφανειακός εθνικισμός που πρέπει να οδηγεί βήματα, σκέψεις και πράξεις αλλά το ασύγκριτο βάθος και ύψος και πλάτος και ένταση, που έφτασε σκέψη, πράξη, βήμα των προγόνων, που συνεχώς το τονίζω συνεχώς, οδήγησε τον λαό σε ένα διάβα πάνω κάτω τριάντα αιώνων.
Είναι το Μεσολόγγι λιγότερο από τις Θερμοπύλες; Είναι μήπως το εξάμηνο του 40-41 ντροπιαστικό; Όχι. Είμαστε εμείς και το φως και το σκοτάδι μας. Εμείς Οιδίποδες τυφλωμένοι από την ανοησία, την αλαζονεία, την άγνοια. Σκεφτείτε ότι στους παρακάτω στίχους υπάρχουν τα εξής
“ἔσσεται ἦμαρ” (448)
και ένα τρομακτικό
“ἐλεύθερον ἦμαρ” (455)
Ακολουθεί η τρομακτικότερη ακόμα προφητεία του Έκτορα για την σκλαβιά της γυναίκας του, που δούλα θα κάνει ότι της λένε οι άλλοι γιατί τότε θα ζει
“δούλιον ἦμαρ” (463).
Ο ποιητής θέλει να μαλακώσει την ένταση. Θέλει να πιάσει το παιδί του μα αυτό τσιρίζει, φοβάται την όψη του πολεμιστή.
παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ
ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
“Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα,
κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ,
την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.
Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε,
και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή:
“ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ·”
Η ευχή του ας είναι και για εμάς.
«Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου
να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες,
γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του.
Και κάποιος τότε να το πει: "απ᾽ τον πατέρα του πολύ καλύτερος ο γιος",
“πατρός γ᾽ ὅδε πολλὸν ἀμείνων” .
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη, φιλοτεχνημένο το 2016.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
ΚΥΡΙΕ Σουφλέρη, ευχαριστώ.
Τίποτε άλλο.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Όσο υπάρχουν Σουφλέρηδες, θα υπάρχει και ο Έλλην Τρόπος.
Τό πρώτο μου σχόλιο επί τή αναγνώσει ήταν : Μά, καλά, τί γράφει αυτός ο “στήν κοσμάρα του” ;
Μετά, όμως, που τό ξανασκέφτηκα “εμβαθύνοντας”, είπα μέσα μου : Γιά δές φίλε μου που υπάρχουν άνθρωποι, που ως εκ τής αρχαιοπρεπούς “παρα-μόρφωσής” τους (δηλ. πληθωρικής, μέ κόπο καί μεράκι αποκτημένης μόρφωσής τους), μπορούν καί ζούν καί βιώνουν σ’ ένα αφαιρετικό τής συνήθους ζωής ποιητικό καί παραμυθικό πλαίσιο, συμπάσχοντες καί αποθαυμάζοντες ακατάληπτες γιά τούς συνήθεις, ordinary, ανθρώπους καταστάσεις, καί διατηρούντες τίς παιδιόθεν γλωσσικές τους μνήμες αλώβητες, ενεργές καί “συνάδουσες” μέ τόν θησαυρό που δονεί τήν ψυχή τους.
Μακρυά, μάλιστα, από τά πολλάκις ψυχοφθόρα θεολογίζοντα ψιμμύθια – καί πειρασμούς – που ταλαιπωρούν, μέ τήν υποδόρια κατηχητικότητά τους καί τά υποβολιμαία “πρέπει” τους, πολλούς εξ ημών.
Εν τέλει, δηλαδή, συντάσσομαι μέ τήν αβάσταχτη ελαφρότητα (μέ τήν θετική της έννοια) τού συγγραφικού καί βιούμενου “είναι” τού αρθρογράφου, συγχαίροντας καί ευχαριστώντας τον, που μπόρεσε νά μού “περάσει” τίς τόσο λεπτές καί αιθεροβάμονες ποιητικές έννοιες που τόν ενέπνευσαν, σέ μένα τόν άμουσο, ακαλλιέργητο καί αγοραίο.
Νά είσαι καλά, φίλε, καί μέ συγχωρείς γιά τήν πρώτη μου αντίδραση – ειλικρινή, σάν ξάφνιασμα, αλλά τόσο λαθεμένη στήν προχειρότητά της.
Μέ τήν εκτίμησή μου
Μια μικρή διόρθωση μόνο, προφανώς εννοούσατε τον Μακρυγιάννη παραπάνω, όχι τον Κολοκοτρώνη.