Η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την απαρχή της Αποκάλυψης του Θεού στο ανθρώπινο γένος, που θα ολοκληρωθεί με τον ερχομό του Μεσσία. Οι άλλοι λαοί, μαζί και οι Έλληνες, δεν ήταν πάρα οι «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενοι». Και όμως, ακόμη και εκεί, χάρη στον λεγόμενο «σπερματικό λόγο», το Άγιο Πνεύμα με τις μυστικές Του εμπνεύσεις προετοίμαζε και καλλιεργούσε τα έθνη για να γνωρίσουν μια μέρα την αληθινή πίστη. Ποια ήταν η αξία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος έναντι της βιβλικής Αποκάλυψης;
Θα προσπαθήσουμε να ψελλίσουμε κάποιο λόγο πάνω σε αυτό το θέμα, αναφέροντας πρώτα ότι κάποιος σπουδαίος σύγχρονος πνευματικός πατήρ, παρακολουθώντας μια αρχαία τραγωδία, δεν μπόρεσε να αποφύγει την σκέψη: «απ’ όλη αυτή τη μελαγχολία μας γλίτωσε ο Χριστός». Και πράγματι, γενικά η θρησκεία είναι συνυφασμένη με την ζοφερότητα, τις τύψεις, την ενοχή. Ο Θεός εύκολα μπορεί να αποβεί, για να διατηρήσει το μεγαλείο του, κάτι το πολύ σκοτεινό. Ο Δίας εξαπολύει τον κεραυνό, ενώ και η χαρούμενη μανία του Διονύσου δεν είναι άγευστη της πίκρας του χυμένου αίματος. Η μοίρα, το λάθος που δεν είναι ακριβώς λάθος, το μίασμα, η αυτοκαταστροφή, όλα αυτά στοιχειώνουν ακόμη και την τραγωδία, για να θυμηθούμε μόνο τον Οιδίποδα! Η Εκκλησία είναι, ως γνωστόν, η υπέρβαση της θρησκείας.
Φαίνεται όμως πως μέσα στην αρχαία Ελλάδα, έδρασαν ευτυχώς και αντίρροπες δυνάμεις. Η ελληνική μυθολογία, κατά πολλούς ειδικούς, είναι στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετικό πράγμα από ό,τι η αρχαία θρησκεία. Αποτελεί έναν κόσμο διαφορετικό –εδώ δεν μπορούμε να πούμε δυστυχώς πολλά περισσότερα πράγματα γι’ αυτή τη διαφορά. Όσο για το περίφημο «δωδεκάθεο» του Ολύμπου, οι ειδικοί και πάλι μας πληροφορούν ότι δεν έχει περίπου καμιά σχέση με την πραγματική «λαϊκή θρησκεία» (δες π.χ. τα βιβλία του Μάρτιν Νίλσον). Αποτελεί περισσότερο μια κατασκευή του Ομήρου, ενός μεγάλου πρώιμου διαφωτιστή, εξ ου μεταξύ άλλων και η διακωμώδηση των θεών, που κυριαρχεί παραδόξως στα ηρωικά αυτά έπη.
*******
Η ελληνική μυθολογία αποτελεί πνευματικό θησαυρό, κρύβει πράγματα που εναντιώνονται (δεν διεκδικώ εδώ εχέγγυα εξαντλητικής εξοικείωσης με τη βιβλιογραφία) στην ελληνική θρησκεία ή έστω τα αντιμετωπίζουν αρκετά διαφορετικά. Πράγματι, αποτελεί εν πολλοίς μια προσέγγιση καλλιτεχνική, ακόμη τόσο δυνατή ενίοτε όσο και η ίδια η ποίηση –είναι μάλλον και η ίδια ποίηση. Οι καλύτεροι φιλόλογοι, σημειωτέον, αντιμετωπίζουν τον μύθο διαφορετικά από ό,τι οι ανθρωπολόγοι[i]: παράδειγμα ο Κερένυι, του οποίου η προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική από διάφορους –ισμούς, π.χ. τον δομισμό, τον μεταδομισμό κλπ, των οποίων η πραμάτεια πουλήθηκε πολύ στον 20ο αιώνα. Ο εν λόγω μελετητής, και εδώ έγκειται η ιδιομορφία της φιλολογικής προσέγγισης, δεν θέλει να υποτάξει το μύθο σε κάποιο διανοητικό σχήμα, δεν στρέφεται στη νοησιαρχία. Μέσα στη μυθική αφήγηση, μας λέγει, αναπτύσσεται μια «δημιουργία», που η διανοητικοποίηση αδυνατεί να συλλάβει, καθώς μιλά απλώς για διανοητικά σχήματα (π.χ. ο δομισμός κάνει λόγο για τις γνωστές «δυαδικές αντιθέσεις» του κλπ). Ο μύθος, ως αληθής καλλιτεχνία, τρομάζει τους ανθρωπολόγους, τους κάνει να γυρίζουν πίσω φοβισμένοι, στην ασφάλεια του έτοιμου νοητικού σχήματος. Ωστόσο, να μια υπέροχη αλήθεια: αν δεν μπορείς, ερμηνεύοντας την τέχνη, να κάνεις και ο ίδιος λίγο τέχνη, και όταν μιλάς για μύθο, να προβείς σε κάποια καλλιτεχνική ανασύνθεση αυτού, δεν θα τον προσεγγίσεις, όπως του αξίζει.
***********
Έστω και μόνο για να χαρούμε την αφήγηση, αξίζει να θυμηθούμε έναν από τους άθλους του Ηρακλή, την «Κερυνίτιδα έλαφο» - ήταν ένα ζώο που έφερε χρυσά κέρατα. Βασική αρχή του Κερένυι είναι πάντως ότι δεν μπορούμε να βρούμε πουθενά «έτοιμο» κάποιο μύθο, μήτε καν και σε κάποια πολύ «έγκυρη» αρχαία πηγή. Οφείλουμε πάντα να τον ανασυνθέσουμε- εδώ ακριβώς έγκειται η καλλιτεχνία! Κάθε αληθινός ερευνητής αναπλάθει την ουσία της μυθικής αφήγησης, βασιζόμενος εν πολλοίς στο καλλιτεχνικό του αισθητήριο, αξιοποιώντας προς τούτο τις ποικίλες παραλλαγές του μύθου, από τις οποίες όμως δεν είναι κάποια η «σωστή» και οι άλλες λάθος. Απλώς, όλες δείχνουν το μεγάλο ρεύμα της αφήγησης. Ο ερευνητής ακολουθεί, εμπλεκόμενος στην γοητεία του λόγου, τον μυθικό «ιστό», διεξέρχεται, αφού πρώτα ανακαλύψει, τις ποικίλες κατευθύνσεις και ατραπούς που αυτός τραβά, ώσπου να φθάσει τελικά στην μεγάλη σύνθεση- ιδού ο «σπερματικός λόγος» για τον οποίο μίλησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Βαθιά μέσα στην μεγάλη σύνθεση κρύβεται η αναζήτηση, όπως θα δούμε, των πιο ουσιωδών πραγμάτων .
*********
Η Κερυνίτις έλαφος ήταν ένα ζώο που, τουλάχιστον στις απαρχές αυτής της μυθικής αφήγησης, θεωρούνταν άκακο. Ανήκε, κατά μια απλή και διαδεδομένη εκδοχή (μας την διέσωσε π.χ. ο Απολλόδωρος) στην μικρή τοπική θεά της Οινόης. Μια άλλη πηγή μας πληροφορεί πάντως ότι προσπαθούσε να κρυφτεί ακόμη και από την ίδια την μεγάλη θεά Άρτεμη. Άρχισαν οι μεγάλοι θεοί να κυριαρχούν βαθμιαία στον ευρύτερο χώρο και να δημιουργείται το πανελλήνιο «πάνθεον», ενώ το γοητευτικό παιχνίδι του «φαίνεσθαι» και του «κρύβεσθαι», η όλη φιλοσοφία του «βλέμματος», κάνει από νωρίς και αυτό, ως φαίνεται, την εμφάνισή του. Η αρχική ιδέα ήταν και πάλι ότι το ελάφι δεν προξενούσε καμία βλάβη, ωστόσο υπάρχει – ας μην ξεχνάμε ότι η περιπλοκή είναι στοιχείο της μυθικής αφήγησης - και η άποψη ότι το ζώο αυτό ήταν βλαβερό για τις καλλιέργειες, οπότε και ο Ηρακλής, σκοτώνοντάς το, έγινε μεγάλος ευεργέτης. Η τελευταία αυτή, λιγότερο μεγαλοπρεπής και υποβλητική εκδοχή, έφθασε σε μας μέσω του μεγάλου διαφωτιστή Ευριπίδη, ο οποίος, αν και κορυφαίος ποιητής, με τον ορθολογισμό του απλούστευσε και άλλαξε το χαρακτήρα πολλών μύθων. Γιατί να κυνηγά κανείς κάτι άκακο; Δεν έχει νόημα, αποφάνθηκε... Ο κορυφαίος τραγικός έγραψε άλλωστε τα ευσεβέστερα έργα του (π.χ. τις «Βάκχες») μόνο όταν κατηγορήθηκε για αθεΐα…
Εν πάση περιπτώσει, είτε άκακο, είτε καταστροφικό, το ελάφι περιγράφεται να βόσκει σε όλη την άγρια Αρκαδία, οπότε και μπορεί να το φανταστεί κανείς αγέρωχο και υπερήφανο, να τριγυρνά στις απέραντες εκτάσεις της ονειρεμένης εκείνης γης– η ποίηση υποβαστάζει και πάλι την μυθική αφήγηση. Και βέβαια είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κατ’ ουσίαν θεϊκό ζώο, καθώς φέρει μεταξύ άλλων χρυσά κέρατα. Ζώο με υπέροχη αίγλη και υποβλητικά ελεύθερο, ον που έχει ήδη δημιουργήσει τόσες περιπλοκές, τελικά μας αναγκάζει να θέσουμε ως τελικό ερώτημα όχι ακριβώς το «ποιο είναι το νόημα του μύθου;», αλλά ποιος τέλος πάντων είναι ο μύθος. Παρά τους δαιδάλους της αφήγησης, πρέπει να προβούμε στην ανασύνθεση. Τότε, το πράγμα και θα αυτοερμηνευθεί.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιποό; Στο σημείο αυτό, ο Κερένυι εργάζεται υπονοώντας ότι κάθε λαός, και προπαντός οι αρχαίοι Έλληνες (των οποίων η μυθολογία είχε τη τύχη να γίνει να γίνει παγκοσμίως γνωστή, όχι χωρίς λόγο), «δουλεύει» τη μυθολογία του, ακριβώς όπως ένας καλλιτέχνης το ποίημά του. Όπως δηλαδή υπάρχουν μικρά «ποιήματα – αντηρίδες» που υποστηρίζουν τα μεγάλα ποιητικά κατορθώματα, έτσι και για να φωτίσουμε την θεϊκότητα της ελάφου (στοιχείο - «κλειδί» της ανασύνθεσης), πρέπει να προστρέξουμε σε άλλους μικρότερους, πλην σημαντικούς μύθους. Ο μύθος χτίζεται βαθμιαία, έστω κι αν εμφανίζεται, από μια άλλη άποψη, μονομιάς- όπως η γλώσσα, είναι η απόλυτη φανέρωση μιας μεγάλης ενικότητας, αλλά γνωρίζει και εσωτερική ανάπτυξη και ιεραρχία.
Ο μικρός αυτός μύθος αφορούσε μια νύμφη, την Ταϋγέτη, συνοδό της Άρτεμης, που το όνομά της το συναντάμε αρκετές φορές, με κάποιες βέβαια διαφορές, στους αρχαίους συγγραφείς. Εν πάση περιπτώσει, η Άρτεμις και η σύνοδος της έχουν, τουλάχιστον σε αυτή την μυθική ποιητική συνάφεια, στενή σχέση μεταξύ τους, κάτι που δεν αποτελεί επίσης απλή ενδεχομενικότητα: μια άλλη βασική αρχή του ελληνικού μύθου είναι ότι προέχουν μάλλον οι πρωταγωνιστές, μαζί με τον θίασό τους, τη συνοδεία τους, παρά η ίδια η εξιστόρηση. Η Άρτεμις δεν μπορεί παρά να συνοδοιπορεί με την Ταϋγέτη και όλους τους ακολούθους της- μεταμορφώσεις, ταυτίσεις, υποκαταστάσεις, όλα αυτά είναι μέρος του ελληνικού μύθου.
Η Ταϋγέτη τώρα, ήταν, μια νύμφη, που, από κάποιες άλλες αναφορές, μαθαίνουμε ότι την ερωτεύτηκε ο Δίας, με αποτέλεσμα η Άρτεμις και πάλι να την μεταμορφώσει σε λαφίνα - ιδού η περίφημη «Κερυνίτις έλαφος» του Ηρακλή. Αυτή είναι η δεσπόζουσα ερμηνεία: η Κερυνίτις έλαφος είναι η μεταμορφωμένη Ταϋγέτη, αν και αυτό το στοιχείο είναι απόν από κάποιους συγγραφείς. Το ελάφι αυτό είναι, εμφανίζεται, επιφαίνεται- τίποτε από όλα αυτά και όλα αυτά μαζί- ως η Ταϋγέτη, που μεταμορφώθηκε από την Άρτεμη σε ζώο. Η λέξη «μεταμόρφωση» δίνει ωστόσο λαβές για διαφορετικές, ποιητικές ή πιο πεζές, ερμηνείες στους διαφόρους ποιητές. Όλα αυτά περιπλέκουν περισσότερο την ήδη μεγάλη περιπλοκότητα και συνθέτουν το υφάδι της καλλιτεχνίας, που αποβαίνει μεγαλειωδώς απλή, σαν τον αρχαίο λαβύρινθο με τους μυστικούς μίτους του.
Μία ερμηνεία της «μεταμόρφωσης» είναι ότι αυτή συνιστά «τιμωρία» - πρέπει να υπήρχε εξαρχής αυτό το στοιχείο στο μύθο, ως νόμιμη δυνατή ερμηνεία. Αυτό ασφαλώς μπόρεσε να σκεφθεί και να αξιοποιήσει στο έργο του ο ορθολογιστής Ευριπίδης, που μίλησε για την Ταϋγέτη όταν περιέγραφε με τρόπο άκρως ρεαλιστικό - τι άλλο;- τα βάσανα των γυναικών. Το αγαπημένο του θέμα. Πολλές γυναίκες, μας λέγει ο ποιητής, ήταν τυχερές, γιατί γλίτωσαν από τα δεινά τους, όταν οι θεοί τις μεταμόρφωσαν, τιμωρώντας τες, σε ζώα. Αυτό δα έλειπε, να θεωρήσουμε καλό το να αναφανεί, να μεταστοιχειωθεί, να «μεταμορφωθεί» μια γυναίκα σε ελάφι. Να τι διαβάζουμε στην τραγωδία του, ή και κατ’ άλλους κωμωδία, «Ελένη»: «με τη θωριά πυκνόμαλλου αγριμιού / –λιόντισσας όψη ανήμερη-/ ξαλάφρωσε απ’ τη βαριά της θλίψη», κάποια άτυχη ηρωίδα, που έγινε λέαινα. Για την Ταϋγέτη, που μας ενδιαφέρει εδώ, λέγονται τα εξής: «του Μέροπα η κόρη, η Τιτανίδα, που για την άφταστη ομορφιά της η Άρτεμη την έδιωξε οργισμένη, γίνηκε χρυσοκέρατη αλαφίνα» (μετ. Τ. Ρούσσου). Ο Ευριπίδης ξέρει όσο κανείς άλλος τα πάθια των γυναικών: πάσχουν από μεγάλη ζήλια η μία για την άλλη, και έτσι η Άρτεμις, φθονώντας φυσικά την όμορφη Ταϋγέτη, την έκανε ελάφι. Μια τιμωρία από κάποια ζηλιάρα θεά…
Κατά μια άλλη όμως εκδοχή, που προέρχεται από ποιητή γνήσια μυθολόγο -μιλάμε για τον μεγάλο μας Πίνδαρο-, η σημασία της «μεταμόρφωσης» είναι εντελώς διαφορετική: μ’ όλη την αγάπη του για την εξατομίκευση, ο μεγάλος λυρικός λέγει ότι, αντί για τιμωρία, έχουμε να κάνουμε εν προκειμένω με «σωτηρία» (αυτό άλλωστε αφήνει να διαφανεί η όλη περιγραφή του στον 3ο Ολυμπιόνικο). Ωστόσο, όσοι αγαπούν το μύθο, δεν πρέπει να βιαστούν καθόλου να ψέξουν τον Ευριπίδη. Είναι εκπληκτικό ότι το ίδιο πράγμα που θεωρείται τιμωρία σε μια παραλλαγή, προδίδοντας κάποιες ευαισθησίες, από κάποιον άλλο ποιητή, με διαφορετικές ευαισθησίες, θεωρείται σωτηρία. Όλα είναι διφορούμενα, τίποτε όμως υποκειμενίστικο και σχετικιστικό: για αυτό και ο μύθος είναι τόσο δυνατός. Και έχει ενδιαφέρον, επειδή ο μύθος πράγματι κρύβει αυτή την ισχύ, να διαπιστώσουμε ότι στην πραγματικότητα το ίδιο γεγονός ερμηνεύεται ταυτόχρονα πότε έτσι και πότε αλλιώς, καθώς θα πρέπει να υπήρχε μάλιστα και κάποια αλληλοσυμπλοκή, ή και ανταγωνισμός ίσως των παραλλαγών… Οι μύθοι, εφόσον αποτελούσαν εν πολλοίς παράγωγα των πρωταγωνιστών και των θιάσων τους, γεννούσαν μόνοι τους και τον ορίζοντα της ερμηνείας, τις προκαλούσαν ως μια τελική φωταύγεια. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με μας σήμερα; Ως καταστρεπτικό ή ως λυτρωτικό δεν αντιμετωπίζουμε το ίδιο γεγονός της ζωής μας, αναλόγως της οπτικής μας και του χρόνου που περνά;
Αλλά δεν τελειώσαμε με τις παραλλαγές: υπάρχει και μια τρίτη, πιο προωθημένη, που και πάλι μας την χαρίζει ο Πίνδαρος, με το βαθύ ανθρωπολογικό του αισθητήριο, την ιεροπρέπειά του, τον πόθο του για το αρχετυπικό: «Γιατί (ο Ηρακλής) προσταγή είχε πάρει από τον πατέρα του/ να εκτελέσει του Ευρυσθέα τις εντολές/ κι έπρεπε να φέρει από κει την ελαφίνα την χρυσοκέρατο/ που η Ταϋγέτη κάποτε είχε τάξει / στην Ορθωσία την Άρτεμη». Με άλλα λόγια, η ίδια η Νύμφη Ταϋγέτη προσέφερε για εξιλέωση τον εαυτό της φτιαγμένο ως λαφίνα στην Ορθωσία Άρτεμη («εξιλασμός»). Και τι να πει κανείς για το γεγονός ότι το ελάφι αυτό, που κάποτε, σε άλλο τώρα μύθο, η Άρτεμις κυνηγώντας το δεν μπορούσε να το συλλάβει, θεωρείται τελικά ιερό, γιατί πρόκειται ακριβώς για το ελάφι που της αφιέρωσε η Ταϋγέτη, την οποία η Άρτεμις όμως βοήθησε να γλιτώσει από το Δία, κάνοντας την λαφίνα; Εδώ μέσα κυλά κάτι βαθιά ενιαίο, έχουμε να κάνουμε μόνο με μια φαινομενική «ασυνέπεια», που αδυνατούμε ωστόσο να σχολιάσουμε περαιτέρω. Αυτή η λαφίνα, πάντως, κατά μια εντελώς εύλογη ερμηνεία, είναι και πάλι η Κερυνίτις έλαφος (και ταυτόχρονα η Ταϋγέτη, έγινε πάλι γυναίκα, εφόσον αφιέρωσε στη θεά το ζώο…).
Χωρίς να επιμείνουμε περισσότερο, παρατηρούμε ότι αυτή η μερική ταύτιση είναι στοιχείο πολύ ποιητικό, απαραίτητο συστατικό του μύθου, που δεν πρέπει να εκληφθεί ως πρωτογονική επιβίωση στην όλη ποιητική της ελληνικής μυθολογίας. Δεν υπονοείται κάποια αρχετυπική μεταφυσική ουσία, που παίρνει διάφορες μορφές. Μπορούμε να φωτίσουμε τα πράγματα περαιτέρω, π.χ. προστρέχοντας σε έναν ακόμη παρεμφερή μύθο, που έλεγε ότι κάποτε, όταν κάποιοι δίδυμοι «Αλωάδαι» κυνηγούσαν με θράσος την Άρτεμη, τότε αυτή η ίδια η θεά ήταν η κυνηγημένη λαφίνα, ωστόσο καλά είναι, για να μην μπερδευτούμε περισσότερο, να σταματήσουμε εδώ. Θεά, λαφίνα, ηρωίδα σχετίζονται, παρόλα αυτά, δεν θα άρμοζε καθόλου να μιλήσουμε για μια κρυμμένη «πρωτεϊκή» ουσία, που παίρνει αυτό ή το άλλο σχήμα. Πρόκειται για μια εννοιολογική σύλληψη άσχετη με το πνεύμα της ελληνικής μυθολογίας, καθώς, μολονότι πράγματι υπάρχει ένας δυναμισμός του πραγματικού, που χωρεί προς τα έξω με πολλές μορφές, δεν υφίσταται στην ελληνική μυθική σκέψη καμία πρότερη «ουσία» ανώτερη της θεάς. Αυτό θα κατάστρεφε την ποίηση της ελληνικής μυθολογίας, όπου η αίγλη του θεϊκού δεσπόζει, είναι ασυναγώνιστη στην ισχύ της. Όταν εξαφανίζουμε την δόξα της θεάς, εξαφανίζουμε και το πνεύμα της αρχαίας μυθολογίας, εξαφανίζουμε το ελληνικό πνεύμα εν γένει, που ξέρει να δοξάζει. Η «αίγλη», όπως την συνέλαβε ο αρχαίος Έλληνας, αξιοποιήθηκε και από τον χριστιανισμό… Για να το πούμε αλλιώς, ο Έλληνας ήταν έτοιμος να καταλάβει τι θα πει ότι ο χριστιανός δοξάζεται, «κλεΐζεται» από τη θεία χάρη...
**********
Μέχρι εδώ ο μύθος είναι απλώς όμορφος και υποβλητικός, ωστόσο από τώρα και στο εξής απογειώνεται, θριαμβεύει. Γίνεται κατόρθωμα του πολιτισμού: και πάλι μέσα βέβαια από την αφήγηση του Πινδάρου, που είναι όμως μάλλον και η αρχαιότερη. Το μαρτυρούν αυτό ακόμη και οι αγγειογράφοι. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, σε αυτή την καταδίωξη της ελάφου από τον Ηρακλή, ο ήρωας δρα μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα γοητείας και θάμβους, καθώς «γυρεύοντας αυτήν την ελαφίνα», φθάνει, ακολουθώντας μαγεμένος τα χνάρια της, σε μια άλλη περιοχή, όπου και τον συνεπαίρνει ένα πρωτόγνωρο θέαμα (που θα τον αναγκάσει να δράσει όπως θα δούμε σε λίγο). Κάποιος μάλιστα αρχαίος Λατίνος συγγραφέας, ο Υγίνος, παρατήρησε το εξής: δεν είναι σημαντικό το ότι ο Ηρακλής κυνηγά ένα θήραμα, αλλά συμβαίνει το εξής παράδοξο, ένα θεϊκό πλάσμα να αφήνεται να κυνηγηθεί από κάποιον άνθρωπο! Αυτό είναι το σημαντικό, το μεταφυσικό στοιχείο: το ελάφι ως θεϊκό ον άφηνε τον ήρωα να το κυνηγά, μέχρι που τον οδήγησε τελικά στη χώρα των υπερβορείων. «Και τότε της καρδιάς του ένα κίνημα/ τον οδήγησε/ στη χώρα του Ίστρου,/ όπου τον δέχτηκε η Άρτεμη, η θυγατέρα της Λητώς/ με τα όμορφα άλογα, /σαν έφτασε εκεί αφήνοντας πίσω του/ τις κορφές και τα στρυφνά της Αρκαδίας φαράγγια…», λέγει ο Πίνδαρος. Ο θεός αφήνεται να κυνηγηθεί… Αυτό ο Έλληνας μπόρεσε να το διαισθανθεί, και είναι εκπληκτικό…
Δυστυχώς για την νοησιαρχία, στο μύθο κυριαρχεί η αλήθεια ότι ο θεός αφήνεται να κυνηγηθεί - κάτι που μας θυμίζει μάλιστα, όσο μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, ένα περίφημο βιβλικό παράλληλο, το ότι δηλαδή ο Θεός άφησε τον Ιακώβ να παλέψει μαζί Του! Η «καταδίωξη» της ελάφου στον μύθο, μόλο που είναι ανάλαφρη και χαριτωμένη στην λεπτότητά της, αποκτά μεγάλο υπαρξιακό νόημα. Εφόσον ο κυνηγός, μαγεμένος από το θεϊκό ελάφι που κυνηγούσε, δεν μπορούσε να σταματήσει τη θήρα, ο ίδιος μεταβλήθηκε σε «λεία»! Η μαγεία εισβάλλει μέσα μας, χωρίς να καταλύει την ελευθερία μας, η δράση είναι καταναγκαστική και ταυτόχρονα ελεύθερη. Φύση και ελευθερία, ανάγκη για ζωή και «αυτοδέσποτον», αυτά πάνε μαζί… Να μια άλλη ανακάλυψη του ελληνικού πνεύματος, μια προαίσθηση του τι θα πει «με αιχμαλωτίζει ο θείος έρωτας εν ελευθερία»… Και τολμώ να πω κάτι τέτοιο, με πλήρη γνώση ότι οι οπαδοί του Βίκο δεν επιτρέπουν καμιά πραγματική συνάφεια και ταυτότητα αναζήτησης σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ο Βίκο και η σχολή του δεν αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα το οικουμενικό.
Αλήθεια, τι ευφροσύνη! Το ζώο τραβούσε μακριά, οδηγώντας τον Ηρακλή στο άγνωστο. Ο Κερένυι ερμηνεύει εύκολα, βοηθούμενος από τον Πίνδαρο, αυτό το «μακριά» υπό μεταφυσική έννοια- τι άλλο θα μπορούσε στο κάτω κάτω να ήταν; Ο ίδιος ο μεγάλος λυρικός, γράφοντας Ολυμπιόνικους, δίνει μια μεταφυσική αίγλη στο «κλέος» που στεφανώνει τους νικητές. Τους χαρίζει με τους ύμνους του, μέσα σε καθαρά θρησκευτικά συμφραζόμενα, «αθανασία». Ο πόθος των Ελλήνων για αυτή αποτελεί μέρος του «σπερματικού λόγου», ό,τι και να λένε οι ανθρωπολόγοι, που στρεβλώνουν τα πράγματα. Πρόκειται, ακόμη, για μια από τις στιγμές που η ανθρωπότητα συλλαμβάνει το «άγνωστο» ως μεταφυσική περιοχή, ως ένα τόπο που προκαλεί την εξερεύνηση. Χώρο επίφοβο και τρομερό, αλλά που θα πλουτίσει τα μέγιστα ό,τι συνηθίζουμε να λέμε «οικείο». «Δέος», αυτό είναι όλο, έστω στα πλαίσια μιας τόσο παιγνιώδους εξιστόρησης... Το «άγνωστο», μάλιστα, παραμένει τέτοιο, ακόμη και όταν γίνει «γνωστό»- όπως και το πιο αγαπημένο μας ποίημα μένει πάντα απόκρυφο.
Το ελάφι, λειτουργώντας ως «οδηγός», τραβούσε περαιτέρω σε κάτι που είναι ένα βήμα πιο πέρα ακόμη και από το «άγνωστο». Τραβούσε προς το «Αλλού», προς μια άλλη χώρα, όπου ο όρος «άλλη» έχει επίσης και αυτός μεταφυσική σημασία. Η ατραπός του μύθου συλλαμβάνει ό,τι θα μείνει ακατάλυτο για την σκέψη, την έννοια του «μεταιχμιακού», αυτού που, αν το διαβεί κανείς, δεν πάει απλώς πιο πέρα, αλλά στο ανεπίστρεπτο... Τι άλλαξε από τότε, παρά μόνο ο χριστιανική αντιμετώπιση της θανής; Γιατί αυτό το «Αλλού» δεν είναι παρά ο θάνατος, η τελευτή ως η ριζική ετερότητα. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι ο θάνατος εδώ, τελείως διαφορετικά από άλλους πολιτισμούς (π.χ. τους Αιγυπτίους), έχει την ίδια ακριβώς σημασία που έχει και στην χαιντεγκεριανή ανάλυση.
Το ελάφι, τελικά, όντας «οδηγός», δεν έπρεπε να σκοτωθεί παρά μόνο να αιχμαλωτισθεί- μια ευτελής παραλλαγή του μύθου έλεγε πάντως ότι ο Ηρακλής σκότωσε το ζώο, αλλά το τέλος αυτό δείχνει απλώς την αδεξιότητα του μυθολόγου του. Ακόμη κι έτσι, το άδοξο αυτό τέλος μαρτυρά επίσης για να τον κίνδυνο να διολισθήσει η όλη αφήγηση στο κοινότοπο και να χάσει την υπαινικτικότητά της... Ο Ηρακλής κυνήγησε περαιτέρω το ζώο ένα ολόκληρο χρόνο και τον οδήγησε, πράγματι, στο «Αλλού». Ας ξαναδούμε τι γράφει ο Πίνδαρος: «Και τότε της καρδιάς του ένα κίνημα/ τον οδήγησε στη χώρα του Ίστρου, όπου τον δέχτηκε η Άρτεμη, η θυγατέρα της Λητώς με τα όμορφα άλογα, σαν έφτασε εκεί αφήνοντας πίσω του τις κορφές και τα στρυφνά της Αρκαδίας φαράγγια… ». Το «Αλλού» ήταν η χώρα των υπερβορείων, ο τόπος της Αθανασίας. Και μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι τελικά, στο μέρος που θα τερματιστεί η όλη πορεία, το ζώο έρχεται αντιμέτωπο με τον Ηρακλή ακριβώς ως Άρτεμις, μήτε ως λαφίνα μήτε ως Ταϋγέτη. Το θεϊκό λάμπει την κρίσιμη ώρα. Φωταύγειες και φανερώσεις… Και μαζί το ανερμήνευτο του μύθου…
Και ακολουθεί η υπόλοιπη αφήγηση του Πινδάρου, για το πώς ο Ηρακλής πήρε από κει την αγριελιά, την φύτεψε στην Ολυμπία και όλα τα σχετικά: «Γυρεύοντας, λοιπόν, αυτή την ελαφίνα έφτασε στη χώρα, πού ’ναι πίσω απ’ του βοριά την παγωμένη ανάσα. Κι εκεί εστάθηκε κι εθαύμαζε εκστατικός τα λιόδεντρα… Κι εκεί τον συνεπήρε μια γλυκιά λαχτάρα να φυτέψει τέτοια δέντρα…». Μπορεί να διαβάσει κάνεις τον ίδιο τον 3ο Ολυμπιόνικο, για την συνέχεια, και να δει τα ευεργετήματα της επίσκεψης του ήρωα στη μυθική χώρα, από όπου ήρθε κι η αγριελιά, το κλαδί της οποίας στέφει τους αθανάτους της Ολυμπίας.
*************
Η φιλολογική ανάλυση μας υποχρεώνει να μιλήσουμε για την ύπαρξη της «συνείδησης», από την οποία φυσικά δεν ήταν καθόλου στερημένη η αρχαία Ελλάδα. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι «ιερές εμφυτεύσεις», αυτή η «ισχυρή δογματική συνείδηση» ακόμη και στους λεγόμενους «πρωτογόνους», όπως κάπου λέγει ο π. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, τι θα βοηθούσε τους εθνικούς να γίνουν μια μέρα χριστιανοί; Η σκέψη του 20ου αιώνα ήταν σε μεγάλο βαθμό αντιφιλολογική – δυστυχώς, αυτό έβλαψε την επαφή με τα κείμενα (σε σημείο που , για μερικούς, ο Σωκράτης δεν είναι τάχα «άτομο» και δρα ανελεύθερα, ενώ η Αντιγόνη απλώς μια «φατριασμένη» με τη φυλή της !) Η Δύση αγνοεί τους φιλολόγους της, καθώς είχε και έχει αρίστους. Θα συνεχίσουμε με το «Άσμα Ασμάτων», που αποτελεί βέβαια μέρος της Αποκάλυψης, αλλά έχει να πει αρκετά ακόμη και γι’ αυτό το όμορφο ζώο, το ελάφι.
[i]Ομολογώ ότι, στην προσπάθεια μου να αρθρώσω αυτές τις σκέψεις, οφείλω πολλά σε ένα βιβλίο του Κερένυι, το «Η Μυθολογία των Ελλήνων». Δεν με αφορά εδώ καθόλου η προσπάθειά του να αξιοποιήσει τις θέσεις του ψυχαναλυτή Καρλ Γιουνγκ.
Πολύπλοκα και δαιδαλώδη τα μονοπάτια που οδηγούν στις επικαλύψεις ή τις υπερθέσεις της συλλογικής συνείδησης στο πέρασμα του χρόνου. Λόγια και ενημερωμένη η προσέγγιση του κου Ιωάννου