του Μητρ. Περγάμου κ.κ. Ιωάννη
Είναι δυνατός ένας διαθρησκειακός διάλογος;
Το «Βήμα Ιδεών» του Ιουνίου αυτού του έτους φιλοξενεί άρθρο του σύρου ποιητή Αdonis με τίτλο «Αλαζονική ανεκτικότητα» και με το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ειλικρινής διάλογος μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Το άρθρο αυτό θέτει θεμελιώδη ερωτήματα, για τα οποία μας υποχρεώνει να σκεφθούμε σοβαρά. Είναι πράγματι ο μονοθεϊσμός από τη φύση του και εξ ορισμού «ένα σύμπαν κλειστό το οποίο με αρνείται και με αναγκάζει να αρνηθώ τον άλλο»; Είναι αλήθεια ότι η μονοθεϊστική άποψη δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο... σαν... «ένα κλουβί που παγώνει, ακινητοποιεί μέσα στα σίδερά του κάθε δημιουργική ζωντανή κίνηση»;
Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: ναι, έτσι πράγματι είναι, αν δεχθεί κανείς την αντίληψη για τον μονοθεϊσμό που προϋποθέτει και περιγράφει ο συγγραφέας του άρθρου. Μήπως όμως είναι δυνατή μια άλλη αντίληψη για τον μονοθεϊσμό, μια αντίληψη που θα οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα, και θα έκανε, ίσως, πιο εφικτό ένα διαθρησκειακό διάλογο;
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η έκκληση του Αdonis να πάμε πέρα από την ανεκτικότητα θυμίζει τα λόγια του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «ίνα μη μόνον μάθωμεν αλλήλων αν(τ)έχεσθαι... αλλά και υπέρ εαυτούς αλλήλων κήδεσθαι» (Ερωτ. Θαλ. 64. ΡG 90,725). Πράγματι, η έννοια της ανεκτικότητας δεν είναι μόνο ανεπαρκής, είναι στο βάθος αρνητική, υποδηλώνει ένα αίσθημα υπεροχής που ταπεινώνει τον άλλο, τον διαφορετικό, αυτόν που δεν συμφωνεί μαζί μας. Το αίσθημα αυτό δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην με μια πλειονότητα που «ανέχεται» τη μειονότητα. Στο θρησκευτικό πεδίο τουλάχιστον μπορεί να ισχύει και για μια μειονότητα (ένα sect), η οποία πιστεύει ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. Το πρόβλημα συνεπώς είναι πώς αντιλαμβάνεται μια θρησκεία ή μια ομάδα (δεν είναι μόνο οι θρησκείες που ισχυρίζονται πως έχουν πρόσβαση αποκλειστική στην αλήθεια) την αλήθεια και τη σχέση της μαζί της. Τι είναι αλήθεια; Το ερώτημα αυτό που έθεσεν ο Πιλάτος κατά τη δίκη του Ιησού έμεινε τη στιγμή εκείνη αναπάντητο. Μπόρεσαν έτσι να δώσουν όποια απάντηση ήθελαν οι γενεές που ακολούθησαν.
Οι τρεις μονοθεϊστικέςθρησκείες κατά κανόνα είτε ταύτισαν την αλήθεια με μία αποκάλυψη που περιέχεται σε κάποιο ιερό κείμενο (Αγία Γραφή, Κοράνιο), είτε την εντόπισαν σε ορισμένα δόγματα- συνήθως ως ερμηνείες των ιερών αυτών κειμένων. Ετσι φαίνεται να αιχμαλώτισαν την αλήθεια στο παρελθόν, της στέρησαν την ιστορική και κοινωνική δυναμική της και γέννησαν τον φονταμενταλισμό. Βασική προϋπόθεση- ή και συνέπεια - αυτής της θέσης υπήρξεν η αντίληψη ότι η αλήθεια είναι κάτι που «κατέχεται», είτε ατομικά είτε συλλογικά, ένα «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» από τον ανθρώπινο νου, όπως κάθε «γνωστικό αντικείμενο».
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ
Σε μια παληά μελέτη μου* προσπάθησα να δείξω ότι η θεολογική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει μια διαφορετική αντίληψη για την αλήθεια. Βασισμένη στη διακήρυξη του Χριστού «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 14,6), η Ορθόδοξη παράδοση συνδέει την αλήθεια με τρεις βασικές προϋποθέσεις: (α) Τον αποφατισμό: η αλήθεια υπερβαίνει πάντοτε τον τρόπο με τον οποίο την εκφράζομε. (β) Την εκκλησιολογία: η αλήθεια αποτελεί γεγονός και αποτέλεσμα κοινωνίας· δεν επιβάλλεται «άνωθεν», αλλά αναδύεται μέσα από την ελεύθερη διακίνησή της στο σώμα της Εκκλησίας. (Για τον λόγο αυτόν και τα δόγματα της Εκκλησίας δεν αποκτούν αυθεντία παρά μόνον αφού γίνουν «αποδεκτά» από όλο το σώμα των πιστών). (γ) Την εσχατολογία: η αλήθεια αποκαλύπτεται στην πληρότητά της στα έσχατα, τότε που, κατά τον Απόστολο Παύλο, θα βλέπουμε τον Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον», ενώ τώρα μόνον «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α΄ Κορ.13,12). Αυτό εκφράζει επιγραμματικά ο μεγάλος θεολόγος του 7ου αιώνα μ.Χ. Μάξιμος ο Ομολογητής με τη φράση: «σκιά τα της Παλαιάς Διαθήκης, εικών τα της Νέας, αλήθεια η των μελλόντων κατάστασις» (Σχολ. Εκκλ. Ιερ. 3,3,2 ΡG 4,137D).
Αυτά δεν σχετικοποιούν την αλήθεια στην ιστορική μορφή της, αλλά διευρύνουν τον ορίζοντα και το πλαίσιο, μέσα στα οποία πρέπει να τοποθετούμε πάντοτε τόσο τα ιερά κείμενα όσο και τα θρησκευτικά δόγματα. Ο φονταμενταλισμός δεν βρίσκει έτσι έδαφος να αναπτυχθεί. Ο άλλος δεν είναι απλά «ανεκτός»· είναι και αυτός μέρος του ευρυτέρου πλαισίου, μέσα στο οποίο αναδύεται η αλήθεια.Ηδη το 1935 ο Ε. Ρeterson με το έργο του «Der Μonotheismus als politisches Ρroblem»επέρριψε στον μονοθεϊσμό την ευθύνη για την ανάπτυξη στην ιστορία επικίνδυνων πολιτικών και θρησκευτικών ιδεολογιών, άποψη που αναβιώνει και σήμερα στις διάφορες συζητήσεις. Ολα όμως και πάλι εξαρτώνται από την αντίληψη που έχει κανείς για τον μονοθεϊσμό, από το είδος του μονοθεϊσμού που πρεσβεύει. Στη χριστιανική παράδοση η έννοια του μονοθεϊσμού καθορίστηκε σημαντικά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό. Ο Θεός είναι ένας, αλλά δεν είναι μόνος. Η μονοθεΐα εμπεριέχει την κοινωνία, είναι αδιανόητη η ενότητα χωρίς την πολλαπλότητα. Ο ένας Θεός είναι ύπαρξη προσωπική, που σημαίνει ύπαρξη σχέσεων ενότητας και συγχρόνως ετερότητας.
Ο χριστιανικός μονοθεϊσμός εισάγει για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία τη διάκριση μεταξύ του ενός και του μόνου: το να είναι κανείς «ένας» δεν ταυτίζεται με το να είναι «μόνος». Ο «ένας» στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με το «μοναδικός», πράγμα που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από μια σχέση προσωπική, χάρη στην οποία- όπως, για παράδειγμα, στον αληθινό έρωτα- κάποιος αναδύεται ως μοναδικός ακριβώς γιατί υπάρχει κάποιος άλλος, για τον οποίο είναι μοναδικός.
Αν δούμε τον μονοθεϊσμό με αυτό το πνεύμα, τότε όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ετερότητα, αλλά αναδεικνύει τον «άλλο» sine qua non conditio για τον «ένα». Εκτός τούτου, ένας τέτοιος μονοθεϊσμός δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι «δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο». Αντίθετα, οι συνέπειές του για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνική ζωή, ακόμα και για τη σχέση μας με τη φύση, είναι συγκλονιστικές.
Αν δούμε τον μονοθεϊσμό με αυτό το πνεύμα, τότε όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ετερότητα, αλλά αναδεικνύει τον «άλλο» sine qua non conditio για τον «ένα». Εκτός τούτου, ένας τέτοιος μονοθεϊσμός δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι «δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο». Αντίθετα, οι συνέπειές του για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνική ζωή, ακόμα και για τη σχέση μας με τη φύση, είναι συγκλονιστικές.
ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Οι τρεις γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ) βρίσκονται σήμερα στις αρχές ενός διαλόγου, στον οποίον πρωτοστατεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη φάση αυτή ο στόχος του διαλόγου περιορίζεται στην «ανεκτικότητα», την αποφυγή των συγκρούσεων στο όνομα της θρησκείας. Οσο και αν δεν μας ικανοποιεί αυτό, δεν παύει να είναι χρήσιμο, και ίσως επιτακτικό. Αλλά, όπως σωστά μας υπενθυμίζει ο Αdonis, αν αρκεστούμε στην ανεκτικότητα οδηγούμαστε σε μια νέα σκλαβιά. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο πέρα. Να θέσουμε τα θρησκευτικά «πιστεύω» μας μπροστά στα υπαρξιακάπροβλήματα του ανθρώπου και να αξιώσουμε απαντήσεις. Καμία θρησκευτική πίστη δεν δικαιώνει την ύπαρξή της μόνο και μόνο με τον ισχυρισμό της ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι υπάρχει όχι για να σκλαβώνει, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο, να απαντά στα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματά του.
Στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου θέλησα να δείξω ότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον μονοθεϊσμό καθαυτόν, αλλά στον τρόπο που τον κατανοούμε, και κυρίως στο πώς αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια. Αν εντοπίσουμε το πρόβλημα στον μονοθεϊσμό, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε το γιατί κατέφυγαν σε βία, πολλές φορές μάλιστα ωμή, για να επιβάλουν τα «πιστεύω» τους πολυθεϊστές, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος και άλλοι ρωμαίοι αυτοκράτορες, ή ακόμα και καθεστώτα που είχαν ως έμβλημά τους την αθεΐα. Το πρόβλημα δεν είναι ο μονοθεϊσμός, αλλά ο φονταμενταλισμός, ο οποίος εγκλωβίζει την αλήθεια στο γράμμα που «αποκτείνει» (Β΄ Κορ. 3,6). Ενας μονοθεϊσμός ανοιχτός στην ετερότητα δεν είναι καθόλου αδιανόητος.
Μένει να δούμε αν με τις υπάρχουσες μορφές μονοθεϊσμού μπορεί να διεξαχθεί ένας διαθρησκειακός διάλογος που θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μια ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας. Εναν τέτοιο διάλογο δεν φαίνεται να μας υπόσχονται άμεσα οι υπάρχουσες μονοθεϊστικές θρησκείες. Πιστεύω όμως ότι αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να το πράξουν. Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα, κοινά σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά πιστεύματά τους, ογκώνονται και γίνονται πιό πιεστικά. Η επιτεινόμενη φορά προς παγκοσμιοποίηση και η συνειδητοποίηση του οικολογικού κινδύνου θα αρκέσουν για να έρθουν σύντομα στην επιφάνεια τα πιο βαθιά και συγχρόνως κοινά και πανανθρώπινα προβλήματα. Κάτω από την πίεση αυτών των προβλημάτων οι θρησκείες θα υποχρεωθούν να ανοίξουν τον κλειστό εαυτό τους, να συνδέσουν το παρελθόν τους με το μέλλον, όχι μόνο το δικό τους, αλλά και των άλλων. Στη βάση αυτή ο βαθύς, ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος δεν θα είναι απλώς δυνατός· θα έχει γίνει κιόλας πραγματικότητα. *
*J.Ζizioulas «Vrit et communion», Ιrnikon,τ.50 (1977),σ.451-510.
Του ιδίου: «L' tre eccl sial», Labor et Fides,Gen ve 1981,σ.57-110.
Πηγή: ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος Ιούλιος 2007