Απολογισμός μιας ορφανής επετείου

Μήπως η Επανάσταση του 1821 έχει κάτι να πει που ακόμα εκκρεμεί;

6
1784

Ήρθε λοιπόν αυτή η μέρα και τελικά ήμασταν απροετοίμαστοι. Αισθανόμαστε σαν να μη μας αφορά το γεγονός. Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αμηχανίας; Είναι μια αποτυχία; Ή απόδειξη πως η Επανάσταση του 1821 έχει κάτι να πει που ακόμα εκκρεμεί;

Συμπληρώθηκαν συμβολικά 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Η αλήθεια είναι πως οι επαναστάσεις και όλα τα σημαντικά πράγματα δεν μπορούμε να πούμε πότε ακριβώς ξεκινάνε ούτε και πότε τελειώνουν. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου είναι συμβατικό όριο.

Σε κάθε περίπτωση, η επέτειος μοιάζει να ήρθε νωρίς, μοιάζει κανείς να μη μπορεί να ασχοληθεί μαζί της σοβαρά.

Μια σειρά “ζητήματα” προκαλούν αυτή τη σύγχυση, αποτρέπουν μια αυθεντική απορία και συζήτηση. Μας εμποδίζουν ακόμα και να χαρούμε, διότι ναι, αξίζει η χαρά σε αυτή τη μέρα που κάποιοι την αισθανθήκαμε μάλλον πένθιμα.

Ίσως δεν έχει πλέον ν’οημα να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Ό,τι και να ειπωθεί μοιάζει πολύ μπερδεμένο. Οι προσπάθειες της πολιτείας έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα καθώς μετέτρεψαν σε branding τόπου μια περιπέτεια αυτογνωσίας. Κάθε ταυτότητα περιλαμβάνει την αυτοκατανόηση με την αυτοπαρουσίαση. Η τουριστική βιομηχανία ευνοεί την δεύτερη, αλλά ελέγχει και αποκλείει την πρώτη. Για αυτό ειδικά η τουριστική βιομηχανία δεν μπορεί να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του εορτασμού χωρίς να τον αδειάσει από το περιεχόμενο του.

Αλλά και αυτό να μην είχε συμβεί, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ καλύτερα. Παγκοσμίως η ιστορική αντίληψη έχει υποχωρήσει. Ζητάμε πρώτα απ’ όλα ένα ισχυρό παρόν που τελικά καταντά αχόρταγο και καταστροφικό, χωρίς πραγματική μέριμνα για το παρελθόν και το μέλλον. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των μεταμοντέρνων καιρών.
Σαν να μην έφτανε αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν τραυματίσει και την ελληνική κοινωνία και τις έννοιες, τις λέξεις.

Όπως έχουν ομολογήσει πλέον οι διεθνείς παίκτες, η συλλογική ενοχή που καλλιεργήθηκε εις βάρος των Ελλήνων (συστηματικά και αδίστακτα, εξαφανίζοντας τις ευθύνες των ισχυρών) είχε ως στόχο να νομιμοποιήσει άδικες και αναποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις. Για πολύ καιρό το μόνο που έμενε ήταν μια αποθάρρυνση και μια απελπισμένη οργή που θα μας δηλητηριάζει για πολύ καιρό ακόμη. Θα είναι κάτι σαν το “σύνδρομο της Κατοχής”, το οποίο με τον καιρό θα αφομοιώσουμε και θα γίνει κομμάτι της ταυτότητας μας.

Όμως ποια ειδικά σημεία διαφωνίας φωτίζει η επέτειος του 1821 και γιατί όλα μαζί παράγουν σύγχυση; Ας αναφέρουμε μερικά, διότι εξαντλητική απαρίθμηση δεν είναι δυνατή.

Μια πρώτη διαφωνία είναι αν γιορτάζουμε μόνο την Επανάσταση ή 200 χρόνια ιστορικής διαδρομής. Δεν είναι ανάγκη να μπουν αυτά απέναντι, με τη μορφή διλήμματος. Αν πρέπει όμως να διαλέξουμε, είναι σαφές πως η Επανάσταση χωρίς τα 200 χρόνια που ακολουθούν, εύκολα καταλήγει γραφική, μετατρέπεται σε φιέστα. Κοντολογίς γίνεται ακατανόητη χωρίς τα αποτελέσματα της.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η ανάγκη να βάλουμε επιτέλους την Επανάσταση και την ελληνική ιστορία στο διεθνές της συγκείμενο, να την δούμε μαζί με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Για άλλη μια φορά δεν βοηθά να εξετάζουμε το θέμα ως δίλημμα, όμως χρειάζεται να προσθέσουμε πως αυτό δεν γίνεται εις βάρος της τοπικότητας. Τα γεγονότα της Επανάστασης παραμένουν μοναδικά.

Τρίτο ζήτημα είναι ένα αίτημα ομοφωνίας, μιας “εθνικής ομοψυχίας” που εμφανίζεται προκαταβολικά. Αλλά μια ομοφωνία βασισμένη στον φόβο της διαφωνίας είναι ύποπτη και ανησυχητική, δεν γεννά συμφωνία. Το να συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε θα ήταν ήδη ένα μεγάλο κέρδος, είχαμε μια μεγάλη ευκαιρία που μοιάζει να απομακρύνεται, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Μόνο να είμαστε σαφείς εδώ πως αυτός που αγωνιά για την ομοφωνία είναι αυτός που θέλει να κρύψει κάτι, δεν αναζητά την αλήθεια ούτε την δικαιοσύνη. Και αυτό υποθηκεύει τελικά την ειρήνη και γεννά διχασμό. Θα ήταν καλό να μην επικαλούνται την ειρήνη και την ενότητα όσοι επιβάλλουν ομοφωνίες.

Τέταρτο ζήτημα που ξεχωρίζει, γιατί βγήκε με ιδιαίτερη ένταση και σε πολλές εκδοχές, είναι η ιδέα πως η Επανάσταση του 1821 είναι μια ανολοκλήρωτη αστική επανάσταση. Σε πολλούς αυτό το επιχείρημα μπορεί να μην έγινε καν αντιληπτό γιατί δεν διατυπώνεται πάντα καθαρά, ούτε από την ίδια αφετηρία και έτσι μπορεί να μην διακριθεί.

Η ιδέα είναι πως η Επανάσταση αυτή είναι ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα που δεν ολοκληρώθηκε, γιατί ο ελληνικός λαός (που δεν μετέχει του ευρωπαϊκού αστικού πολιτισμού) δεν το επιτρέπει κάθε φορά. Αυτός ο λαός, ξανά και ξανά, αντιστέκεται και ανακόπτει τις φωτισμένες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι συναρπαστικό. Μοιάζει υπόρρητα ο “λαός” να είναι στη μέση και να εμποδίζει. Όπως οι “Ινδιάνοι” και οι ιθαγενείς που έπρεπε να εξαφανιστούν για να θεμελιωθεί ο καινούριος κόσμος. Σε αυτό το αίτημα δικαίωσης της αστικότητας η απάντηση μπορεί να είναι αρκετά καθαρή. Αυτή η ερμηνεία, των αστών για τους αστούς, καταλήγει μια αφελής αυτοδικαίωση και τυφλώνει τις προνομιούχες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Τις καθιστά ανάπηρες, ανίκανες να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Στο πλαίσιο της δημόσιας αντιπαράθεσης είναι απαραίτητο να βοηθήσουμε την αστική ιδεολογία να καταλάβει τα όρια της και να μετατραπεί σε δύναμη θετική και δημιουργική. Αν εγκαταλείψουμε αυτή τη μάχη ο αστισμός θα καταλήξει μεταμφιεσμένη συμφεροντολογία. Δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης, αλλά υπέρβασης της αντιπαράθεσης.

Για να συμβεί αυτό, πρέπει να γίνουν μια σειρά από διευκρινίσεις που αφορούν αποκλειστικά τον αστισμό. Πρώτον, πως παραδόξως την απολογία των αστών την κάνουν όλοι οι πολιτικοί χώροι. Δεξιοί και αριστεροί και κεντρώοι και εξωκοινοβουλευτικοί και όλοι οι άλλοι συναντιούνται συχνά σε αυτό το σημείο με τρόπους που δεν είναι πάντα ορατοί, καθώς και όταν αντιτάσσονται δήθεν στον αστισμό το κάνουν με τα δικά του εργαλεία. Δηλαδή είτε υιοθετούν τις θέσεις του ή τις αναπαράγουν απλώς αντεστραμμένες. Για παράδειγμα, αναπαράγουμε μια αυτόματη κρυφά ρατσιστική υποτίμηση της νεοελληνικής κοινωνίας που καταλήγει οριενταλιστική ή αντιστεκόμαστε και αντί για τις ελίτ πάμε με τον λαό έχοντας όμως αποδεχτεί τον ορισμό του που έχει διατυπώσει η διαφωτιστική σκέψη των αστών.

Αυτό που μόλις περιγράψαμε ίσως βοηθά να καταλάβουμε πόσο μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι ακριβώς αυτός ο αστισμός και οι μεταμφιέσεις του. Και εδώ ερχόμαστε στην δεύτερη διευκρίνιση που αφορά το περιεχόμενο του αστισμού. Διότι αυτό είναι ένα συγκεχυμένο, μάλλον ασπόνδυλο ιδεολόγημα ανωτερότητας, που επειδή ακριβώς είναι συγκεχυμένο διαρκώς μεταλλάσσεται και μεταμφιέζεται και προσβάλλει την σκέψη μας σχεδόν αόρατο. Ακόμα περισσότερο που μια στρατηγική του αστισμού είναι να τονίζει πως “δεν υπάρχει αστική τάξη στην Ελλάδα” και έτσι δεν μπορούν να αποδοθούν ευθύνες. Όμως άλλο οι αστοί και άλλο ο αστισμός, που είναι ισχυρός γιατί ακριβώς ελίσσεται διαρκώς. Ο άξονας του αλλάζει μόλις απειληθεί, πότε είναι η Ευρώπη, πότε είναι ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα, πότε η κουλτούρα και η παιδεία, πότε η αισθητική και το γούστο, πότε μια φημολογούμενη ευφυΐα, πότε είναι η επιστήμη και η ορθολογικότητα ή πολύ ωμά ο πλούτος και τα αγαθά – πλούτος ο οποίος, όμως, επενδύεται με αφηγήματα αξιοσύνης ή καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση πάντως συνδέεται με τον ευρωκεντρισμό και είναι σημάδι ανωτερότητας σε σχέση με κάποιους που δεν χρειάζεται πάντα να ονομάζονται, αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε να υπάρχουν. Τελικά όλο αυτό νομιμοποιεί το δικαίωμα κάποιου να έχει άποψη ενώ αυτομάτως το αφαιρεί από “άλλους”.

Υπάρχουν βέβαια και ζητήματα που δεν θίξαμε, ειδικά το θέμα του “λαού” που είναι μονίμως στο τραπέζι. Συγκεκριμένα όταν μιλάμε για τους αστούς και την κουλτούρα τους μιλάμε αυτομάτως για δύο οντότητες, για δύο γενικεύσεις, για την αστική τάξη και συνάμα για τον “άλλο”, τον λαό. Και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Υπάρχει, δεν υπάρχει, πώς υπάρχει κ.ο.κ. Στην Επανάσταση του 1821, δε, το θέμα του λαού έρχεται ενοχλητικά μπροστά και αυτό εντείνει την αμηχανία μας για την περίοδο. Μας αρέσει ο Κολοκοτρώνης, όταν λέει πως η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέοντας του άνοιξαν τα μάτιαμ αλλά δεν μας αφορά πως πάει στο Χρυσοβίτσι να προσευχηθεί γονατιστός και με δάκρυα στην Παναγία, γιατί χάνεται η Επανάσταση.

Επίσης κρίσιμο είναι και το θέμα της βίας στο όνομα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας που μια επανάσταση δικαιώνει εξ’ ορισμού. Εδώ πρέπει να φτιαχτούν μηχανισμοί που θα εξασφαλίσουν πως η κληρονομιά αυτού του δικαιώματος πάει στην “σωστή” μεριά, όποια κι αν είναι αυτή. Προφανώς αυτό κάνει, ακόμα μια φορά, δύσκολη την διαχείριση της επετείου.

Και τέλος το μέγα θέμα των μύθων, της Εκκλησίας και της ιστορικής αλήθειας. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε την υπόθεση του “κρυφού σχολειού” και της ανύπαρκτης ορκωμοσίας στην Αγία Λαύρα. Αλλά τα λεγόμενα ψέματα περιέχουν πάντα συμβολικές αλήθειες. Δυστυχώς τα “μυθικά” γεγονότα εμφανίζουν ανάγκες, σχέσεις και επιθυμίες που είναι απόλυτα αληθινές, ίσως πιο συγκροτημένες από την τυχαιότητα της ιστορίας. Η κριτική λοιπόν που τους γίνεται υπηρετεί μια αλήθεια μερική και έτσι συχνά περιορίζει ή χάνει το νόημα ή μάλλον αρνείται να το δει. Πως να το κάνουμε; Την Επανάσταση, την κάθε επανάσταση, την γεννά η μυθική σκέψη.

Η Επανάσταση σίγουρα ήταν ένα ανεξέλεγκτο γεγονός, τρομακτικό και τολμηρό, με όλα τα ενδεχόμενα, όλες τις ελπίδες και όλους τους φόβους να έρχονται στην επιφάνεια. Ήταν και πολιτική και θρησκευτική και αστική και λαϊκή και τοπικιστική και ευρωπαϊκή και ιδιοτελής και μεγαλειώδης στην αυταπάρνηση της. Μένει να εξετάσουμε αυτές τις διαστάσεις τόσο χωριστά όσο και στις συναρμογές τους.

Αν το δούμε έτσι, μπορούμε να πούμε πως η Επανάσταση του 1821 ήταν και λάθος και σωστή και, τέλος, πως και πέτυχε και απέτυχε! Ακόμα διακυβεύεται το περιεχόμενο και η αξία της μέσα στις δικές μας ζωές. Η Επανάσταση συνεχίζεται και κρίνεται στα ελάχιστα πράγματα, στο ήθος μας, στην πίστη μας στους ανθρώπους, στο πόσο ενδίδουμε στην αυτοδικαίωση, στο πόσο υποτιμούμε την ελληνική κοινωνία τυφλωμένοι από μια νεωτερική έπαρση. Κρίνεται επίσης και σε μάχες, ποιότητες και στιγμές που δεν έχουν απαραιτήτως κάτι επαναστατικό – αν και δεν αποκλείεται και αυτό.