[ Αντί- γραφή ια’ :] Βυζαντινά ιδεολογικά αδιέξοδα ή η Ιστορία ως εκκρεμότητα. (α’)

1
714

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.

Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.

[Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά, Γ. Σεφέρης] 

Η 13η Απρίλη του 1204, η μέρα που τα Σταυροφορικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κωνσταντινούπολη, είναι ένα ιστορικό σημείο, επιδεκτικό πολλαπλών ερμηνευτικών αναγνώσεων. Κυρίως όμως, η πολυπλοκότητα των παραμέτρων που οδήγησαν στη τραγωδία του σκληρού Απρίλη του 1204, δημιουργεί μία τέτοια ασάφεια, που συσκοτίζει το μέγεθος και την σημασία του γεγονότος. Σε ένα δεύτερο ωστόσο επίπεδο, η σκοτοδίνη αυτή περιγράφει ακριβώς το πεδίο των ιστορικών νοημάτων, τα οποία προκύπτουν μόνο μέσα από την ερμήνευση της έντασης των συγκρούσεων και των διλλημάτων, καθώς και το ίδιο το ιστορικό γεγονός υφίσταται στον βαθμό, που η Ιστορία συμπλέκεται εναγωνίως με το Δράμα. 

Αυτό που ονοματίζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία (μόνο καταχρηστικά επιστρατεύω τον όρο Βυζαντινός ή επί το ορθότερο Βυζαντηνός) αδυνατεί εκ των ενόντων να περιγραφεί μέσα από περιοδολογήσεις και χρονικά σημεία: α. διότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας- ως εκ τούτου και φορείς της Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας- δεν αντιλαμβάνονταν τέτοιου είδους ιστορικές σχηματοποιήσεις, παρά την καθοριστική επίδραση του έργου Ευσεβίου του Παμφίλου και του Σέξτου Ιουλίου Αφρικανού, β. διότι η Ιστορία βρισκόταν σε μία αδιάκοπη διαλεκτική με την τριμερή δυναμική του λειτουργικού βιώματος και χρόνου, εξοβελίζοντας την αιχμή του ιστορισμού, και γ. επειδή η ενότητα, υπήρξε διαχρονικά κεντρικός πολιτικός και πολιτισμικός όρος , που αντλούσε περιεχόμενο όχι από την ανάγκη χειραγωγήσεως, αλλά από τον ίδιο τον στενότατο πυρήνα της μετά- πολιτικής νομιμοποίησης του Αυτοκρατορικού θεσμού. Αυτό δεν σχετικοποιεί τον χαρακτήρα και το βάθος της ιστορικής συνείδησης, απλά τα μεταθέτει ίσως σε κάποια πεδία που για εμάς ή είναι άγνωστα ή το πιθανότερο, αδιάφορα. 

Το 1204 δεν αποτελεί την αυτονόητη κατάληξη ενός παρακμιακού και περιθωριακού Βυζαντίου. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: ως τα 1180, οπότε και αποβιώνει ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός, η Αυτοκρατορία είχε κατορθώσει να ανασυρθεί ισχυρή μέσα από την άβυσσο των γεωπολιτικών συσχετισμών και μίας αχαλίνωτα καλπάζουσας παπικής Δύσης. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, όταν αναλαμβάνει πραξικοπηματικά την εξουσία στα 1081, στέλνοντας τον γηραιό προκάτοχό του Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078- 1081) ντυμένο καλόγηρο στη Μονής της Περιβλέπτου, είχε να αντιμετωπίσει ανοιχτά το στοίχημα της επιβίωσης του Κράτους. Αυτό το στοίχημα σήμαινε δύο πράγματα: α. το ιστορικό μάθημα του 11ου αιώνα έπρεπε να εμπεδωθεί τάχιστα και σε βάθος, γεγονός που συνεπαγόταν έναν εκ των πραγμάτων άνευ προηγούμενου μετασχηματισμό της ιστορικής συνειδήσεως. Ο Αλέξιος Α’ έπρεπε να δει τα πράγματα εκτός των πεδίων της καθιερωμένης Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας και των μετά- πολιτικών της συνιστωσών. Εάν επέμενε στη χίμαιρα της αυτάρκειας του ηγεμονεύοντος Κράτους, ευθύς η Ιστορία ή θα τον ξέβραζε στην αποδοχή ενός ακίνητου προβιντενσιαλισμού ή θα τον συνέτριβε στα βράχια των μεσσιανικών οραμάτων. Το κόστος των επιλογών του θα σήμαινε την επιβίωση του Κράτους. β. ο τρόπος διακυβερνήσεως έπρεπε κατ’ αρχήν να επιστρέψει σε μία δομική εσωστρέφεια, ώστε να καταφέρει την απαιτούμενη ανασύνταξη των κεντρικών δυνάμεων. Η εσωστρέφεια αυτή μπορούσε να οδηγήσει σε απόλυτη καταστροφή, αν δεν εκλαμβανόταν ως κεντρική παράμετρος της πολιτικής αυτοσυνειδησιακής διαλεκτικής, τέτοια που να επιτρέπει στην Αυτοκρατορία να αποβάλει το έρμα εκείνο, που την υποχρέωνε σε ρόλο περιφερειακής δυνάμεως και την καθήλωνε σε μία ασυνάρτητη ομφαλοσκόπηση. Στην ουσία δηλαδή ο Αυτοκράτορας έπρεπε να κοιτάξει βαθιά το περιεχόμενο και το εκτύπωμα της εικόνος του. Το δυναμικό φορτίο όμως, που έσωζε πυρηνικά στην εκπνοή του ο 11ος αιώνας ήταν πως ο βυζαντινός ιστορικός σκεπτικισμός δεν θα έπρεπε να ανιχνεύει τις απαντήσεις σε έξω- ιστορικά μεγέθη, αλλά να συγκεντρώνει την προσοχή του στον ίδιο τον άνθρωπο, ως δημιουργό και φορέα της ιστορίας του. Ακόμα περισσότερο, ως διαμορφωτή της ίδια του της μοίρας.

Η εσωστρέφεια συνήθως προϋποθέτει συγκεντρωτισμό ή εκβάλει τελικά σε αυτόν. Στην περίπτωση των Κομνηνών ο κανόνας αυτός τηρήθηκε ευλαβικά. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να έρθουν αλλιώς. Υπάρχει για παράδειγμα η άποψη, πως τη στιγμή που το Βυζάντιο είχε ανάγκη από έναν μεταρρυθμιστή πολιτικό, ώστε να μπορέσει να εκσυγχρονίσει τις απαρχαιωμένες κρατικές δομές, τελικά, υπέκυψε στις πιέσεις της στρατιωτικής επαρχιώτικης αριστοκρατίας, για να μπορέσει να ανακτήσει εδάφη και παραγωγικές δυνάμεις. Βέβαια το ερώτημα που προκύπτει είναι πως ακριβώς θα επιτυγχανόταν αυτός ο εκσυγχρονισμός, αν η εδαφική ύπαρξη της Αυτοκρατορίας κρινόταν από παράγοντες που υπερέβαιναν την εκσυγχρονισμένη αυτοσυνείδησή της. Οι Κομνηνοί λοιπόν, δεν ήταν ένα αναγκαίο κακό, αλλά η συνεπέστερη για την εποχή πολιτική επιλογή της κοινωνίας, ακριβώς ίδιο μεγέθους, όπως αυτή των Ισαύρων και των Μακεδόνων. Άλλωστε, οι συνιστώσες εκείνες που ευαγγελίζονταν το μοντέλο ενός εκσυγχρονισμένου Αυτοκρατορικού θεσμού, ως μία μορφή πεφωτισμένης Δεσποτείας, χρεοκόπησαν μαζί με την πλέρια ανιστορική αισιοδοξία του 11ου αιώνος. Ακριβώς επειδή, η Ιστορία δεν γράφεται στον άξονα των όρων της αισιοδοξίας. 

Κατ’ αρχήν, ο Αλέξιος Α’ για τους λόγιους συγχρόνους του, όπως ο Ιωάννης Ζωναράς, υπήρξε ένας ριψοκίνδυνος νεωτεριστής, τόσο σε θεσμικό επίπεδο, όσο και στον ευρύτερο πολιτικό του εσωτερικό και εξωτερικό σχεδιασμό. Επ’ αυτής της απόψεως συντάχθηκε ολόκληρη η αντιπολιτευόμενη κριτική. Όμως ούτε η αποφασιστική είσοδος της επαρχιωτικής στρατιωτικής αριστοκρατίας στο ιστορικό προσκήνιο σήμαινε κατ’ ανάγκη οπισθοδρόμηση ή αναχαίτηση των εκκολαπτόμενων κοινωνικών και ανθρωπολογικών μετασχηματισμών. Αντιθέτως, η συντήρηση και οι αυστηρές εσωτερικές οικογενειακές δομές, επέτρεψαν στον Μανουήλ Α’ να αντιληφθεί, πόσο σημαντική για την Αυτοκρατορία ήταν  η άμεση ανασύσταση του θεσμού του θεματικού στρατού. Η αυτοσυνείδηση των ανθρώπων που συνδέονταν με το χώμα τους, με τον τόπο που γέννησε την ισχύ των Οίκων τους, επικρατούσε του δειλού βυζαντινού αστισμού, γιατί χάρη στην καταστατική της ακινησία, δεν επιδεχόταν κανενός είδους ιδεολογικές μετατοπίσεις. Τα μεγέθη των ιστορικών σχηματισμών έπρεπε να μπορούν να ενσωματωθούν οργανικά όχι μόνο στο πρόταγμα της αλλαγής, αλλά και της ιστορικής συνθήκης. Γι’ αυτό, όπως πολύ καίρια επισήμανε ο Ostrogorsky, ο συγκεντρικός χαρακτήρας της κομνήνειας διακυβέρνησης, που βέβαια άφηνε σε πολλές περιπτώσεις ανοιχτά τα πεδία στον φατριασμό, κατάφερε τελικά να εξοβελίσει τον πετρωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό- επί των ημερών του Βοτανειάτη μόνο οι παλατιανοί δημόσιοι υπάλληλοι έφταναν τους 10.000- αποκαθηλώνοντας παράλληλα την αυστηρή ιεραρχία. Και οι δύο αυτοί παράγοντες, που σε ένα μεγάλο βαθμό καθιστούσαν λειτουργικά ανάπηρο τον αυτοκρατορικό θεσμό, αποτελούσαν ένα νοσογόνο σύμπτωμα της εισχώρησης των λογίων – τεχνοκρατών αστών στους κεντρικούς πολιτικούς μηχανισμούς της Αυτοκρατορίας.  

Η τάξη των βυζαντινών λογιότατων του 11ου αιώνος, που συναντά τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της στα πρόσωπα των Ψελλού, Μαυρόποδος, Λειχούδη, Ξιφιλίνου, της ‘’κυβερνήσεως των φιλοσόφων’’ κατά την προσφιλή έκφραση του Paul Lemerle, πράγματι εμφανιζόταν ως ένας συνασπισμός μίας ανανεωτικής πολιτικής πρότασης, ο οποίος κατέληξε για ένα διάστημα να καθορίζει το ίδιο το πεπρωμένο της Αυτοκρατορίας. Ήδη έχουμε μιλήσει σε άλλο σημείο, για την αντίθεσή τους στην μεταρρυθμιστική πολιτική ενός άλλου Κομνηνού, στρατιωτικού- Αυτοκράτορα, του Ισαακίου Α’. Πρέπει όμως θα συγκρατήσουμε πως οι άνθρωποι αυτοί, συγχρόνως, ήταν βαθιά διαπλεκόμενοι και ακραία συντηρητικοί. Η συντήρηση τους αυτή, αποτελούσε το θεμελιώδες πρόταγμα του εκσυγχρονισμού. Στην ουσία, οι συγκρούσεις τους με τον κεντρικό αυτοκρατορικό μηχανισμό δεν υπερέβαιναν τα όρια της υπερασπίσεως των στενότατων συμφερόντων τους. Ακόμη και η ανάδειξη του πρωτοπρόσωπου αφηγηματικού τρόπου, το ‘’εγώ΄΄ του Ψελλού, που διατρέχει την Χρονογραφία του, ήταν ένα καλοστημένο ρητορικό τέχνασμα, που απέβλεπε ή να συσκοτίσει τις προσωπικές πολιτικές του ευθύνες ή να βαρύνει την θέση άλλων, μόνο και μόνο γιατί απέφυγαν να εκτελέσουν τη συμβουλή του. Οι μοναδικές πραγματικά φωτεινές του στιγμές, είναι όποτε καλείται να περιγράψει τα πιο ακραία τοπία βίας. Ακριβώς σε αυτά τα σημεία, προβάλει ο βαθιά προσωπικός του ιστορικός σκεπτικισμός. Η αναμέτρησή του με το ερώτημα, του τι είναι τελικά η Ιστορία. 

Αυτοί οι άνθρωποι, για πολλούς λόγους, δικαίως ή αδίκως, κατέληξαν να θεωρούνται από τους συγχρόνους τους- σύμφωνα με τον ίδιο τον Ψελλό- ως τα μιάσματα της πόλεως. Όμως το ιστορικό τους άγχος αποτυπώθηκε σκληρά στην ανανέωση της μελέτης και του σχολιασμού των νεοπλατωνικών, κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Το ενδιαφέρον τους αυτό για τον νεοπλατωνισμό, δεν αποτελεί απλά ένα σκέλος του αναζωπυρωμένου ενδιαφέροντος για την σπουδή των κλασσικών ελληνικών γραμμάτων, αλλά συνιστά θεμελιώδη ιστορική τους επιλογή. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό πως αυτή η επιλογή, συμπίπτει τόσο χρονικά, όσο και διαλεκτικά, με την ακρότατη έκφραση της μυστικής θεολογίας μέσα από την ποιητική Συμεώνος του νέου Θεολόγου. Κατ’ αρχήν, επιχειρήθηκε μία ανοιχτή απόπειρα συζεύξεως των νεοπλατωνικών με την Αρεοπαγιτική Ουράνια Ιεραρχία, που εκπορευόταν από τα ίδια τα αυτοκρατορικά δώματα: ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, αδελφός του Αλεξίου Α’, δεν δίσταζε να ερωτοτροπεί ανοιχτά με την διδασκαλία του Πρόκλου, παρεισάγοντας στα κείμενα του Αρεοπαγίτη εκτενή τεμάχια από το έργο του φιλοσόφου. Μία αντίστοιχη απόπειρα ξέρουμε, πως έκανε και ο Ιωάννης Ιταλός. Την ίδια στιγμή, από την απέναντι πλευρά, με την Ουράνια Ιεραρχία καταπιανόταν και ο Νικήτας Στηθάτος. 

Σε γενικές γραμμές αυτή η κινητικότητα δεν κέρδιζε σε πρωτοτυπία, απέναντι στα δεσπόζοντα έργα του Πορφυρίου, του Ιαμβλίχου και του Πρόκλου Διαδόχου. Ωστόσο, το μέγεθος που διαφοροποιούσε την πνευματική ζύμωση, ήταν η δυναμικότατη έκφραση των βυζαντινών μυστικών. Η στροφή λοιπόν, προς τους νεοπλατωνικούς διέγραφε την πορεία ενός δειλού τολμήματος αλλαγής του προτύπου της Αυτοκρατορικής εικόνος. Εξωτερικά, το αυτοκρατορικό πρότυπο, έμοιαζε μόνο επιφανειακά συγγενές με την μυθολογία των Μακεδόνων. Στην ουσία είναι η εικόνα του Νικηφόρου Φωκά αυτή που ρυθμίζει το φαντασιακό των Κομνηνών, ως εκ τούτου και της κοινωνίας της εποχής τους: πολεμιστής- μάρτυρας, σοφός κυβερνήτης- αυστηρός ασκητής, δίκαιος- ελεήμων. Όμως η εικόνα του Νικηφόρου δεν τύγχανε της εκτιμήσεως των πεφωτισμένων παλατιανών τεχνοκρατών, μιας και ο Φωκάς, παρά την αυστηρότατη μοναστική του πολιτική, φαινόταν να ασπάζεται ειλικρινά και εγκάρδια την διδαχή της υψηλής θεωρίας των μυστικών. Για ανθρώπους του χαρακτήρα του Ψελλού, κάτι τέτοιο φάνταζε μία αδιανόητη εκκεντρικότητα. Ούτως εχόντων, το νεοπλατωνικό μοντέλο θεωρήθηκε περισσότερο ασφαλές για την Αυτοκρατορική Ιδεολογία, καθώς δεν υπέκρυπτε τον υποτιθέμενο αντιριτουαλιστικό και αναρχικό χαρακτήρα της διδασκαλίας των μυστικών. Στην ουσία ήταν επικίνδυνο, γιατί δεν προϋπέθετε την ύπαρξη θεσμικών μεσαζόντων και γιατί ανθοφορούσε στις παρυφές του δόγματος. 

Η Ουράνια Ιεραρχία, στα χέρια των βυζαντινών λογιότατων του 12ου αιώνος άρχισε να διακρίνεται ως το αντίπαλον δέος της κωνσταντίνειας Κοσμοπόλεως. Η είσοδος του νεοπλατωνισμού στο πεδίο των θεσμικών λειτουργιών, σήμαινε κατ’ αρχήν την τρομακτική ενίσχυση της Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας πρωτίστως σε επίπεδο συμβόλων. Από την άλλη πλευρά, συνεπαγόταν την μετατόπιση των δυναμικών φορτίων από την κίνηση του στωικού πράττειν, στην στάση του εκστατικού νεοπλατωνικού Ενός. Η επιλογή αυτή, καθόλου παράδοξα, συνδέθηκε έστω και ανεπίγνωστα στην εποχή της, με τον αυστηρό συγκεντρωτισμό των Κομνηνών. Η στάση αυτή όμως, του εκστατικού φιλοσόφου- Κυβερνήτη απέναντι στο θάμβος του Ενός, σήμαινε μία τεραστίων διαστάσεων καθήλωση, ρητά έξω- ιστορικού χαρακτήρα, καταδικασμένη εξαρχής σε μία ήττα από την αδιάλλακτα ανθρωπική διδασκαλία των μυστικών. Η πιο συγγενική στις αντιλήψεις των βυζαντινών λογιότατων πρόταση, θα είναι πάντοτε αυτή του Κάλλιστου Καταφυγιώτη.  

Πολύ σύντομα, οι βυζαντινοί λόγιοι έκαναν το λάθος να μεταφέρουν τον προβληματισμό του πολιτικού αδιεξόδου της εποχής τους στο πεδίο της θεολογίας. Η επιλογή τους αυτή, στα μέτρα των συνθηκών της εποχής, υπήρξε απολύτως δικαιολογημένη και πράγματι, θα μπορούσε να οδηγήσει στην άρθρωση μίας εξεχώντως σοβαρής προτάσεως. Η διάρκεια, η ένταση των χριστολογικών ερίδων του ιβ’ αιώνος και η οξεία κοινωνική και πνευματική πόλωση, μας ωθούν να θεωρήσουμε, πως δεν υπήρξαν απλές και μεμονωμένες  εκφράσεις του αναβαθμισμένου ιστορικού σκεπτικισμού της λόγιας βυζαντινής τάξεως. Είναι ωστόσο πολύ σημαντική η διαπίστωση, πως πλέον η θεολογία καλείται να συνυπάρξει με την φιλοσοφία. Η επιμονή των λογίων της εποχής για την εξεύρεση ενός modus vivendi μεταξύ των δύο, γεννά και συμμαρτυρείται από την ύπαρξη μεθοδολογικού και ερμηνευτικού προβλήματος. Η σύγχυση που επικρατούσε μεταξύ των λογίων και της επίσημης εκκλησιαστικής απολογητικής, προέκυπτε από την αμοιβαία παραδοχή, πως τα δεδομένα εμπόδια ήταν αδύνατον να υπερβαθούν με τα υπάρχοντα ερμηνευτικά κριτήρια, όχι γιατί η αυστηρή προσήλωση στον όρο της εκκλησιαστικής παραδόσεως οδηγούσε σε πνευματική στειρότητα, αλλά διότι ο ίδιος ο χαρακτήρας των προβλημάτων ήταν ρητά νεωτερικός. 

Όμως τα πράγματα ακολούθησαν μία άλλη τροχιά. Σύντομα, οι χριστολογικές έριδες του 12ου αιώνος, που από κάθε άποψη έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την κατανόηση των διαστάσεων του προβλήματος, άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως προβλήματα εισαγόμενα από την Δύση. Το ζήτημα στο σύνολό του δεν αποτελεί παρά μία μεταστατική εξέλιξη ενός προβληματισμού, που πάντοτε κινείται παρασκηνιακά: μπορούσε να υπάρξει ορθόδοξη ερμηνεία του ρωμαιοκαθολικού δόγματος του filioque; Κάθε  σύγχρονη απόπειρα ερμηνείας του χριστολογικού δόγματος, εμπεριείχε πυρηνικά την ιδέα της υποταγής του Υιού στο πρόσωπο του Πατέρα. Η ιδέα αυτής της subordinatio παρουσιάζεται με πανομοιότυπο τρόπο σε κάθε επιμέρους εκδήλωση χριστολογικής διένεξης.  Η τρομακτική αδυναμία, μερικών από τις πλέον εξέχουσες λόγιες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής, να διακρίνουν στον λόγο τους τα σημάδια της νεκρανάστασης των μεγάλων αιρέσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, οδήγησε την Εκκλησία στην λήψη άμεσων και πολλές φορές νευρικών μέτρων, που μαρτυρούσαν μία εγγενή δυσκολία άρθρωσης διαλεκτικής με τα ίδια τα προβλήματα. Οι δυνάμεις που αντενεργούν συνιστούσαν πυρηνικούς ιδεολογικούς διαμορφωτές και παρ’ όλα αυτά αδυνατούσαν να διακρίνουν το αδιέξοδο. Αυτές οι δυνάμεις προτίμησαν να μεταθέσουν το πρόβλημα σε άλλα πεδία και να το περιγράψουν με άλλους όρους. Γνωρίζουμε πως ο Δημήτριος εκ Λάμπης για παράδειγμα, ένας εκκεντρικός πρεσβευτικός αξιωματούχος – κατά την δήλωση του ιδίου, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο- εισήγαγε στο Βυζάντιο γύρω στο 1165 μία σχολαστική έριδα, της οποίας υπήρξε μάρτυρας κατά την διάρκεια της πολυετούς παραμονής του στις αυλές των Γερμανικών και Ιταλικών ανακτόρων. Η έριδα αυτή όμως σύντομα, και βεβαίως σιωπηλά, έμελλε να απασχολήσει με άλλο τρόπο, πέραν του συνοδικού τους Βυζαντινούς: η εκτίμηση του Μανουήλ Α’ προς το πρόσωπο ενός Πιζάνου θεολόγου της αυλής του,  τον Hugo Etherianus, κατέληξε να θεωρείται ως υποτιθέμενη έκφραση των φιλοπαπικών αισθημάτων του Αυτοκράτορα. Το γεγονός γρήγορα συνδέθηκε με την απόδραση του ανταπαιτητή του θρόνου και εξαδέλφου του Αυτοκράτορα, Ανδρονίκου Κομνηνού στα 1164. Οι αντιπολιτευόμενοι, που συντάχθηκαν γύρω από το πρόσωπο του Δημητρίου Λάμπης, σύντομα άρχισαν να ξετυλίγουν τον σφοδρό αντιλατινισμό τους, που επιστράτευε την θεολογική έριδα, ως όχημα για να εκφραστεί. Προηγουμένως, ο Ανδρόνικος είχε φροντίσει να αναζωπυρώσει την καχυποψία της Πρωτεύουσας προς τα πραγματικά κίνητρα του Αυτοκράτορα, υπενθυμίζοντας πως τόσο η γυναίκα του ήταν μία ξένη, όσο και ο γαμπρός του Αλέξιος- Βελάς, ένας Ούγγρος τον οποίο ο Μανουήλ Α’, προόριζε για διάδοχό του: αυτόν τον ξένο, αυτόν τον εξευτελισμό της Αυτοκρατορίας. Ο Κίνναμος και πάλι, μας πληροφορεί πως τα πράγματα για τον Κομνηνό είχαν δυσκολέψει: στην Σύνοδο μόνο ο Πατριάρχης Λουκάς Χρυσοβέργης και έξι διάκονοι, διαφωνούσαν με τις θέσεις του Δημητρίου, ενώ ακόμα και στους δρόμους οι Λατίνοι ήταν δακτυλοδεικτούμενοι. Ακόμα και άνθρωποι από το στενό περιβάλλον του Μανουήλ Α’ τον είχαν εγκαταλείψει. 

Με τούτα και με εκείνα, η πολυπραγμοσύνη κι οι εκκεντρικότητες των βυζαντινών λογιότατων, κληρικών και λαϊκών, είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και την επίσημη συνοδική καταδίκη της διδασκαλίας του Πρόκλου και του Ιαμβλίχου, ως πατέρων της απώλειας. Το βάρος της κρίσεως έπεσε εκεί, γιατί οι ίδιοι απέφευγαν να περιγράψουν ρητά ένα πρόβλημα, του οποίου την ύπαρξη κανείς δεν αρνιόταν. Ακόμα και έτσι όμως, όταν ο Νικόλαος Μεθώνης- ο γνωστός για την πολεμική του κατά του Πρόκλου, εκκλησιαστικός λόγιος- επιτίθεται στον Σωτήριχο Παντεύγενο, δεν τον ψέγει για την αιρετική του διδασκαλία, που μόνο ταραχή σήμαινε για την Εκκλησία, αλλά του καταλογίζει πως δημιούργησε συνθήκες διάσπασης για την βυζαντινή κοινωνία, σε μία περίοδο που ο Αυτοκράτορας απουσίαζε από την Πρωτεύουσα, υπερασπιζόμενος με όλες του τις δυνάμεις την μικρασιατική συνοριογραμμή. 

Δε θα σταθούμε άλλο στην αφήγηση των γεγονότων, αλλά ούτε και στην περιγραφή των λόγων, των αιτίων και των κινήτρων αυτής της έντασης. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ετούτο: σε μία χρονική συγκυρία που το Βυζάντιο διαπραγματευόταν την ίδια την επιβίωσή του, επέλεξε να μετατοπίσει το επίκεντρο του προβλήματος, στο πεδίο ενός ανεξέλεγκτου φαντασιακού. Ως εκ τούτου, το πρώτο πράγμα που διέκρινε ήταν, πως το κακό προερχόταν από την Δύση, ακριβώς γιατί οι ίδιοι οι βυζαντινοί λόγιοι επέλεξαν να δουν το αδιέξοδό τους όχι ως εσωτερικό πρόβλημα, αλλά ως εξωτερικό σύμπτωμα.  Για αυτόν ακριβώς τον λάθος υπολογισμό της ρότας του αυτοκρατορικού πλοίου ευθύνονταν αυτοί που θεωρούνταν εξ αρχής από την κοινωνία ως πολιτικά νοσήματα. Η Δύση τους πρότεινε ένα ρόλο, που δουλικά αποδέχθηκαν, γι’ αυτό και το ιστορικό αδιέξοδο του 12ου αιώνος ήταν καθαρά τεχνητό: το δημιούργησαν άνθρωποι που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τον εαυτό τους, σε άλλο ρόλο πέρα από αυτόν του διαμορφωτή του ίδιου του αυτοκρατορικού πεπρωμένου. Η μεγαλύτερή τους επιτυχία και συνάμα το δραματικότερο σκέλος αυτής της ιστορίας, ήταν να καταφέρουν να αποδεσμεύσουν από την κοινωνία, τεράστια φορτία βίας, που οδήγησαν εν πρώτοις στον διωγμό του Λατινικού πληθυσμού της Πρωτεύουσας στις 12 Μαρτίου του 1171 και κυρίως στην ανελέητη σφαγή του τον Μάιο του 1182. Τόσο ο αντιλατινισμός, όσο και ο φιλολατινισμός οδηγούσαν συντεταγμένα στα ίδια ιστορικά αδιέξοδα, στον ίδιο απερίγραπτο πόνο. Το δίλλημα, ήταν απλά τεχνητό. Δεν ήταν παρά μία απόπειρα ξεγελάσματος της Ιστορίας και σε καμία περίπτωση ιστορική επιλογή. Αυτή που πραγματικά υπήρξε ιστορική τους επιλογή, ήταν η αναβολή της συνάντησής τους με τις διαψεύσεις των ελπίδων και των αντιλήψεών τους. 

 Έτσι λοιπόν ο σκληρός Απρίλης του 1204 μιλούσε ήδη για τον πικρό Μάη του 1453 και για τον Σεπτέμβρη του 1922. Κι αν πράγματι ο Βασιλεύς μαρμάρωσε, τούτο δεν έγινε μήτε για να δοξαστεί την επαύριον το Έθνος, μήτε για να’ ναι πάλι με χρόνους με καιρούς όλα δικά μας. Ο Βασιλεύς μαρμάρωσε, γιατί το κακό κι ο πόνος κι ο ξεριζωμός κι ο θάνατος, είναι μονάχα για τα τώρα παρόντα. Τον αναμένει κανείς ως λύτρο στον παραλογισμό μίας φρίκης που δε χωρά νοήματα. Ως την βαθιά κατάφαση, πως η Ιστορία επιδέχεται διόρθωσης, αλλά και ως την σκληρή παραδοχή πως οι αποφάσεις δεν χωρούν αναβολές. 

Το μοτίβο του μύθου του Μαρμαρωμένου Βασιλέως, που εναλλάσσεται ρυθμικά με αυτό του Βασιλέως των τελευταίων ημερών, έχει τη βαθιά ρίζα του στην ιστορική αφήγηση των λαών της Μέσης Ανατολής. Σε εποχή ανείπωτου πόνου, ήδη από τις αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνος, συστηματικά εισήχθη στην διαλεκτική της χριστιανικής αποκαλυπτικής παραδόσεως. Άλλοτε ως τελευταίος Βασιλεύς θεωρήθηκε ο Νικηφόρος Φωκάς, άλλοτε ο Αλέξιος Α’ ή ο Μανουήλ Α’ οι Κομνηνοί, κι άλλοτε ο Ιωάννης ο Ελεήμων ο Παλαιολόγος κι ο Κωνσταντίνος ΙΑ’. Άλλοτε πάλι είναι ο Αλέξανδρος, που η γοργόνα αδελφή του γυρνά στα πελάγη ρωτώντας αν κανείς τον είδε κι άμα ζει.  Όλοι έπαιρναν τον ρόλο για τον οποίο η ιστορική αφορμή τους είχε προορίσει. Η Ιστορία τους επιφύλασσε τον Μύθο και το γεγονός. Τον Μύθο γιατί, όπως έγραφε ο le Goff, αναδομεί τα κατάλοιπα των παλαιών κοινωνικών συστημάτων που έχουν πέσει σε αχρησία, επιμηκύνοντας συνάμα τους χρόνους της Ιστορίας προς το αρχέγονο. Και το γεγονός, γιατί η Ιστορία βιώνεται ως προφητεία: ως ερμηνεία μίας εκπλήρωσης, κι ως ανοιχτή δυνατότητα, αφού η αναμενόμενη κρίση κάνει τα πεπραγμένα και το παρελθόν, να υφίστανται στην διαλεκτική ενός ασίγαστου γίγνεσθαι. 

Γιατί είπα ετούτη τη μεγάλη ιστορία; Κατ’ αρχήν γιατί η Ιστορία είναι αφήγηση. Είναι ακόμα, κάτι που βλέπεται, αλλά κυρίως κάτι που γνωρίζεται. Αλλά και η μνήμη, λέει ο Πλάτωνας στον Φαίδρο είναι το χάρισμα κι η τέχνη των μυημένων. Όμως για τον μείζονα ελληνικό χώρο ο όρος της Ιστορίας και της Μνήμης, σήμαινε πάντοτε την δυνατότητα να αντλήσω το περιεχόμενο και το νόημά τους όχι μόνο από το παρόν και το παρελθόν, αλλά κυρίως από το μέλλον. Που θα πει, να συντάσσουμε τέτοιου μεγέθους δυνατότητες, που να επιτρέπουν ρήξεις και με τον εαυτό και με την Ιστορία, όπως πρόσφατα μας θύμισε ο Benjamin.   Κάτι τέτοιο, δεν θα απέκλειε η Ιστορία να βιώνεται καταστατικά ως προφητεία, ως ενθύμημα των παλαιών και των μελλούμενων. Αλλά κυρίως, ως προοπτική εξόδου από τα αδιέξοδα, ως αρμολόγημα τελικά της ίδιας της ελπίδας. 

Να λοιπόν, πως ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος σε εκείνα τα τελευταία του λόγια, έσωζε λυτρωτικά αυτή την αντίληψη, στέλνοντας το Δράμα στη κάθαρση των δημοκρατικών καταβολών της πατρίδας του, κρατώντας το όραμα της Αυτοκρατορίας απροσμάχητο μέσα στη πιο βαθιά άβυσσο: Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν. 

Ὁ τύραννος ἤρξατο ἡμέρᾳ Κυριακῇ συνάπτειν πόλεμον καθολικόν. Καὶ δὴ ἐσπέρας γενομένης οὐκ ἔδωκεν ἀνάπαυσιν τοῖς Ῥωμαίοις τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ. Ἦν γὰρ ἡ Κυριακὴ ἐκείνη τῶν ἁγίων πάντων, ἄγων ὁ Μάιος ἡμέρας κζ'.

Κι ο Μάης, γράφει ο Δούκας, τραβούσε ακάθεκτος το δρόμο του. 

Στο Παρίσι, 11 Μάη του 2014, την ημέρα του Γενεθλίου της Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοφυλάκτου και Βασιλίδος.  

πηγή:  Αντίφωνο

1 σχόλιο

  1. ” Όλοι έπαιρναν τον ρόλο για τον οποίο η ιστορική αφορμή τους είχε προορίσει. Η Ιστορία τους επιφύλασσε τον Μύθο και το γεγονός. Τον Μύθο γιατί, όπως έγραφε ο le Goff, αναδομεί τα κατάλοιπα των παλαιών κοινωνικών συστημάτων που έχουν πέσει σε αχρησία, επιμηκύνοντας συνάμα τους χρόνους της Ιστορίας προς το αρχέγονο. Και το γεγονός, γιατί η Ιστορία βιώνεται ως προφητεία: ως ερμηνεία μίας εκπλήρωσης, κι ως ανοιχτή δυνατότητα, αφού η αναμενόμενη κρίση κάνει τα πεπραγμένα και το παρελθόν, να υφίστανται στην διαλεκτική ενός ασίγαστου γίγνεσθαι.

    Γιατί είπα ετούτη τη μεγάλη ιστορία; Κατ’ αρχήν γιατί η Ιστορία είναι αφήγηση. Είναι ακόμα, κάτι που βλέπεται, αλλά κυρίως κάτι που γνωρίζεται. Αλλά και η μνήμη, λέει ο Πλάτωνας στον Φαίδρο είναι το χάρισμα κι η τέχνη των μυημένων. Όμως για τον μείζονα ελληνικό χώρο ο όρος της Ιστορίας και της Μνήμης, σήμαινε πάντοτε την δυνατότητα να αντλήσω το περιεχόμενο και το νόημά τους όχι μόνο από το παρόν και το παρελθόν, αλλά κυρίως από το μέλλον. Που θα πει, να συντάσσουμε τέτοιου μεγέθους δυνατότητες, που να επιτρέπουν ρήξεις και με τον εαυτό και με την Ιστορία, όπως πρόσφατα μας θύμισε ο Benjamin. Κάτι τέτοιο, δεν θα απέκλειε η Ιστορία να βιώνεται καταστατικά ως προφητεία, ως ενθύμημα των παλαιών και των μελλούμενων. Αλλά κυρίως, ως προοπτική εξόδου από τα αδιέξοδα, ως αρμολόγημα τελικά της ίδιας της ελπίδας.

    Να λοιπόν, πως ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος σε εκείνα τα τελευταία του λόγια, έσωζε λυτρωτικά αυτή την αντίληψη, στέλνοντας το Δράμα στη κάθαρση των δημοκρατικών καταβολών της πατρίδας του, κρατώντας το όραμα της Αυτοκρατορίας απροσμάχητο μέσα στη πιο βαθιά άβυσσο: Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.

    Ὁ τύραννος ἤρξατο ἡμέρᾳ Κυριακῇ συνάπτειν πόλεμον καθολικόν. Καὶ δὴ ἐσπέρας γενομένης οὐκ ἔδωκεν ἀνάπαυσιν τοῖς Ῥωμαίοις τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ. Ἦν γὰρ ἡ Κυριακὴ ἐκείνη τῶν ἁγίων πάντων, ἄγων ὁ Μάιος ἡμέρας κζ’.

    Κι ο Μάης, γράφει ο Δούκας, τραβούσε ακάθεκτος το δρόμο του.”

    Δεν ξέρω τι θα αποκόμιζε ένας κύριος χαμερπής Σαμαράς ή Βενιζέλος από ένα τέτοιο εσώτερο κείμενο αυτοαναδίφησης, το πιθανότερο τίποτα. Αλλά και ποιος άλλος πολιτικός θα επαιδεύετο σε αυτόν το Λόγο, και έπειτα, “όλως ανεπαισθήτως”, να αλλοιώσει και τον αισχρόν λαό του. Τελικά το Παιγνίδι παίζεται στη Φαντασίωση της Ιστορίας!;… Είναι η Φαντασίωση η Ιερή Άμυνα του δύστυχου, ιερού και πάλιν σκεπτομένου,… που βλέπει απροστάτευτος την ανεξέλεκτη ροή – ροπή των γεγονότων που πλησιάζουν ανερώτητα!;… Μάλλον πάλιν θα κοιμηθούμε και πάλιν θα έχουμε καταλάβει, ξυπνητοί πλέον και πικραμένοι, ότι σε τίποτα δεν μπορέσαμε να βοηθήσομε κανέναν και σε τίποτα!… Ούτε έως κόκκον σινάπεως… “Θεέ μου συγχώρα μας”, και πάλιν την ευχήν απ’ την αρχήν… Και “ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών”, ως γλωσσοδέτη!… (αυτός ο Σταυρός ο λυτρωτικός του καθενός, ο μη έχων απάντησιν Π Ο Τ Ε ! . . . Ή μόνον εξήγησιν!;…)

    Απέραντα συγχαρητήρια για το εύρος, ταπεινής, κατακοπιαστικής έρευνας του Κυρίου Ευαγγέλου Σταυροπούλου, Δρ (;), – τι ακριβώς; – μακάρι να ήξερα!…
    Ξενοφών Βουρλιώτης

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ