«Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, ήταν ένα μικρό μελαχροινό αγόρι από την Κύπρο», που γεννήθηκε στη Λευκωσία την εποχή που οι Εγγλέζοι «έφτασαν στο σημείο να απαγορέψουν όχι μόνο τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο, αλλά και τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, ακόμα κι αν το γαλανόλευκο έδινε παρόν στις ρόδες ενός κάρου». Το μικρό εκείνο αγόρι ανδρώθηκε στους δύσκολους καιρούς της «φασιστικής», όπως σωστά τη λέει, αγγλικής Κατοχής της Κύπρου, για να έρθει στην Αθήνα μετά τον πόλεμο, τη γερμανική φασιστική Κατοχή και τον Εμφύλιο και να γίνει ένας από τους κατ' εξοχήν κινηματογραφιστές του ελληνικού σινεμά. Ο Κατσουρίδης, απ' όταν πρωτόπιασε δουλειά στου Φίνου, τον Οκτώβρη του 1951, ήταν «ο απόλυτος εργάτης του σινεμά, ο άνθρωπος που τα έχει κάνει όλα ή σχεδόν όλα: φωτογράφος πλατό, βοηθός σκηνοθέτη, βοηθός οπερατέρ, διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, σκηνοθέτης, διεθυντής παραγωγής, παραγωγός» και σεναριογράφος. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια —πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 2011— διέτρεξε τον ελληνικό κινηματογράφο με δέκα εφτά δικές του μεγάλες ταινίες συν ένα ντοκιμαντέρ, τριάντα εννέα ταινίες συν δύο μικρού μήκους όπου υπογράφει τη φωτογραφία, εβδομήντα επτά ταινίες συν τέσσερις μικρού μήκους ως μοντέρ, είκοσι οκτώ δικές του παραγωγές και συμπαραγωγές! Αριθμοί απίστευτοι ακόμα και για έναν «άνθρωπο που δεν κοιμάται ποτέ».
Και δεν μιλάμε για οποιεδήποτε ταινίες. Σταχυολογώ μερικούς, ελάχιστους, τίτλους: Έγκλημα στα παρασκήνια (1960), η πρώτη του ταινία, ένα ελληνικό φιλμ νουάρ που βραβεύτηκε στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Ο κύριος πτέραρχος και Της κακομοίρας, οι καλύτερες κινηματογραφικές κωμωδίες του Χατζηχρήστου, αμφότερες του 1963, σε σκηνοθεσία του, όπως και το μελόδραμα Οι αδίστακτοι (1965), με βραβευμένο τον Νίκο Κούρκουλο. Επίσης: Η καφετζού (1956) και Ο Ηλίας του 16ου (1959) του Σακελλάριου, Το αμαξάκι (1957) και η Αντιγόνη (1961) του Τζαβέλλα, Ο έρωτας του Οδυσσέα (1984) του Βαφέα, η Πρωινή περίπολος (1987) του Νικολαΐδη, οι Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (1991) του Βούλγαρη, μυθικές ταινίες με την υπογραφή του στη φωτογραφία, για να μην αραδιάσω δεκάδες τίτλους πασίγνωστων ταινιών όπου υπογράφει το μοντάζ. Και ο καλύτερος Βέγγος, φυσικά. Διαλέγω ανάμεσα στις πάμπολλες: Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση (1971), η πολυβραβευμένη δική του ταινία, στην οποία θα σταθούμε παρακάτω, όπως σε δική του σκηνοθεσία είναι και Ο παλαβός κόσμος του Θανάση (1979). Τη φωτογραφία και το μοντάζ υπογράφει ο Κατσουρίδης και σε δύο από τις πιο σπουδαίες «ταινίες γέλιου ΘΒ»: ΘΒ Φαλακρός Πράκτωρ — Επιχείρηση Γης Μαδιάμ (1969), όπου εν μέση Χούντα ο Βέγγος γυρίζει την κωμική της διαπόμπευση και Ένα ασύληπτο κορόιδο (1969), μια από τις πιο εύστοχες και εμπνευσμένες κωμωδίες για τη μεταπολεμική Ελλάδα, πολύ πιο πολιτικές στην ουσία τους ταινίες από πολλές —εκ του ασφαλούς— πολιτικολογούσες ταινίες του μεταπολιτευτικού κινηματογράφου μας.
Ρέκτης αναμφίβολα ο Θανάσης Βέγγος και πλησιάζουν οι (στενεμένες πάλι) μέρες που θα ανέβει στο ύψος που του ανήκει στον ελληνικό κινηματογράφο, και θα αρπάξει τρέχοντας την καταδική του εξέχουσα θέση στους πολιτιστικούς ανδριάντες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ρέκτης και ο αδελφοποιτός του Ντίνος Κατσουρίδης. Η συνάντησή τους ήταν μια από τις ευτυχείς στιγμές του κινηματογράφου μας. «Ο Κ. πρωτογνώρισε τον Θανάση Βέγγο το 1955 στη Στουρνάρα 27», το παλιό μαγαζί του Φίνου, όπου κατέφθασε ο Κούνδουρος για να σώσει ηχητικά τον Δράκο (1956). Ο Θανάσης τότε ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές του «αφεντικού» Κούνδουρου και χρίστηκε βοηθός του Κατσουρίδη στο μοντάζ ήχου. Ο έμπειρος Κ. έδειξε στον Θανάση εκεί, στα εργαστήρια του Φίνου, πώς να εντοπίζει τα χιλιάδες καρέ με το ενοχλητικό γκουπ, που είχαν δημιουργηθεί από τα κοψίματα στα πρωτόγονα στούντιο που μόνταρε την ταινία ο Κούνδουρος. Θα τα αντικαθιστούσε με αντίστοιχα καρέ ηχητικού «χώρου», ώστε να μην ακούγονται οι κολλήσεις αλλά και να μη χαθεί ο συγχρονισμός ήχου και εικόνας. Η επιχείρηση εξελίχθηκε σε Βέγγικη περιπέπεια: «Ύστερα από πεντ' έξι μέρες και καμιά ογδονταριά ώρες δουλειά, [...] πράγματι, όλα τα χιλιάδες γκουπ εξαφανίστηκαν, μόνο που στη θέση κάθε γκουπ υπήρχε ένα περίεργο αλλά το ίδιο ενοχλητικό ρούφηγμα». Όταν είδαν την ταινία ξανά, «ο Βέγγος είχε μείνει αποσβολωμένος, ο Κούνδουρος έβαλε τις φωνές [...] κι ο Κ. τραβόσουρε τον Βέγγο στον απάνω όροφο». Εκεί αποκαλύπτεται πως ο άνθρωπός μας, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, μπερδεύτηκε. «Αντί να χρησιμοποιήσει την πίτα (ταινία ήχου) του χώρου, χρησιμοποίησε την πίτα της σιωπής...». Η φάση θυμίζει τον Ηλία του 16ου και τη γκάφα του Θωμά —ακόμα ο κωμικός δεν έχει μπει στο δικό πρόσωπο, τον Θανάση. Η συνέχεια σε τριτοπρόσωπη αφήγηση από τον Κατσουρίδη:
«-Με συγχωρείς, αφεντικό, του λέει συντετριμμένος κι ο Κ. γίνεται θηρίο.
-Δεν είμαι αφεντικό σου και μη με ξαναπείς έτσι.
-Μάλιστα, αφεντικό!
Και μόνη διέξοδος ήταν το γέλιο. Περιττεύει να πούμε ότι τη νύφη την πλήρωσε φυσικά ο Θανάσης. Οι χιλιάδες κολλήσεις έπρεπε να ξηλωθούν και να γίνουν από την αρχή. Κι αυτή τη φορά ο δύσμοιρος ξεκίνησε και τέλειωσε μέσα σε πέλαγος απελπισίας. Κάθε κόλληση είχε τώρα την ουρά της.
-Τι μ' έβαλαν να κάνω... Τι μ' έβαλαν να κάνω... Τι μ' έβαλαν να κάνω...»
Αν έκατσα κι αντέγραψα με λεπτομέρειες τη σκηνή, το έκανα για να δείξω την πραγματικότητα του κωμικού, γιατί αυτός ο «δύσμοιρος» είναι η ακριβή(ς) εικόνα κάθε φτωχο-Έλληνα του '50, του '60 και του '70, πριν η προπέτεια του (ξένου) χρήματος μας κάνει αγνώριστους. Κι απ' την άλλη για να φανεί το τεχνικό ταλέντο του Κ. Κλαυθμυρίζοντας ο Βέγγος, υπό τις οδηγίες του Κατσουρίδη, η δουλειά έγινε. Ο Δράκος, μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες, σώθηκε από την καταστροφή που της είχε προδικάσει ο Κούνδουρος.
Να έρθουμε τώρα λίγο και σ' αυτό που υποσχεθήκαμε πριν: Στην πιο πετυχημένη αντιπολεμική —«αντιφασιστική» τη χαρακτηρίζει ο Κ.— σάτυρα του ελληνικού κινηματογράφου. Το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση αναμφίβολα είναι η σπουδαιότερη ταινία του Κατσουρίδη και μια από τις πιο δυνατές ερμηνείες του Βέγγου —αν και είπαμε ότι αυτός θα μείνει στην ιστορία για όσα ο «σοβαρός» κινηματογράφος πάσχισε να του αποβάλει, τα Βέγγικα. Εδώ ο Κατσουρίδης κράτησε τα κυριώτερα απ' αυτά, κι ας έχει βάλει σε μερική «τάξη» την πληθωρική κωμική του παρουσία. Πρώτα-πρώτα κράτησε το πρόσωπο: τον Θανάση.
Ο Βέγγος έτρεξε για πρώτη φορά ως Θανάσης κι όχι ως Παναής, Πολύδωρος, Θρασύβουλας ή Μπάμπης στο Είναι ένας τρελός, τρελός, τρελός Βέγγος (1965) του Πάνου Γλυκοφρίδη. Ο Γλυκοφρύδης τότε απλά ακολούθησε τον κωμικό στην τρεχάλα του, αφού ο Θανάσης είναι δημιούργημα του Βέγγου. Ο Κατσουρίδης, λοιπόν, κρατάει τον Θανάση με όλα του τα σουσούμια: Ένας αντιήρωας της καθημερινότητας, ένας περίπου αρχαίος στο ήθος, όμοιος στη διάθεση και στα φερσίματα με τον κοινό Έλληνα στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Το ήθος αυτό επέζησε σποραδικά και μετά την καταλυτική δεκαετία του '60, αλλά όταν ο Βέγγος έτρεχε στις οθόνες οι αλλαγές ήταν πλέον ορατές. Ο Βέγγος εκφράζει μ' άλλα λόγια μια νοσταλγία για τον ανθρωπάκο που είχε ήδη αρχίσει να εξαφανίζεται μετά από τις κοινωνικές, ιδεολογικές, οικονομικές και πολιτικές εκρήξεις που ακολούθησαν τον πόλεμο. Ποιος άλλος, λοιπόν, να τρέξει σε μια ταινία για τα περασμένα της Κατοχής, που απευθυνόταν σε μια γενιά ηττημένη, που νοσταλγούσε τα γενναία εκείνα χρόνια;
Ο Κατσουρίδης έπιασε τον χαρακτήρα αυτό της Βέγγικης παρουσίας και τον τόνισε ώστε να λάμψει. Μια απλή σύγκριση με μια άλλη ταινία για την Κατοχή με πρωταγωνιστή τον κωμικό μας, το επίσης πολύ καλό φιλμ Ψηλά τα χέρια Χίτλερ (1962) του Ροβήρου Μανθούλη, μπορεί να καταδείξει τη διαφορά. Εκεί, στο πλευρό του Βασίλη Διαμαντόπουλου, ο Βέγγος έχει μικρά περιθώρια να ξεδιπλώσει ολόκληρο το κωμικό ταπεραμέντο του. Όπως π.χ. στη σκηνή που δίνει το τίτλο της ταινίας, όταν επιτίθεται τάχα στον Χίτλερ με μυδράλιο ένα μύλο του καφέ! Εδώ αντίθετα, εξ αρχής ο Κ. ορίζει τον ιδιαίτερο κινηματογραφικό χώρο του Θανάση: Η ταινία ξεκινά με μια καταδίωξη, γερά σκηνοθετημένη και έξοχα μονταρισμένη, για κάποιον άλλο που κυνηγάνε οι Γερμανοί και παρασύρει τον ήρωά μας σε μιαν απελπισμένη τρεχάλα για να γλιτώσει. Ο Θανάσης δεν είναι ήρωας, είναι ένας μεροκαματιάρης, που δουλεύει στο επιταγμένο εργοστάσιο για ένα κατσαρόλι χυλό, για να επιβιώσει αυτός και η αδερφή του.
Τρέχει να γλυτώσει απ' τη δίνη σειράς γεγονότων που τον απειλούν με φυσική εξόντωση. Το μπλέξιμό του στην Αντίσταση είναι ακούσιο, αλλά η ανθρωπιά του συνειδητή: ο Χανς γίνεται από στρατιώτης του εχθρού Freund, φίλος του Θανάση. Ο μόνος εν τέλει φίλος, όμοιός του, συμπάσχων στα βασανιστήρια. Κι έμελλε ο Θανάσης να του απονείμει τον ύστατο νεκρικό φόρο τιμής. Ο Θανάσης, ο Έλληνας του καιρού του, δεν είναι ανθρωπιστής, είναι άνθρωπος. Απλά. Και τρέχει να γλυτώσει, αμέτοχος του εγκλήματος του εικοστού αιώνα, που ποτίστηκε ακριβώς από τον, μηδενιστικό στη ρίζα και την απόληξή του, ανθρωπισμό ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Ο φίλος του ο Κ., που ήξερε περισσότερα κινηματογραφικά γράμματα από τον Θανάση, έπιασε το νόημα της τρεχάλας του και της έδωσε κινηματογραφικό ρυθμό και υπόσταση. Ένα αρχέγονο τρεχαλητό της ζωής, που σταματά μόνο για να αποτίσει φόρο τιμής στον νεκρό Χανς, το φίλο. Ή για να σταθεί με το δέος του έρωτα. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη τέτοια αντιπολεμική ταινία σε όλο το παγκόσμιο σινεμά.
Πολύ σωστά ένας ομότεχνός του, ο Βασίλης Βαφέας, χαρακτηρίζει τον Κατσουρίδη «λαϊκό εξπρεσιονιστή». Η έκφρασή του, ιδιαίτερα στην ταινία αυτή, είναι πράγματι εξπρεσιονιστική, όπως είναι και του Βέγγου. Βασικός συντελεστής μαζί τους είναι ο Τάσος Ζωγράφος, ζωντάνεψε σκηνογραφικά την ταινία. Μαζί με τον Βέγγο έστησαν το βιωματικό υπόβαθρο του έργου. «Έφαγαν» κι οι δύο «την Κατοχή με το κουτάλι», όπως συνήθιζε να λέει ο Ζωγράφος. Είναι μια ευτυχής συνάντηση των τριών σταυραδερφών του ελληνικού κινηματογράφου. Και οι τρεις τους μιλούν με την ίδια γλώσσα για πράγματα που έζησαν. Ο Κατσουρίδης πρόσθεσε τα δικά του παιδικά βιώματα, της ομόλογης ιστορικά αγγλικής Κατοχής της Κύπρου.
Το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση είναι η ταινία όπου θα τον βρούμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Εδώ πιο πολύ απ' όπου αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε τον «Κ». Η ταινία τελειώνει με τον Εθνικό Ύμνο, που παίζεται ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες, από το παράνομο ραδιόφωνο, που κρατάει φασκιωμένο ο Θανάσης. Ο μικρός Κ. «κάθε πρωί, χάραμα, ξύπναγε τον πατέρα του, ξάπλωνε στο κρεβάτι δίπλα του και τραγουδούσε χαμηλόφωνα ...Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά... και το ...Μαύρη ειν' η νύχτα στα βουνά στους βράχους πέφτει χιόνι... Κι αυτό επί εβδομάδες και μήνες και χρόνια.» Χρόνια πολλά θα τους μνημονεύουμε για το καλό που μας έκαναν.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη", Ιούλιος-Αύγουστος 2015, τ. 30.
πηγή: Aντίφωνο