Ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης

0
1466

Η σκέψη του Κ. είναι απλή, αρχίζει όπως όλες με την αξιωματική θεμελίωσή της, έχει προκείμενη μια πρόταση απολύτως διαυγή και συγκεκριμένη, γενικά αποδεκτή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας: Υπέρτατος σκοπός κάθε κοινωνίας θα πρέπει να είναι η «σωτηρία» του λαού της. Σωτηρία που μεταφράζεται: να διαθέτει καθένα από τα μέλη του τα αναγκαία υλικά αγαθά για τη ζωή του και τα παρεπόμενα πνευματικά αγαθά. Είναι ένα σκοπός που παρέχει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, πέρα από την αποκλειστική μέριμνα για την ιδιωτική του βιοτή. Είναι ένας τρόπος υπέρβασης της ζωικής του συνθήκης∙ εξίσταται αυτός του εαυτού του και συνεισφέρει τις δικές του δυνάμεις για να γίνει ο κόσμος που ζει, εργάζεται, ανασταίνει τα παιδιά του, και κάποτε θα τον εγκαταλείψει, περισσότερο λειτουργικός και φιλόξενος. Μέχρις εδώ ελάχιστοι θα είχαν αντιρρήσεις και αυτές θα ήταν θεωρητικού περιεχομένου, και σε κάθε περίπτωση ένας διάλογος μεταξύ τους θα μπορούσε να έχει συναινετική έκβαση. Όταν όμως ο ένας, ο Κ, από τους υποθετικά διαλεγόμενους, όπως στην περίπτωσή μας, αδιαφορεί για τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στην εφαρμογή του οράματός του, όταν πιστεύει ότι αυτά εξαγιάζονται, ακόμη και όταν περιλαμβάνουν την αφαίρεση της ζωής του συνανθρώπου, τότε μεταξύ τους προκύπτει αγεφύρωτο χάσμα. Ανακύπτει εξ αυτού του λόγου το ερώτημα ποια θα είναι η στάση του ετέρου των διαλεγομένων, εν όψει μάλιστα του ότι και ο ίδιος δεν εξαιρείται από τις προθέσεις του Κ, έστω και υποθετικά.

Θα απαντήσω εκ μέρους του συνομιλητή του Κ., προηγουμένως όμως θα αναφερθώ σε πράξεις του, παρελθούσες και ενεστώσες, που οι συνέπειές τους απασχολούν πολύ έντονα την επικαιρότητα. Είναι πράξεις που διέπραξε ο Κ. τριάντα περίπου χρόνια πριν, στις οποίες περιλαμβάνονται 11 φόνοι, ληστείες κ.λπ., για τις οποίες καταδικάσθηκε 11 φορές σε ισόβια. Βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές περίπου 18 χρόνια και με αφορμή την, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, καταπάτηση των δικαιωμάτων του ως φυλακισμένου, κήρυξε απεργία πείνας, αποφασισμένος να πεθάνει, αν αυτά τα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα, όπως υποστηρίζει, δικαιώματά του δεν ικανοποιηθούν. Οι υποστηρικτές των αιτημάτων του Κ. με προεξάρχουσα την Αντιπολίτευση, που αισθάνεται ιδεολογικούς δεσμούς να την συνδέουν μαζί του, πιστοποιούν εκτροπή από το Σύνταγμα της αστικής δημοκρατίας μας . Η Αντιπολίτευση όμως λογαριάζει ιδιαίτερα τα κέρδη που θα της αποκομίσει η στάση της από το ανήλικο πλήθος των ψηφοφόρων της, πολιτική συμπεριφορά που ισχύει άλλωστε για το σύνολο του πολιτικού κόσμου στη χώρα μας. Αντίθετα η νόμιμη εκτελεστική εξουσία της Δημοκρατίας μας υποστηρίζει ότι, πιστή στο νομικό της corpus, τηρεί με ευλάβεια τους νόμους που αφορούν τα δικαιώματα των φυλακισμένων. Αρμόδια βέβαια για την επίλυση της τυπικής μάλλον διαφοράς μεταξύ του Κ. και της κυβέρνησης είναι η Δικαιοσύνη, της οποίας όμως, όπως φαίνεται, δεν της ζητήθηκε η γνώμη. Εμφανίζεται μάλιστα να εκφράζει αντιθετικές απόψεις, αφενός με τους συνδικαλιστικούς της εκπροσώπους να προμαχούν για τον πολιτικό μας πολιτισμό, και αφετέρου με διακεκριμένα μέλη της να έχουν κατά νου την τήρηση της δικαιακής μας τάξης.

Ο λόγος, βέβαια, του αδιεξόδου που έχει προκύψει βρίσκεται αλλού και όχι στην ερμηνεία του σχετικού νομικού πλαισίου. Εύκολα τον εντοπίζουμε στις βαθιές ιδεολογικές τους διαφορές, αλλά και στην ταυτόσημη εκ μέρους τους αποδοχή του αρχαίου «θυσιαστικού» τρόπου δράσης για να τους δώσουν υπόσταση.

Και εξηγούμαι: Ο Κ. εμμένει στο τρόπο εφαρμογής του οράματός του, στο βωμό του οποίου θυσίασε πρώτα κάποιους συμπολίτες του, και τώρα, ευρισκόμενος σε αδυναμία να συνεχίσει το φονικό του έργο σε βάρος των υποτιθεμένων αντιπάλων του, των ταξικών εχθρών του, στρέφει τη φονική του δράση εναντίον του εαυτού του. Αδιαφορεί για το υπέρτατο από τα δώρα στον άνθρωπο, τη ζωή, και στοχεύει στα πρόσκαιρα κέρδη για τις ιδέες του με χαρακτήρα καθαρά αρνητικό. Προκαλεί –αυτό είναι αλήθεια– φθορά στο κύρος των αντιπάλων του, των οποίων εκθέτει τη συμπεριφορά, που είναι ολόιδια με τη δική του! Οι αντίπαλοί του, η εξουσία της αστικής δημοκρατίας, αδιαφορούν για το θάνατό του, υποκριτικά απεκδύονται της προφανούς ευθύνης τους και στο βάθος τον επιδιώκουν. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μην εκβιασθεί το νομικό σύστημα της εξουσίας. Θα είναι ένα καλό μάθημα για τους επερχόμενους, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σε παρόμοιες απόπειρες και, επί πλέον, ελπίζουν σε μια συσπείρωση των ομοϊδεατών τους γύρω από το θύμα. Το οποίο, για τους γνωρίζοντας την υπόθεση του αποπομπαίου θύματος, αναδεικνυόταν ιερό για τους αρχαίους προγόνους μας, ενδεχομένως ήρωας για τους συγχρόνους.

Και τώρα λίγη Ζιράρεια ανθρωπολογία και θεολογία με αφορμή ένα μάλλον συνηθισμένο περιστατικό που φαίνεται να εξάπτει το θυμικό ενός μέρους της κοινωνίας μας, κυρίως τα νεότερα μέλη της: Ο αρχέγονος φόνος που γίνεται συλλογικά εις βάρος του αποδιοπομπαίου θύματος από τους αρχαίους προγόνους μας είναι η αρχή. Είναι μια θυσία που επαναλαμβάνεται ασυνείδητα σε συνθήκες οχλοβοής, και σώζει τους ολιγομελείς ομίλους οικογενειών από τις βίαιες μιμητικές τους συγκρούσεις. Η θυσιαστική διαδικασία προσλαμβάνει χαρακτήρα επέμβασης του «από μηχανής θεού», επιβάλλει την ειρήνη στην αντάρα που έχει ξεσπάσει και απειλεί με αφανισμό την πρωτόγονη κοινοτική ζωή. Μετά την επαναφορά της κοινότητας στην αναγκαία γαλήνη, προϋπόθεση των έργων της καθημερινής βιοτής, θα ακολουθήσει αργότερα η παραγνώριση των γεγονότων που προηγήθηκαν και το αρχέγονο θύμα του συλλογικού φόνου, με την υποτιθέμενη κακοποιό δράση του, θα αναδειχθεί σε σωτήρα της. Δεν είναι παρόν στη καθημερινότητά της, την ορίζει, όμως, από ψηλά γίνεται το «υπερβατικό σημαίνον», προσλαμβάνει με την πάροδο του χρόνου ένα πλέγμα σημασιών και αναδεικνύεται δύναμη ανεξάντλητη που κινεί το «προτσές» των πολιτισμών. Είναι τελικά το ιερό της κοινότητας που γύρω του θα θεμελιωθεί το πρώτο στοιχείο στην τάξη της γλώσσας, το λεξιλόγιο της ιερότητας.

Έχουμε περιγράψει τον θυματικό μηχανισμό, τον οποίο ο Ρενέ Ζιράρ θεωρεί ότι συνιστά το περιεχόμενο, τη σημασία του σημαίνοντος «σατανάς», που στη θεολογική γλώσσα εκφράζει το βασίλειο του «κακού». Περιέχει οτιδήποτε –διανοήματα, πράξεις– αντιστέκεται στη Δημιουργία του Θεού και έχει την προέλευσή του στην ελευθερία του ανθρώπου[1]. Η σατανική μεθοδολογία αναλύεται σε υποσχέσεις για την ανθρώπινη ύπαρξη, της εξάπτει τις επιθυμίες καταργώντας όλες τις απαγορεύσεις με στόχο συγκεκριμένο: με την προσκτητική μίμηση να παρασύρει στη σύγκρουση και την αδελφοκτόνο σύρραξη. Ταυτίζεται επομένως με τον θυματικό μηχανισμό που διά της βίας θα επιτύχει την πρόσκαιρη ειρήνη και τελικά την οικοδόμηση των πολιτισμών της βίας, ανεξαιρέτως. Ο τρόπος του θα γενικευτεί ως η θυσιαστική πρακτική, η οποία πρώτα υπόσχεται να «μετατρέψει τους λίθους σε ψωμιά[2]», περιβαλλόμενη τη λεοντή της ευσπλαχνίας για τους αδύνατους, ύστερα διαιρεί το κοινωνικό σώμα και τέλος εξαγιάζει τα φονικά μέσα με αποτέλεσμα τίποτε λιγότερο από εκατόμβες θυμάτων. Τα παραδείγματα είναι πρόσφατα στην ιστορία του 20ού αιώνα. Από τον φαύλο κύκλο που έχει δημιουργηθεί, μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να μας σώσει, και αυτό συνέβη με τον πιο ασύμβατο για την ανθρώπινη σκέψη τρόπο, σεβόμενος πάντοτε την ανθρώπινη ελευθερία. Γίνεται άνθρωπος ο Λόγος, «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», αποπέμπεται από τους ανθρώπους ως θύμα και αποκαλύπτει στο Σταυρό του μαρτυρίου Του τον θυματικό μηχανισμό, δηλαδή τον τρόπο που «απ’ αρχής» ο σατανάς κατάφερνε να αποτρέπει την αυτοεξόντωση των ανθρωπίνων κοινωνιών και τελικά να προάγει τους πολιτισμούς της βίας και του θανάτου[3]. Προηγουμένως όμως έχει διδάξει τον Λόγο της αγάπης απέναντι στο λόγο της βίας ή το πώς αντιστέκεται το «καλό» στο «κακό».

 

[1] Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη για το «κακό» με παρασιτική ύπαρξη, το μη - Ον, που ούτε προηγείται ούτε έπεται του Όντος, αλλά συνυπάρχει αιωνίως μαζί του.  Το Ον στην αδιάλειπτη δημιουργική του πορεία μάχεται και υπερνικά την αντίσταση που προβάλλει το μη - Ον∙ κατά συνέπεια ο κόσμος μας είναι ένα γίγνεσθαι, το αποτέλεσμα της σκληρής διαμάχης ανάμεσα σε αντίθετες αρχές, της τάξης και της αρχέγονης ελευθερίας.

[2] Ο πρώτος πειρασμός που απευθύνει ο σατανάς στον Χριστό στην έρημο.

[3] Κωνσταντίνος Μπαραμπούτης, Η.Ο.Η.Τ.Δ., Β΄ τόμ., σελ. 529.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ