Γιατί κλαίει και θρηνεί ακόμη και παραμονή Δεκαπενταύγουστου ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης;
Δεν τον ευθυμεί η προαναγγελία της μεγάλης γιορτής; Δεν μετέχει κι αυτός της χαράς των προεορτίων; Τι καμώματα είναι τούτα; Γιατί μας χαλά την επικείμενη διάχυση τώρα που φτάσαμε στο τέλος του θερινού δεκαπενθήμερου σταδίου, γιατί μας χαλά τον πραγματικό ρεμβασμό; Γιατί αυτός, ο πλέον ειδικός και γνώστης του τυπικού (αλλά και του ουσιαστικού, μέσα και έξω από τον ναό), δεν σέβεται τον πανηγυρικό χαρακτήρα της ημέρας που ξημερώνει; Ποια βαρυθυμία τον έριξε κάτω και θέλει να μας φορτώσει τα πάθια του, ακόμη και αν ο ίδιος σε λίγο θα ψάλλει στην εκκλησία το “πάσα η γη δε ευφραίνεται, ωδήν σοι εξόδιον προσφωνούσα τη Μητρί”; Ναι, μας αναγκάζει να τον αντιπαλέψουμε με τα δικά του όπλα, να μπούμε στα χωράφια του, εκεί που δεν παίζεται, γιατί το περιεχόμενο του διηγήματός του “Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου” δεν είναι καθόλου ρεμβασμός. Με όλο τον σεβασμό!
Δεν έχει αυτός ο άνθρωπος κάποιες όμορφες προσωπικές ιστορίες να επιβιβαστεί σαν σε πλεούμενο και να φέρει γύρα γύρα τα σκιαθίτικα ρόδινα ακρογιάλια και να μας ανοίξει λίγο την καρδιά; Το πένθος δεν ταιριάζει στη γιορτή! Και τι είναι όλη αυτή η κοινωνιολογία; Εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης, επανασύσταση της οικογένειας και τούμπαλιν; Αλλά και, φευ, το μαρτύριο της μικρής Κουμπώς, της οποίας της τρώνε λίγο λίγο τα σωθικά μέχρι να ξεψυχήσει, η προσωπική ερημία της διαλυμένης οικογένειας, αλλά και τα δραστικά φαρμάκια του κουτσομπολιού των “κακών γυναικών” της γειτονιάς που ακούει να λένε: “Να το κορίτσι της Φραγκούλαινας που την έχει απαρατήσει ο άντρας της...”. Η ίδια η μικρή, το “ευάγωγο” όπως την αποκαλεί θρηνώντας την ο γέροντας Φραγκούλης, γίνεται αυτόκλητος ειρηνοποιός και συναρμοστής της διαραγείσας οικογένειας. Αλλά δεν τελειώνει εδώ η κοινωνιολογία, αφού για μία ακόμη φορά ο Παπαδιαμάντης θα καταφερθεί κατά των οχληρών τοκογλύφων που έφαγαν μιαν ολόκληρη περιουσία από τον ξεπεσμένον πλέον άρχοντα...
Και δεν είναι μόνο η κοινωνιολογία, είναι και η ιστορία και τα πάθη του γένους που συμπληρώνουν αυτόν τον ασήκωτο πανηγυρικό(;) ρεμβασμό: “Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει ‘νέφη’”. Και εκτός αυτών είναι βέβαια και η έκτακτη, σαρκωμένη ορθόδοξη θεολογία που διαπερνά όλο το έργο, και όχι η οποιαδήποτε απρόσωπη μεταφυσική.
Αλλά μήπως τον αδικούμε; Μήπως αυτός, ο -όπως τον είπαν- αναχωρητής και απών από τα κοινωνικά προβλήματα, έρχεται ακριβώς στη γιορτή ταπεινός προσκυνητής και ικέτης για όλον τον κόσμο, κουβαλώντας στη λογοτεχνική του σκευή και στην ψυχή όλον αυτόν το κοινωνικό άχθο και κάματο, εκούσιο και ακούσιο, αιτούμενος μαζί με τον γέροντα Φραγκούλη Φραγκούλα: “Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...”;
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.
Προέλευση κειμένου: εφημερίδα “Μακεδονία” 17 Αυγούστου 2008.
πηγή: Aντίφωνο