Χρήστος Γιανναράς
Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἀνθρώπινα δικαιώματα»;
Μὲ τὸ ἐπίθετο «ἀνθρώπινα» ἀποδίδεται κάτι σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐν γένει. Τὰ «δικαιώματα» ἀνήκουν σὲ κάθε ἄνθρωπο ἀτομικά, ἀπροϋπόθετα καὶ ἀνεξαίρετα. Κάθε ἀτομικὴ ὕπαρξη, ἐφόσον εἶναι ἀνθρώπινη, ἀποτελεῖ φορέα δικαιωμάτων.
Ἡ λέξη «δικαίωμα» ἀναφέρεται στὴν ἀξίωση-ἀπαίτηση ἑνὸς ἀτόμου, τὴν ὁποίαν καθιστᾷ ἐφικτὴ ἕνας ἀποδεκτός ἀπ' ὅλους (καί, ὡς ἐκ τούτου, ὑποχρεωτικός γιὰ ὅλους) νομικός κώδικας. Ὁ νομικὸς κώδικας (τὸ «κοινωνικὸ συμβόλαιο») ἐξασφαλίζει ὅτι τὸ δικαίωμα εἶναι νόμιμο , δηλ. ἐξαναγκαστὴ κατὰ πάντων ἀτομικὴ ἀξίωση.
Ἡ νομική (μέσω νομικῶν κωδίκων) διασφάλιση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων συνιστᾷ θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς Νεωτερικότητας. Ἡ θεωρητική της ἑδραίωση ἀνάγεται στὴν φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ (τέλη 18ου αἰ.). Ἡ ἔννοια τοῦ δικαιώματος εἶναι γνωστὴ στὴν Δύση ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ἤδη, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι ξεκάθαρο τὸ πότε ἀκριβῶς χρησιμοποιεῖται γιὰ πρώτη φορά. Ὡστόσο, τὰ δικαιώματα κατὰ τὸν Μεσαίωνα ἀφοροῦσαν σὲ συγκεκριμένα ἄτομα ἢ κοινωνικὲς τάξεις. Ἡ ριζικὴ τομὴ ποὺ ἐπέφερε ἡ Νεωτερικότητα ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτή ἔκανε τὰ δικαιώματα «ἀνθρώπινα», δηλ. κοινὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρίς διακρίσεις.
Ἡ προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἔγινε τὸ σύμβολο τοῦ σύγχρονου (νεωτερικοῦ) δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Μαζί μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς τεχνολογικῆς ἐξέλιξης, ἡ ἀνάληψη τῆς νομικῆς δέσμευσης (διεθνεῖς συνθῆκες) γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων θεωρεῖται σήμερα ὡς ἡ ἀπόδειξη ὅτι μιὰ κοινωνία εἶναι πολιτισμένη. Βέβαια, οἱ χῶρες ποὺ ἔχουν ὑπογράψει αὐτὲς τὶς διεθνεῖς συνθῆκες καὶ τὶς ἔχουν ἐνσωματώσει στὸ δικαιϊκό τους σύστημα δὲν εἶναι πάντοτε συνεπεῖς μὲ τὶς ὑποχρεώσεις στὶς ὁποῖες ἔχουν δεσμευτεῖ. Ἀκόμα περισσότερο τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα δὲν γίνονται σεβαστὰ στὸ πεδίο τῶν διεθνῶν σχέσεων καὶ τῶν στρατηγικῶν σχεδιασμῶν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει ἕνα ἠθικὸ πρόβλημα. Ἡ δὲ ἠθικὴ πάντοτε καὶ ἄμεσα συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἐρώτημα: ποιός καὶ μὲ ποιά ἐξουσία ὁρίζει τὸ ἠθικό, ποιός δεσμεύει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπακούουν στοὺς κανόνες της ἠθικῆς; Εἶναι ὁ Θεὸς καὶ οἱ νόμοι Του, ὅπως αὐτοὶ διατυπώνονται ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ καθιδρύματα; Μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Δύση ἔζησε (στὸν λεγόμενο Μεσαίωνα) μία πολὺ ἀρνητικὴ ἱστορικὴ ἐμπειρία. Ἡ θρησκευτικὴ ἠθικὴ συνδέθηκε, στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, μὲ καταστάσεις κοινωνικῆς ἀδικίας, βασανιστήρια, αὐθαιρεσία, ἐφιαλτικὲς τιμωρίες, ἰδεολογικὴ τρομοκρατία.
Ἡ ἐμπειρία τοῦ Μεσαίωνα ὁδήγησε τὴν Νεωτερικότητα στὴν πολεμικὴ ἀπόρριψη κάθε μεταφυσικῆς θεμελιώσεως τῆς Ἠθικῆς καὶ τοῦ Δικαίου. Ἡ ἄρνηση τῆς Μεταφυσικῆς ἐνεθάρρυνε τὴν ἀπόλυτη ἀποδοχὴ τῆς Φύσεως (Φυσικῆς). Ἡ βασικὴ ἰδέα ἦταν ὅτι οἱ κανονιστικὲς ἀρχὲς καὶ οἱ κανόνες τοῦ Δικαίου δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξάγονται ἀπὸ τὸν ὑποθετικὸ «Θεῖο Νόμο», ποὺ αὐθαίρετα χειρίζονταν τὰ θρησκευτικὰ καθιδρύματα, ἀλλ' ἀπὸ τὴν λογικὴ τῶν φυσικῶν νόμων ἡ ὁποία ἦταν ἀντικειμενικὴ καὶ ἐλέγξιμη.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει λογικὴ ὕπαρξις· ὁ λόγος εἶναι φυσικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ καθένα. Συνεπῶς, δυνάμεθα νὰ ἐξαγάγομε κανονιστικὲς ἠθικὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν λογικὸ καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ καλοῦ καὶ συμφέροντος. Ἐννοεῖται ὅτι, ἐφόσον κάθε πρόσωπο θὰ δεσμευόταν —ἑκούσια— στὴν κοινή (φυσική) λογική, τὸ πρόσωπο αὐτὸ θὰ ἀποδεχόταν ὑπεύθυνα καὶ τοὺς ὅρους τοῦ «κοινωνικοῦ συμβολαίου».
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἔννοια τοῦ «Φυσικοῦ Δικαίου» διαπέρασε ὅλην τὴν Νεωτερικότητα μὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ δυναμικὴ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Μαζί της ἐμφανίστηκε ἡ ἰδέα τοῦ «φυσικοῦ» δικαιώματος γιὰ κάθε «φυσικὸ» ἄτομο πρὸ οἱασδήποτε κοινωνικῆς, ταξικῆς, οἰκονομικῆς ἢ ἄλλης διαφοροποίησης. Ἡ θρησκεία διαχωρίστηκε αὐστηρὰ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση, μετατραπεῖσα ἔτσι σὲ ἀτομικὴ ὑπόθεση· ὁ διαχωρισμὸς τοῦ «ἱεροῦ» ἀπὸ τὸ «κοσμικό» (Ἐκκλησία καὶ Κράτος) θεωρεῖται σήμερα ὡς θεσμικὸ sine qua non γιὰ τὶς δυτικὲς κοινωνίες. Βέβαια, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἐνθουσιαστικῆς κατάφασης ἀπὸ τὴν μία τῆς φύσεως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπόρριψης τῆς μεταφυσικῆς, ὁ μαρκήσιος De Sade εἶχε προλέξει ὅτι ἡ λογικὴ τῆς φύσεως δὲν ἦταν πάντοτε ἀγαθὴ καὶ ὅτι, ἀντίθετα, τὸ ἔγκλημα ἦταν ἐγγενὲς στὴν ἀνθρώπινη βιοδομή. Ἡ φρίκη τῆς ἀπάνθρωπης συμπεριφορᾶς, ἡ πλήρης καταστροφὴ κάθε ἔννοιας ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμά της κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀκόμα καὶ σήμερα, ποὺ ἡ παγκόσμια ἡγεμονία τῆς Δύσεως χαιρετίζεται ὡς ὁ θρίαμβος τῆς προάσπισης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, οἱ πρακτικὲς γενοκτονίας, οἱ ἐθνοκαθάρσεις, οἱ σφαγὲς ἀθώων ἀνθρώπων, τὰ βασανιστήρια, ἡ ἀστυνομοκρατία καὶ ἡ λογοκρισία, ἀκόμα καὶ ἡ δουλεία, βρίσκονται στὴν ἡμερήσια διάταξη τῆς διεθνοῦς σκηνῆς. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν τραγῳδία τῶν Παλαιστινίων, Κούρδων, Σέρβων, ἢ τῆς βόρειας Κύπρου, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι συνήθως ἡ Δύση ἀποφασίζει γιὰ τὸ ποιοί λαοὶ ἔχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ σὲ ποιούς λαοὺς αὐτὰ ἐξ ὁρισμοῦ δὲν παρέχονται.
Ὑπάρχει ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ οἱ περὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα εἰδικοὶ ἀφήνουν ἀναπάντητο. Πῶς καὶ γιατί ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ στὴν παγκόσμια ἱστορία ἐπινόησε τὴν πολιτική (ὡς «τέχνη» καὶ ὡς «ἐπιστήμη»), ὅπως καὶ τὸ τόσο μεγαλειῶδες ἐπίτευγμα τῆς δημοκρατίας, πῶς καὶ γιατί ἀγνοοῦσε παντελῶς τὴν ἰδέα τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων». Τὸ ἴδιο ἐρώτημα θὰ μποροῦσε νὰ τεθεῖ καὶ γιὰ τὸ Ῥωμαϊκὸ Δίκαιο, ποὺ ἐπηρέασε καθοριστικά ὅλες τὶς νέες κωδικοποιήσεις τοῦ Δικαίου στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ ἐπίσης ἀγνοοῦσε τὴν ἔννοια τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων». Θὰ πρέπει ἄραγε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ Κλασσικὴ Ἀρχαιότητα, ποὺ γι' αὐτὴν ἡ Εὐρώπη καμαρώνει τόσο, ἦταν ἀδιάφορη γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τιμῆς καὶ ἀξιοπρέπειας;
Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μία σύντομη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, διότι σχετίζεται μὲ τὸ κυρίως θέμα μου.
Ἡ ῥιζοσπαστικὴ καινοτομία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὅτι μεταμόρφωσε τὴν ἁπλῆ συμ-βίωση στὸ κατόρθωμα τῆς πόλεως, ὅτι μεταμόρφωσε τὴν ἀναγκαία (γιὰ ὠφελιμιστικοὺς λόγους) συλλογικότητα σὲ «ἄσκηση τοῦ ἀληθοῦς». Πόλις εἶναι τὸ σύνολο τῶν σχέσεων κοινωνίας ποὺ δημιουργεῖται ὅταν σκοπός καὶ ἄξονας τῆς συλλογικότητας εἶναι μεταφυσικοὶ καὶ ὄχι ὠφελιμιστικοὶ. Ὁ σκοπὸς αὐτὸς εἶναι ἡ μίμηση τοῦ «ὄντως ὑπαρκτοῦ», τοῦ τρόπου τοῦ «κατ' ἀλήθειαν βίου», τοῦ τρόπου τῆς ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος τοῦ «ξυνοῦ» -κοινοῦ (δηλ. συμπαντικοῦ) λόγου, τοῦ λόγου τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς εὐταξίας, ποὺ κάνει τὸ Σύμπαν νὰ εἶναι κόσμος (κόσμημα).
Ἡ μίμηση τῆς κοινωνίας τῶν «κατ' ἀλήθειαν» σχέσεων εἶναι ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς πολιτικῆς ποὺ μεταμορφώνει τὴν συλλογικότητα σὲ πόλιν. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικὴ προσπάθεια μίας ἀτομικῆς στόχευσης· εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἕνα κοινωνικὸ γεγονός, ἕνα «κοινὸ ἄθλημα». Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συμμετέχουν σὲ αὐτὸ τὸ ἄθλημα εἶναι πολίτες : μοιράζονται τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ πραγματώνουν, μέσα ἀπ' τὴν ζωὴ καὶ τὶς σχέσεις τους, τὴν ἀλήθειαν, τὸν τρόπο ὕπαρξης τοῦ «ὄντως ὑπαρκτοῦ».
Στὴν Νεωτερικότητα, τὰ «ἀτομικὰ δικαιώματα» προστατεύουν τὸ ἄτομο ἀπὸ τὴν αὐθαίρετη ἄσκηση Δύναμης. Ὅμως, στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἡ Δύναμη ταυτιζόταν μὲ τὸ σύνολο τῶν πολιτῶν (δῆμο) —τὸ «Κράτος» (κράτος = δύναμη) ἀνῆκε στὸν δῆμο (δημοκρατία). Κάθε πολίτης «μετέχει κρίσεως καὶ ἀρχῆς» : ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ εἶναι πολίτης , εἶναι καὶ ἱκανὸς ἐξ ὁρισμοῦ γιὰ ὁποιοδήποτε πολιτικὸ ἀξίωμα (αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονταν στὰ διάφορα ἀξιώματα μὲ κ λ ῆ ρ ο καὶ ὄχι μὲ ἐκλογές).
Ἐπειδὴ κάθε πολιτικὸ λειτούργημα εἶναι ἱερό (ὑπηρετεῖ τὴν ἀλήθεια), γιὰ τοῦτο καὶ τὸ σῶμα ἑνὸς πολίτη εἶναι ἐπίσης ἱερό. Στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν ἀδιανόητη ὁποιαδήποτε τιμωρία ἐπέφερε σωματικὴ βλάβη σὲ πολίτη (μαστίγωμα, ῥάπισμα κλπ)· ἦταν ἀδιανόητο νὰ προσβάλουν τὸ σῶμα ἑνὸς πολίτη. Ἦταν ἀκόμη ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχει ἐκτελεστής: ὁ Σωκράτης, ποὺ προτίμησε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ἐξορία, ἤπιε μόνος του τὸ κώνειο —δὲν ὑπῆρχε δήμιος γιὰ νὰ τὸν ἐκτελέσει.
Καταλαβαίνουμε συνεπῶς ὅτι ἡ διαφύλαξη τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο ἦταν ἐντελῶς περιττή —ἡ ὅλη ἰδέα ἦταν ἀσύμβατη μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τῆς πολιτικῆς. Ἡ τιμὴ τοῦ νὰ εἶσαι πολίτης παρεῖχε πολὺ περισσότερα προνόμια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παραδοσιακὰ παρέχουν (μέσῳ τοῦ ἀστικοῦ κώδικος καὶ τοῦ Συντάγματος) τὰ προστατευόμενα ἀτομικὰ δικαιώματα.
Τὸ ἀρχαιοελληνικὸ πολιτιστικὸ παράδειγμα μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβουμε τὴν στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐὰν ἐξαιρέσουμε τὸν ἰδεολογικὸ «Ὀρθοδοξισμό» τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὶς θεσμικές του ἐκφάνσεις) ἀπέναντι στὸ ζήτημα τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων». Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ οἱ πρῷτες Ἀποστολικές (ἱδρυθεῖσες ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ) Χριστιανικὲς κοινότητες, προκειμένου νὰ διατυπώσουν καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ταυτότητά τους καὶ τὴν εἰδοποιὸ διαφορά τους ἀπὸ κάθε ἄλλη «θρησκεία», δανείστηκαν ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πολιτικὸ γεγονὸς τὸν ὅρο «ἐκκλησία».
Παρόμοια μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ «ἐκκλησία τοῦ δήμου», ὅπου οἱ Ἕλληνες πολίτες δὲν συνάζονταν πρωταρχικὰ γιὰ νὰ συζητήσουν, νὰ κρίνουν καὶ νὰ λάβουν ἀποφάσεις, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ δώσουν ὑπόσταση, νὰ συστήσουν καὶ φανερώσουν τὴν πόλιν (τὸν τρόπο τοῦ «κατ' ἀλήθειαν βίου»)· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο, οἱ Χριστιανοὶ δὲν συνάζονταν πρωταρχικὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, λατρεύσουν καὶ κατηχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσουν ὑπόσταση, νὰ συστήσουν καὶ φανερώσουν, στὸ Εὐχαριστιακὸ δεῖπνο, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς «κατ' ἀλήθειαν», τὴν ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία: ὄχι πλέον τὴν μίμηση τοῦ κοσμικοῦ «λόγου», ἀλλὰ τῆς Τριαδικῆς Κοινωνίας τῶν Προσώπων, τὴν κοινωνία ποὺ συνιστᾷ τὴν ἀληθινὴ ὕπαρξη καὶ ζωή, διότι «ὁ θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Ἰωάννου Α', 4:16). Οἱ μέτοχοι αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, ἀκόμα καὶ οἱ ληστές, οἱ τελῶνες, οἱ πόρνες, οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν χρειάζονται νὰ καθιερώσουν ἀτομικὰ δικαιώματα. Ὄντας μέτοχος καὶ μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι ὑπάρχεις γιὰ νὰ ἀγαπᾷς καὶ νὰ ἀγαπᾶσαι —ἑπομένως ὑπάρχεις πέραν οἱασδήποτε προσδοκίας γιὰ αὐτο-προστασία μέσῳ μιᾶς νομοθεσίας «ὑποχρεωτικῆς γιὰ ὅλους».
Ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς μετασχηματισμὸς τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτικοῦ γεγονότος σὲ Εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἔχει δύο βασικὲς συνέπειες:
Πρώτη συνέπεια: τὸ Ἑλληνικὸ πολιτικὸ μοντέλο ἦταν ἡ ἱστορικὴ σάρκα ποὺ πραγμάτωσε καὶ φανέρωσε τὴν καισαρικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ θρησκείας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεγονὸς καὶ τρόπος κοινωνίας μεταξὺ προσώπων, ὁ τρόπος-ὁδὸς τῆς ἀγάπης, δηλ. τῆς ἐλευθερίας τῆς ὕπαρξης ἀπὸ τὴν φύση, ἐλευθερίας ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς χρόνου, φθορᾶς καὶ θανάτου. Ἀντιθέτως, ἡ θρησκεία εἶναι ἀτομικὸ γεγονός, ὑποκείμενο στὴν φυσικὴ ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου νὰ λατρεύει καὶ νὰ κατευνάζει τὸ ἄγνωστο καὶ ὑπερβατικό — εἶναι μία ἀτομικὴ ἐπιδίωξη ἀτομικῆς πίστεως, ἀτομικῶν ἀρετῶν, ἀτομικῆς δικαίωσης, ἀτομικῆς σωτηρίας.
Στὴν πρώτη περίπτωση (αὐτὴν τῆς Ἐκκλησίας) ἡ ἀτομικὴ ταυτότητα πραγματώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται μέσω τῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτο-προσφορᾶς. Εἶναι ἡ ταυτότης αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε π ρ ό σ ω π ο ν, ἤτοι μία ὕπαρξη μὲ ἐνεργὸ δημιουργικὴ ἑτερότητα, ποὺ εἶναι ὁ καρπὸς τῶν σχέσεων κοινωνίας, ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας ἀπὸ τὸ ἐγώ. Στὴν δεύτερη περίπτωση (τῆς φυσικῆς θρησκευτικότητας καὶ τῶν θρησκειοποιημένων ἐκδοχῶν τῆς Χριστιανοσύνης σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ ὁμοῦ), τὸ ἄτομο ἀναζητᾷ τὴν αὐτοδικαίωση καὶ ἀτομικὴ σωτηρία, τὴν διασφάλιση τῆς ἐγωκεντρικῆς μεταφυσικῆς προστασίας του, μέσῳ ἀρετῶν, καλῶν πράξεων κ.λπ.
Κατὰ συνέπεια, εἶναι βάσιμη ἡ ἄποψη ὅτι, στὴν Εὐρωπαϊκὴ ἱστορία, ὁ θρησκευτικὸς ἀτομοκεντρισμὸς προηγήθηκε τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ ἑνὸς θρησκειοποιημένου (ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο κι ἔπειτα) Χριστιανισμοῦ κι ἔγινε ἡ μήτρα τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων στὴν Νεωτερικότητα. Ὅταν πλέον μπῆκε στὸ περιθώριο ἡ τυραννία τῆς μεταφυσικῆς, ὁ στόχος τῆς ἀτομικῆς μεταφυσικῆς σωτηρίας ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν στόχο μίας ἐκκοσμικευμένης (νομικῆς) προστασίας. Ἔτσι γεννήθηκε τὸ πολιτικὸ σύστημα τῆς λεγόμενης «ἀντιπροσωπευτικῆς δημοκρατίας», ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς δημοκρατίας (μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ θρησκειοποιημένος ἀτομοκεντρικὸς Χριστιανισμὸς βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας).
Ἡ δεύτερη συνέπεια τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτικοῦ γεγονότος σὲ εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διαφύλαξη καὶ ἀποκάλυψη τῆς διαφορᾶς μεταξὺ μεταφυσικῆς καὶ ἰδεολογίας : οἱ διάφορες μορφὲς «θεοκρατίας» δὲν ἔχουν καμμίαν ἀπολύτως σχέση με τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ πολιτικὴ ὡς «ἄσκησιν τοῦ ἀληθοῦς», οὔτε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πραγμάτωση τῆς εἰκόνας τῆς Τριαδικῆς Κοινωνίας. Θεοκρατία εἶναι ἡ χρήση τῆς μεταφυσικῆς (ὡς ὕψιστης αὐθεντίας) γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν κανονιστικὲς ἀρχὲς τῆς συμπεριφορᾶς ἢ ὁ διὰ τῆς βίας ἐξουσιασμὸς πάνω στὴν συλλογικότητα (λ.χ. ἡ Τζιχὰντ στὴν ἰσλαμικὴ παράδοση ἢ τὸ ῥητὸ «In God we trust» πάνω σὲ κάθε Δολλάριο). Ἀλλὰ ἡ ὅποια χρήση τῆς μεταφυσικῆς γιὰ κοσμικοὺς σκοποὺς μεταμορφώνει τὴν μεταφυσικὴ σὲ ἰδεολογία, σὲ ψυχολογικὴ παραίσθηση.
Στὶς περιπτώσεις ὅμως τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς δημοκρατίας καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὸ κοινωνικὸ γεγονὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ σὲ ἰδεολογικοὺς κανόνες ἢ στόχους, καθὼς ἡ δυναμική της πραγμάτωση ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό. Οἱ σχέσεις ποὺ πραγματώνουν τὴν κοινὴ μετοχή (κοινωνία) στὴν ζωὴ εἶναι καί στὶς δύο περιπτώσεις ὁ μοναδικὸς στόχος τῆς συλλογικότητας, καθὼς συνιστοῦν τὸν τρόπο τοῦ «ὄντως ὑπαρκτοῦ» (ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς ὁ τρόπος ἀναφέρεται σὲ δύο διαφορετικὰ μοντέλα).
Ἡ μεταφυσικὴ γίνεται ἕρμαιο τῆς ἰδεολογίας (ὁδηγῶντας σὲ φαινόμενα ὅπως ἡ «θεοκρατία», «ἡ ἐλέῳ Θεοῦ βασιλεία», ὁ παποκαισαρισμός, ὁ καισαροπαπισμός ἢ ὁ φονταμενταλισμός) ὅταν τῆς στεροῦμε τὸ ὀντολογικό της περιεχόμενο (δηλ., τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ὄντος, περὶ τῆς αἰτίας καὶ τοῦ σκοποῦ τῶν ὑπαρκτῶν). Ἡ μεταφυσικὴ χωρὶς ὀντολογία ὑπηρετεῖ τὴν ἀτομικὴ ψυχολογία (τὴν προτεραιότητα τῶν ἀτομικῶν αἰσθήσεων, συναισθηματικῶν «βεβαιοτήτων», «πεποιθήσεων» ποὺ προστατεύουν τὸ «ἐγώ»). Καὶ ἡ μεταφυσικὴ δανείζεται αὐτὲς τὶς «βεβαιότητες» καὶ τὶς «πεποιθήσεις» ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες.
Ὁ διάσημος καθηγητὴς Samuel Huntington, στὸ περιβόητο βιβλίο του γιὰ τὴν «Σύγκρουση τῶν Πολιτισμῶν» (ἕνα βιβλίο μὲ χτυπητὲς ἀνακρίβειες καὶ μνημειώδεις ἑρμηνευτικὲς αὐθαιρεσίες), κατηγορεῖ τὶς σημερινὲς κοινωνίες ποὺ πολιτιστικὰ διαμορφώθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἀφομοιώσουν τὶς ἀρχὲς τῆς προστασίας τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀπτικὴ τοῦ συγγραφέα, οἱ δυσχέρειες τῶν κοινωνιῶν αὐτῶν νὰ προσαρμοστοῦν στὶς ἀπαιτήσεις Δυτικῶν ἰδεολογημάτων, ὅπως ὁ «πλουραλισμός», ἢ στὴν ἀξίωση γιὰ «ἀνοχὴ στὴν διαφορετικότητα», εἶναι ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας.
Σίγουρα, ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἀγνοεῖ τὴν ἰδέα τῆς συλλογικότητας ὡς societas, ὡς «ἑταιρισμοῦ ἐπὶ κοινῷ συμφέροντι». Ἀγνοεῖ τὴν συλλογικότητα ὡς ἄθροισμα ἀδιαφοροποίητων ἀτόμων, ἀγνοεῖ τὴν ἀνθρώπινη συν-ύπαρξη ὡς ἁπλῆ συμ-βίωση στὴν βάση ἑνὸς ρασιοναλιστικοῦ συμβολαίου, ἀγνοεῖ τὸ ἰδανικὸ τῶν «κοινωνιῶν» ἄ-σχετων ἀτόμων. Ἀναφερθήκαμε συνοπτικὰ στὴν ἀντίληψη γιὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ γεγονὸς ποὺ ἐνστερνίζεται ὁ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ στὴν ἀπεριόριστη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν ὁποίαν ἡ ἀντίληψη ἀυτὴ συνεπάγεται.
Ὡστόσο, καί στὴν Ὀρθόδοξη βιβλιογραφία ὑπάρχει ἡ κατανόηση καὶ ὁ σεβασμὸς γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς προστασίας τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τὴν ὁποίαν εἰσήγαγε ἡ Δυτικὴ Νεωτερικότητα. Τὸ μεῖζον (ἡ κοινωνία τῶν προσώπων, ἡ ἀποκάλυψη τῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου, ἡ ἑτερότητα καὶ ἐλευθερία μέσῳ τῶν σχέσεων κοινωνίας) δὲν ἀκυρώνει οὔτε ἀναιρεῖ τὸ ἔλασσον (τὴν νομική, θεσμικὴ καὶ ὁμοιόμορφη προστασία κάθε ἀτόμου ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία τῆς Δύναμης). Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ ἀναγνωρίζουμε πὼς ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία περιόδων ὅπως ὁ Δυτικὸς Μεσαίωνας ἀποδεικνύει ὅτι ἡ προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων εἶναι ἕνα μέγιστο καὶ πολύτιμο ἐπίτευγμα.
Παρόλ' αὐτά, θὰ ἐρχόμασταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ τὴν κριτικὴ σκέψη ἐἀν, παράλληλα, δὲν ἀναγνωρίζαμε ὅτι, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ πόλιν ἢ τὴν Βυζαντινή (καὶ μετα-Βυζαντινή) κοινότητα, ἡ κατοχύρωση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι προ-πολιτικὸ ἐπίτευγμα. Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἐπίτευγμα ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη φτάσει (ἴσως οὔτε κὰν ἔχει κατανοήσει) τὸ πρωταρχικὸ καὶ θεμελιῶδες νόημα τῆς πολιτικῆς: τῆς πολιτικῆς ὡς τοῦ κοινοῦ ἀθλήματος τοῦ «κατ' ἀλήθειαν» βίου, τῆς πολιτικῆς ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ ὀντολογικὸ ἄξονα (καὶ ὄχι ἀυτοαναφορικοὺς στόχους).
Ἡ ἔννοια τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» δὲν εἶναι ἁπλὸ παράγωγο τῆς φιλοσοφίας τοῦ Διαφωτισμοῦ, μία ἔννοια -χαρακτηριστικὴ ἔστω- τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Νεωτερικότητας. Στὴν παροῦσα ἱστορικὴ πραγματικότητα, τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα εἶναι ἡ πρωταρχικὴ πρώτη ὕλη γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ νεωτερικοῦ «παραδείγματος», τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς. Στὸν τρόπο λειτουργίας τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας, στοὺς «κοινωνικοὺς ἀγῶνες», ἢ σὲ ἀτομικὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα (ὅπως ἡ εὐθανασία), ἡ ἔννοια τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» προ-υποτίθεται ὡς τὸ ἀυτ-απόδεικτο κριτήριο κάθε πράξεως, σχεδιασμοῦ ἢ λογικῆς ἐγκυρότητας.
Παράλληλα ὅμως, μία πλήθουσα διεθνὴς βιβλιογραφία ἐπισημαίνει καὶ ἀναλύει τὴν ἀδιαμφισβήτητη κρίση τοῦ νεωτερικοῦ πολιτιστικοῦ «παραδείγματος». Οἱ μελετητὲς ἀναγνωρίζουν γενικὰ τὸ «ἱστορικὸ τέλος» πολλῶν θεμελιωδῶν συνιστωσῶν τῆς Νεωτερικότητας: τὸ τέλος τῶν ἰδεολογιῶν, τὸ τέλος τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ, τὸ τέλος τοῦ ρασιοναλισμοῦ κλπ. Καὶ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ ὑπόθεση ἐργασίας. Κάθε πολίτης τῶν λεγόμενων «ἀνεπτυγμένων κοινωνιῶν» ἔχει ἄμεση καθημερινὴ ἐμπειρία τῆς ῥαγδαίας παρακμῆς καὶ ἀπαλλοτρίωσης θεμελιωδῶν συνιστωσῶν τῆς Νεωτερικότητας:
Ἡ ἐμπορευματοποίηση τῆς πολιτικῆς, ἡ ὑποταγή της στὴν διαφήμιση καὶ ἡ πλύση ἐγκεφάλου τῶν μαζῶν, ἔχουν κυριολεκτικὰ καταργήσει τὸ «ἀντιπροσωπευτικὸ» κοινοβουλευτικὸ σύστημα. Οἱ πολιτικοὶ δὲν ἀντιπροσωπεύουν τοὺς πολίτες καὶ τὰ συμφέροντά τους ἀλλὰ ὅσους χρηματοδότησαν τὴν προεκλογικὴ ἐκστρατεία τους καὶ τὰ συμφέροντα αὐτῶν. Στὸν διεθνῆ χῶρο, ἡ διαπλοκὴ οἰκονομικῶν καὶ πολιτικῶν συμφερόντων ὁδηγεῖ στὴν κοινωνικὴ διαφθορὰ ποὺ αὐξάνεται δραματικὰ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀμοραλισμοῦ τῶν ΜΜΕ καὶ τῆς λειτουργίας αὐτῶν μὲ γνώμονα τὴν «μόδα» καὶ τὴν «ἀναγνωσιμότητα». Τὸ ἐμπόριο ὅπλων συντηρεῖ πολέμους καὶ συρράξεις, ἐνῷ τὸ ἐμπόριο ναρκωτικῶν καταστρέφει τὴν νεολαία. Ἡ πίστη στὴν ὀρθολογικότητα τοῦ «κοινωνικοῦ συμβολαίου» ἔχει καταρρεύσει πρὸ πολλοῦ· ἐπικρατεῖ μονάχα ἡ λογικὴ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ συμφερόντων.
Συμπτώματα τέτοιας κλίμακας δὲν εἶναι ποτὲ τὸ προϊὸν μίας ἁπλῆς ἠθικῆς παρακμῆς· εἶναι ξεκάθαρες ἀποδείξεις τοῦ τέλους ἑνὸς πολιτιστικοῦ «παραδείγματος». Τὸ «παράδειγμα» τῆς Νεωτερικότητας θεμελιώθηκε στὸν ἐγωκεντρισμὸ τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων». Μία κοινωνιο-κεντρικὴ ἐκδοχή, βασισμένη στὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας καὶ γνησιότητας, ἴσως νὰ κυοφορεῖ ἕνα νέο πολιτιστικὸ «παράδειγμα».
Μετέφρασε ο φίλος της ιστοσελίδας Aπόλλων Μπαζάντες από την αγγλική έκδοση του κειμένου στο περιοδικού Θεολογία, Τόμος ΟG' (2002), Τεύχος 2.
Το εικαστικό που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.
πηγή: Aντίφωνο