Ανακομιδή

0
745

Άγγελος Καλογερόπουλος

 

1. Σὲ μικρὴ ἡλικία –δὲν εἶχα καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴ φιλοσοφία, οὔτε κἂν ὡς σχολικὸ μάθημα- ἀναρωτιόμουνα ἔντονα πῶς εἴμαστε σίγουροι ὅτι ἐννοοῦμε τὸ ἴδιο πράγμα ὅταν λέμε μιὰ λέξη. Δὲν ἔχει σημασία ποὺ καταφέρνουμε νὰ συνεννοηθοῦμε. Καὶ πάλι: αὐτὸ ποὺ βλέπω ἐγὼ καὶ τὸ λέω πράσινο εἶναι τὸ ἴδιο μ’αὐτὸ ποὺ λέει πράσινο κάποιος ἄλλος; Κι ἂς δείχνουμε τὸ ἴδιο πράγμα. Τὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ φαίνεται ἀφελές, ἀλλὰ ὅλα τὰ σημαντικὰ ἐρωτήματα τοῦ ἄνθρώπου –ποὺ παραμένουν τελικὰ ἀναπάντητα- εἶναι οἱ παιδικὲς ἀφελεῖς ἀπορίες.

Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἀλήθεια βεβαιώνεται μέσα στὴν κοινότητα τῶν ἀνθρώπων εἶχε ἀμφισβητηθεῖ μέσα μου ἐντελῶς αὐθόρμητα. Ἔπρεπε μόνος μου νὰ βγάλω τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα. Κι ἐνῶ ἀπὸ μικρὸς εἶχα βρεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴ βέβαιη συγκρότηση τοῦ κόσμου, ἔβλεπα ὅτι αὐτὸ ἦταν ὑπόθεση λίγων ἀνθρώπων κι ὅτι γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ἢ ὑπῆρχε μιὰ ἄλλη ἐξ ἴσου βέβαιη συγκρότηση ἢ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ βεβαιότητα. Ἐπίσης, παρὰ τὴν προσήλωσή μου στὴν ἐκκλησία μὲ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα δὲν ἔνιωθα πολλά κοινά. Ὁ λόγος τους μοῦ φαινόταν –πλὴν ἐξαιρέσεων- ὑποκριτικὸς καὶ ψεύτικος. Ἔτσι ἡ ποίηση ὑπῆρξε ὁ τρόπος νὰ πῶ μὲ δικά μου λόγια τὴν ἀλήθεια. Ἡ ὁποία ἦταν μία, ἀλλὰ δὲν ἤξερα ὅτι ἐννοοῦμε ὅλοι τὸ ἴδιο, ὅταν τὴ λέμε.

2. Ἡ ποίησή μου ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴν ἀβεβαιότητα τῆς πίστης μου. Ἡ ἐκκλησία, οἱ ἀκολουθίες, τὰ ἱερὰ κείμενα εἶναι γιὰ μένα βασικὴ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Ἑπομένως, θὰ ἦταν ὑποκριτικὸ νὰ μὴν ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσμος στὰ ποιήματά μου.  Ὡστόσο, δὲν ὑπάρχει μὲ τὴ μορφὴ τῆς γραφικότητος καὶ τοῦ τυπικοῦ. Ἐξ ἄλλου πάντα κινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον μου ὄχι μόνο ἡ παράδοση ἀλλὰ καὶ ὁ «ὑπόγειος» ἐκσυγχρονισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς  -τὰ μικρόφωνα, τὰ ἠλεκτρικὰ καντήλια κλπ.- ἤ, οἱ ἀντιφάσεις ποὺ παρατηροῦνται καὶ εἶναι ἐκπληκτικὰ περισσότερες απ’ ὅ,τι νομίζει ὁ κόσμος.

Μὲ δυὸ λόγια, ἡ ποίησή μου εἶναι ἀφιερωμένη στὸ πῶς ἡ πίστη μπορεῖ νὰ διαπερνᾶ τὴ σύγχρονη ζωή. Πῶς αὐτὴ ἡ παλιὰ πίστη γίνεται –καὶ γίνεται- κάθε φορὰ νέα μέσα ἀπὸ ἀπροσδόκητα πρόσωπα ἀνθρώπων. Καὶ πῶς μπορεῖ αὐτὴ ἡ πίστη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μιὰ μακραίωνη παράδοση ἁγίων νὰ μὲ κάνει πιστὸ μέσα στὴν ἀπιστία μου. Στὴν ποίησή μου, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα τῆς πίστεως τίθεται ὡς ἡ βάση τῶν προβλημάτων ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος: ὑπαρξιακῶν καὶ κοινωνικῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄλλα θέματα, ὅπως ὀ ἔρωτας, βρῆκαν καταφύγιο στὰ τραγούδια μου.

3. Τὸν προβληματισμὸ καὶ τὶς ἀπόπειρες γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς μετρικῆς ποίησης καὶ τῆς ὁμοιοκαταληξίας τὶς θεώρησα ἐξ ἀρχῆς ἄγονες, μιὰ τάση ρετρὸ ποὺ ἐπεδίωκε μιὰ μουσικότητα στὸν στίχο ἐνῶ ἡ μουσικὴ εἶχε πιὰ χαθεῖ λόγω τῆς ἐγκεφαλικότητος τῶν ποιητῶν. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν γράφτηκαν ὡραῖα ποιήματα ἀπὸ ὡραίους ποιητές. Ἁπλῶς, δὲ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ στόχος.

4. Ὡς πρὸς τὴ μορφὴ ἔχω ἐπηρεατεῖ ἀπὸ τὴ δομὴ τῆς ἀκολουθίας. Ὁ συνδυασμὸς ποιημάτων μὲ πεζὰ καὶ μὲ ποιητικὲς μορφὲς ποὺ μποροῦν νὰ τραγουδηθοῦν ἢ ἁπλῶς μὲ τραγούδια, μὲ εἴλκυε πάντοτε (θυμᾶμαι μιὰ πρωτόλεια, νεανική μου ἀπόπειρα ποὺ εἶχε αὐτὴ τὴ μορφὴ προτοῦ τὴν ἐπιλέξω συνειδητά). Συνειδητὴ ἐπιλογὴ γίνεται ἀπὸ τὸ Σύρραμμα καὶ μετά. Τόσο τὸ Σύρραμμα ὅσο καὶ τὰ Ἀργὰ Μαθήματα ποὺ ἀκολούθησαν γράφτηκαν ὡς μουσικοποιητικὰ ἔργα. Στὸ Ἔτσι εἶναι υἱοθέτησα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ὅρο ἀκολουθία, χρησιμοποιώντας τὸν ὑπότιτλο «Ἀκολουθία παραστάσεων». Ἐνῶ τὸν ἴδιο ὅρο χρησιμοποιῶ καὶ στὴν Ἀνακομιδὴ: «Ἀκολουθία ποιημάτων καὶ τραγουδιῶν».

Ἀνακομιδὴ πράγματι ἔχει τὴν πρωτοτυπία νὰ μὴν εἶναι μελοποιημένη ποίηση, ἀλλὰ μιὰ ἁρμονικὴ συνύπαρξη ποιημάτων καὶ τραγουδιῶν, ὅπου ἐνῶ τὰ μέρη διατηροῦν τὴν  αὐτοτέλειά τους, συνιστοῦν ἕνα ἑνιαῖο ἔργο ποὺ γιὰ πρώτη φορά ἐπιχειρῶ νὰ τὸ δώσω ὁλοκληρωμένα μ’ ένα βιβλίο ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ψηφιακὸ δίσκο.

5. Ἡ Ἀνακομιδὴ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο στηρίζεται στὴ βασικὴ ἰδέα ὅτι ὅσο ἀλλάζει ὁ τρόπος ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὸν θάνατο, τόσο μεταμορφώνεται καὶ ἡ ζωή μας, ἡ κοινωνία μας, οἱ σχέσεις μας, ὁ ἔρωτάς μας. Ἔτσι ξεκινώντας ἀπὸ τὴ βαριὰ σκιὰ ποὺ μᾶς καταπλακώνει κι ἔχοντας χάσει κάθε βεβαιότητα, χωρὶς νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντλήσει ἀπὸ κάπου παραμυθία, ἀμφιβάλλει ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ ἄν ὁ κόσμος αὐτὸς θὰ ἔχει συνέχεια. Ἀλλὰ ἀντλοῦμε ἐλπίδα γιὰ τὴ ζωή, ὅταν καὶ ὁ θάνατος μᾶς παρέχει μιὰ ζωτικὴ ἐλπίδα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχαῖοι θεωροῦσαν τὴ φιλοσοφία «μελέτη θανάτου». Ἡ Ἀνακομιδὴ ἑπομένως ἐπιχειρεῖ νὰ φέρει στὸ φῶς μιὰ βαθιὰ πνευματικὰ παράδοση ποὺ ἐπιμένει νὰ ἀναστήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον ὄχι ὡς ἀφηρημένη ἔννοια ἡ εἰκονικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ὡς ἕνα πρόσωπο μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ διατηρήσουμε τὴν ἐλπίδα μας καὶ νὰ δοῦμε τὸν κόσμο μας μὲ μιὰ νέα ματιά, ποὺ πηγάζει ὡστόσο ἀπὸ μιὰ βαθιὰ ριζωμένη σοφία.

6. Ἡ ἀνανέωση τοῦ ποιητικοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπόθεση ἐξωτερικῶν σχημάτων, ἀλλὰ ὑπόθεση μιᾶς βαθύτερης οὐσιαστικῆς μετατόπισης. Αὐτὴ τὴ μετατόπιση ἀπὸ τὴν ἐγκλωβισμένη ἀτομικότητα σὲ μιὰ προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ τῶν πατέρων καὶ τὸ χνῶτο τοῦ πλησίον ἐπιχειρῶ στὴν ποίησή μου. Ἄν καταφέρνω κάτι θὰ τὸ δείξει ὁ καιρός.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Μαργαρίτας Λυπηρίδου.

πηγή κειμένου: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ